Άρση σύγκρουσης δεδικασμένων
Aπό τις διατάξεις των άρθρων 321, 322, 324 και 544 ΚΠολΔ προκύπτει ότι αν για την αυτή έννομη σχέση εκδόθηκαν δύο ή περισσότερες αντιφάσκουσες μεταξύ τους δικαστικές αποφάσεις που παράγουν δεδικασμένο μεταξύ των ιδίων προσώπων, αν δεν χωρεί κατ΄ αυτών αναίρεση ή αναψηλάφηση, δεν καθίστανται ανενεργείς αυτοδικαίως, αλλά ισχύει κατ’ αρχήν το δεδικασμένο εκείνο που προέρχεται από τη νεότερη, βάσει της ημερομηνίας εκδόσεώς της, απόφαση (βλ. ΑΠ 493/2011 ο.π., ΑΠ 659/2003 δημ. ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1385/1998 ΕλληΔνη 1999.87, ΑΠ 530/1995 ΕλλΔνη 1996. 133, ΕφΑθ 2646/2011 Ο.Π. ΕφΑθ 3975/2010, ΕΦΑΔ 2012.517, ΕφΛαρ 385/2003 ο.π., ενώ την ίδια λύση δέχονται, αλλά με προσδιορισμό της νεότερης απόφασης βάσει του χρόνου τελεσιδικίας των αντιφατικών αποφάσεων και οι :ΕφΑθ 7313/2003 ΧρΙΔ 2004. 408, ΕφΑθ 9165/1987 Δ. 1992. 1076). Γίνεται όμως δεκτό ότι από την ανωτέρω αρχή, κατά την οποία υπερισχύει το δεδικασμένο που πηγάζει από την νεότερη απόφαση, δικαιολογείται παρέκκλιση, όταν ως εκ της διαμορφώσεως της διαδικασίας, η προγενέστερη απόφαση παρουσιάζει, προφανώς, περισσότερα εχέγγυα ορθότητας, οπότε αυτή πρέπει να υπερισχύει. Τέτοια δε υπερισχύουσα εγγύηση ορθής κρίσης γίνεται δεκτό ότι υπάρχει και στην περίπτωση που η αρχική τελεσίδικη απόφαση εκδόθηκε από το Εφετείο, ενώ η αντίθετη νεότερη από το Μονομελές ή Πολυμελές Πρωτοδικείο (…) οπότε πρέπει να υπερισχύει το παραγόμενο από την προγενέστερη κατά τα ως άνω απόφαση, ως παρέχον περισσότερες εγγυήσεις ορθής κρίσης, λόγω υποβολής στον έλεγχο του Εφετείου, αλλά και σύμφωνα με την αρχή της κάθετης κατατμήσεως της λειτουργικής αρμοδιότητας των δικαστηρίων, ως συνέπεια της ιεραρχικής διαρθρώσεως αυτών και όχι το παραγόμενο από τη νεότερη απόφαση, που εκδόθηκε κατά παράβαση της νομικής επιταγής περί δεσμεύσεως από προηγούμενο δεδικασμένο και κατέστη τελεσίδικη από τυπικούς λόγους, διότι δεν ασκήθηκε κατ’ αυτής τακτικό ένδικο μέσο, λόγω παρόδου άπρακτης της προθεσμίας για την άσκησή του, η οποία άλλωστε ως δικονομική συνέπεια έχει την έκπτωση από σχετικό δικαίωμα και όχι την εκμηδένιση της προηγούμενης τελεσίδικης απόφασης (1860/2013 ΜΠΑ)
Για την υπερίσχυση της προγενέστερης ή μεταγενέστερης απόφασης είναι πάγια η θέση και της Θεωρίας και της Νομολογίας ότι υπερισχύει το δεδικασμένο της απόφασης που τελεσιδίκησε μεταγενεστέρως.
Έχει γίνει δε δεκτό ότι εάν δεν προσβληθεί και εξαφανιστεί η μεταγενέστερη (νεότερη) απόφαση, υπερισχύει το εξ αυτής (μεταγενέστερης) δεδικασμένο. Το γεγονός ότι υπερισχύει το δεδικασμένο της νεότερης απόφασης, προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 544 αρ. 1, 545 παρ. 3α και 549 παρ. 2 (βλ. ιδίως ΑΠ 530/1995, ο.π. (σημ. 22), Ράμμος, ο.π.). Ο ορισμός δηλαδή της αποκλειστικής προθεσμίας για την άσκηση της αναψηλάφησης προς εξαφάνιση της δεύτερης (νεότερης) απόφασης σημαίνει ότι, αν παρέλθει η προθεσμία αυτή, θα ισχύσει η εν λόγω απόφαση (Ράμμος Δ 1967.694: «… η δευτέρα απόφασις θεωρείται ότι εξεμηδένισε … την πρώτην»).
Η θεωρία τάσσεται υπέρ της υπερίσχυσης της δεύτερης (νεότερης) απόφασης, εφόσον αυτή δεν έχει προσβληθεί ή εξαφανισθεί με την άσκηση κάποιου ένδικου μέσου. Συγκεκριμένα:
1) Απαλλαγάκη/ Ερμηνεία ΚΠολΔ, άρθρο 544 ΚΠολΔ, 2010, 2η έκδοση): «Με λόγο αναψηλάφησης προσβάλλεται η νεότερη από τις αποφάσεις (ΑΠ 43/1995 ΝοΒ 44 (1996), 616, ΕφΑθ 4211/2000 ΕλλΔνη 42(2001), 751), της οποίας το δεδικασμένο υπερισχύει αν αυτή δεν προσβληθεί ή δεν εξαφανισθεί [Ν. Νίκας, Πολιτική Δικονομία, τ. III, 313, ο ίδιος, Σύγκρουση Δεδικασμένων, Δ(23), 1992, 608 επ.)
2) Κεραμεύς/ Κονδύλης/ Νίκας/ Ερμηνεία ΚΠολΔ, άρθρο 544, 2000): «Με αναψηλάφηση προσβάλλεται μόνον η νεότερη απόφαση (ΑΠ 43/1995, ΝοΒ 1996.616, ΕφΑθ 4333/1986, ΕλλΔη 1986.1333). Αν όμως δεν προσβληθεί και ώσπου να εξαφανισθεί, υπερισχύει το εξ αυτής δεδικασμένο (ΑΠ 530/1995, ΕλλΔνη 1996.1332, 1385/1998, ΕλλΔνη 1999.87, παγ. Νμλγ. Νίκας, Δ 1992. 608-612)
3) Ράμμος (Ανασκόπησις της νομολογίας των ετών 1969-1975 επί θεμάτων ουσιαστικού δεδικασμένου, Δ7/694): «…Εάν παρά ταύτα εξέδωσεν αντίθετον απόφαση, αυτή ηδύνατο να πρσβληθή δι’ αναιρέσεως, συφώνως προς το άρθρο 559 αριθ. 16 ΚπολΔ. Εφόσον τούτο δεν εγένετο ή η αναίρεσις απερρίφθη, η δευτέρα απόφασις θεωρείται ότι εξεμηδένισε κατά το σχετικόν σημείον την πρώτην και ούτως επικρατεί το εκ της ταύτης προερχόμενον ουσιαστικόν δεδικασμένον».
4) Κεραμεύς (Αστικό Δικονομικό Δίκαιο, 1986, σελ. 301): «…αν προκύψουν δηλαδή δύο αντιφατικά δεδικασμένα, τότε γίνεται δεκτό ότι υπερισχύει το νεώτερο ως πιο επίκαιρη εκδήλωση της πολιτειακής βουλήσεως, το οποίο πάντως υπόκειται σε εξαφάνιση, αν ασκηθεί επιτυχώς αναψηλάφηση».
5) Νίκας (Σύγκρουση Δεδικασμένων (Δ 23/585 επ.): «… Η διατύπωση του άρθρου 554 αριθ. 1 ΚΠολΔ δεν αφήνει την παραμικρή αμφιβολία ότι η νεότερη απόφαση δεν πρέπει να θεωρηθεί άκυρη, επειδή προσκρούει στο δεδικασμένο της προηγούμενης. Κατά νόμον, η απόφαση αυτή εξοπλίζεται με απεριόριστη ισχύ, μόνο δε κατ’ εξαίρεση και κάτω από συγκεκριμένες προϋποθέσεις υφίσταται δυνατότητα ανατροπής της με αναψηλάφηση ή αναίρεση. Από τη ρύθμιση αυτή θα μπορούσε να συναχθεί, κατά τη γνώμη μου, ότι δεν ήταν στις προθέσεις του νομοθέτη να ισχύει, από το χρόνο της τελεσιδικίας της νεότερης αποφάσεως και μέχρι την ανατροπή της, παράλληλα και η παλαιότερη… Αφού δε η ισχύς της νεότερης είναι αδιαφιλονίκητα εξασφαλισμένη από τον ίδιο το νόμο, δοκιμάζεται η υπόσταση της παλαιότερης, η οποία και επανακτά την ισχύ της με΄σω των ενδίκων μέσων ανατροπής της νεότερης… Εξάλλου, η διάταξη του άρθρου 549 II ΚΠολΔ δεν διατυπώνει κανόνα υπεροχής της πρώτης αποφάσεως, ώστε να δημιουργούνται, περαιτέρω, σκέψεις αναλογικής ερμηνείας… Δεν έχει όμως μόνο το νόμο αρωγό η άποψη που αναγνωρίζει προβάδισμα στη νεότερη απόφαση. Και υπό το πρίσμα της εξισορροπήσεως των αντιτιθέμενων συμφερόντων των διαδίκων, η αυτή, επίσης λύση είναι η επιεικέστερη… Η μέριμνα για την ανίχνευση και επίκληση της προηγούμενης αποφάσεως ανήκει πρωτίστως στον κύκλο ευθύνης των διαδίκων. Ο διάδικος, λοιπό, που ήταν ο μόνος ο οποίος μπορούσε πρακτικά να αποτρέψει την έκδοση της νέας, βαίνουσας σε ετεροϋπαρξία προς την προηγούμενη, δικαστικής κρίσεως, πρέπει να επωμισθεί τις δυσμενείς συνέπειες της ακυρότητας».
6) Βαθρακοκοίλης (ΚΠολΔ Ερμηνευτική Νομολογιακή Ανάλυση, 1994, σελ. 462): «Κατά την κρατούσα άποψη αν υπάρχει σύγκρουση δεδικασμένων και δεν χωρεί πλέον αναίρεση ή αναψηλάφηση, υπερισχύει κατ’ άρθρο 321, 322, 324, 544 παρ. 1, το δεδικασμένο που απορρέει από την νεότερη απόφαση, άποψη η οποία γινόταν δεκτή και υπό την προϊσχύσασα ΠολΔ. Νεότερη θεωρείται η απόφαση που τελεσιδίκησε μεταγενεστέρως, αφού με την τελεσιδικία δημιουργείται και αφετηριάζεται το δεδικασμένο».
7) Απαλαγάκη (Εφαρμογές Πολιτικής Δικονομίας 2Α, 2006, σελ. 459): «Εάν για την ίδια απόφαση εκδόθηκαν δύο ή περισσότερες δικαστικές αποφάσεις που παράγουν δεδικασμένο, αλλά αντιφάσκουν μεταξύ τους, εάν δεν χωρεί αναίρεση ή αναψηλάφηση, ισχύει το δεδικασμένο της νεότερης, χρονικά απόφασης».
8) Μαργαρίτης (Ερμηνεία Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, 2012, Εισαγ. Σημ. άρθρ. 321-334, σελ. 590-591): «Αν για την ίδια έννομη σχέση εκδόθηκαν δύο ή περισσότερες δικαστικές αποφάσεις που παράγουν δεδικασμένο, οι οποίες αντιφάσκουν ,μεταξύ τους, αν δεν χωρεί αναίρεση ή αναψηλάφηση, ισχύει το δεδικασμένο που προέρχεται από τη νεότερη ως προς το χρόνο έκδοσης απόφασης».
Σύμφωνα με τα παραπάνω το δεδικασμένο, ως έννομη συνέπεια της τελεσίδικης απόφασης, ισχύει διαρκώς, χωρίς χρονικό περιορισμό, εκτός αν ανατραπεί, (εξαφανιστεί ή αναιρεθεί) η απόφαση, από την οποία πηγάζει. Ο διάδικος επομένως με την άσκηση των ενδίκων μέσων μπορεί να ανατρέψει την νεότερη απόφαση. Η διατύπωση του άρθρου 544 αριθ. 1 ΚΠολΔ δεν αφήνει την παραμικρή αμφιβολία ότι η νεότερη απόφαση δεν πρέπει να θεωρηθεί άκυρη, επειδή προσκρούει στο δεδικασμένο της προηγούμενης. Κατά νόμον, η απόφαση αυτή εξοπλίζεται με απεριόριστη ισχύ, μόνον δε κατ’ εξαίρεση και κάτω από συγκεκριμένες προϋποθέσεις υφίσταται δυνατότητα ανατροπής της με αναψηλάφηση ή αναίρεση. Αφού δε ισχύς της νεότερης είναι αδιαφιλονίκητα εξασφαλισμένη από τον ίδιο το νόμο, δοκιμάζεται η υπόσταση της παλαιότερης, η οποία επανακτά την ισχύ της με την μέσω των ενδίκων μέσων ανατροπή της νεότερης (Νίκας, Σύγκρουση Δεδικασμένων, Δ23, 609).
Αίτηση αναψηλαφήσεως ασκείται κατά της νεότερης απόφασης ζητώντας την εξαφάνιση της για το λόγο ότι το διατακτικό της τελεσιδίκου νεότερης αποφάσεως αντιφάσκει με το διατακτικό της προγενέστερης τελεσιδίκου αποφάσεως. Προθεσμία για την άσκηση αιτήσεως αναψηλαφήσεως είναι μία τριετία από την τελεσιδικία της νεότερης απόφασης, εφόσον αυτή δεν επιδόθηκε από κανένα από τους διαδίκους. Ο Άρειος Πάγος με την υπ’ αριθ. 616/2011 απόφασή έχει κρίνει ότι: «…το προκύψαν εντεύθεν δεδικασμένο επί της πρώτης υπόθεσης που δεν μπορούσε να προβληθεί κατά τη συζήτηση της δεύτερης υπόθεσης, μπορεί να προβληθεί από τον ενδιαφερόμενο διάδικο, που επιθυμεί την εφαρμογή επί της δεύτερης υπόθεσης του προκύψαντος εκ των υστέρων δεδικασμένου επί της πρώτης υπόθεσης, με έφεση κατά της δεύτερης απόφασης και με λόγο στηριζόμενο επί του οψιγενούς και εκ των υστέρων προκύψαντος δεδικασμένου κατ’ άρθρο 527 παρ. 2 ΚΠολΔ ..….με το περιεχόμενο της όμως αυτή η ένδικη αίτηση αναψηλάφησης, έπρεπε να απορριφθεί ως απαράδεκτη κατά τα προαναφερθέντα στη νομική σκέψη της παρούσας, διότι το δεδικασμένο της υπ’ αριθ. 3705/1999 απόφασης του Εφετείου Αθηνών, που εμφανίζεται στην αίτηση αναψηλάφησης ως αντιφάσκουσα με το δεδικασμένο της προσβαλλόμενης υπ’ αριθ. 3148/1999 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που προσβάλλεται με αναψηλάφηση, δεν υφίστατο κατά το χρόνο που συζητήθηκε η υπόθεση στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών την 26/2/1999 μετά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη με την αναψηλάφηση απόφαση, και δεν μπορούσε να προβληθεί τότε, μπορούσε όμως ν’ αποτελέσει λόγο έφεσης κατά της ίδιας απόφασης και για μία ολόκληρη τριετία μετά τη δημοσίευσή της, αφού κατά τα εκτιθέμενα στην αίτηση αναψηλάφησης δεν επιδόθηκε ποτέ». Κρίθηκε δηλαδή ότι η αίτηση αναψηλαφήσεως είναι απαράδεκτη καθώς κατά το χρόνο συζήτησης της υπόθεσης στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών δεν υπήρχε αντιφατικό δεδικασμένο από την πρώτη απόφαση του Εφετείου Αθηνών. Επομένως η αίτηση αναψηλάφησης δεν ασκήθηκε παραδεκτά. Αντιθέτως ο λόγος περί αντιφατικού δεδικασμένου μπορούσε να αποτελέσει λόγο εφέσεως στηριζόμενο επί του οψιγενούς και εκ των υστέρων προκύψαντος δεδικασμένου κατ’ άρθρο 527 παρ. 2 ΚΠολΔ. Αν το δεδικασμένο αυτό δεν προβληθεί με λόγο εφέσεως, δεν είναι επιτρεπτό δικονομικά να αποτελέσει το ίδιο λόγο αναψηλαφήσεως. Μέσα σε μία τριετία από τη δημοσίευση της νεότερης απόφασης υπάρχει η δυνατότητα να ασκηθεί έφεση και να προβληθεί το αντιφατικό δεδικασμένο, καθόσον όπως προαναφέρθηκε η απόφαση αυτή δεν επιδόθηκε από κανένα από τους διαδίκους. Οι διάδικοι , οι οποίοι έχουν ηττηθεί από τη νεότερη απόφαση , έχουν το δικονομικό βάρος να προσβάλλουν με έφεση τη βλαπτική γι’ αυτούς απόφαση. Αν δεν το έπραξαν, τότε σιωπηρώς την αποδέχτηκαν (ΠολΔ 298 σε συνδυασμό με 299). Και η σιωπηρή αποδοχή της απόφασης αποκλείει τη μεταγενέστερη προσβολή της με αναψηλάφηση. Την αυτή άποψη δέχεται και η υπ’ αριθ. 616/2011 απόφαση του Αρείου Πάγου και ο καθηγητής κ. Κώστας Ε. Μπέης στην από 15-7-2005 γνωμοδότησή του (Απαραίτητες προϋποθέσεις για την αναψηλάφηση, σε περίπτωση επίκλησης αντιφατικών αποφάσεων για την ίδια διαφορά). Το ίδιο ορίζεται και στην Πολιτική Δικονομία με δύο διαφορετικές διατάξεις που εκφράζουν το ίδιο πνεύμα:
- Με το άρθρο 151 ΠολΔ, που ορίζει ότι αν ο ηττημένος διάδικος παραλείψει να εναντιωθεί στην βλαπτική γι’ αυτόν πρωτόδικη απόφαση με το ένδικο μέσο της έφεσης, τότε εκπίπτει από το δικαίωμα αυτής της εναντίωσης, και
- Με το άρθρο 160 παρ. 2 ΠολΔ, που ορίζει ότι δεν έχει δικαίωμα να προκαλέσει την ακυρότητα εκείνος ο διάδικος, του οποίου η συμπεριφορά προκάλεσε την ακυρότητα ή εκείνος που, αφού είχε γίνει η άκυρη πράξη, παραιτήθηκε ρητώς ή σιωπηρώς από την πρόταση της ακυρότητας.
Εφόσον λοιπόν ο νόμος, όπως αναλύεται ανωτέρω, ορίζει ότι: «με αναψηλάφηση προσβάλλεται μόνον η νεότερη απόφαση, της οποίας το δεδικασμένο υπερισχύει αν αυτή δεν προσβληθεί ή δεν εξαφανισθεί», τότε το δεδικασμένο της νεότερης απόφασης υπερισχύει καθώς η ίδια δεν εξαφανίσθηκε αλλά συνέχισε να διατηρεί την ισχύ της δεδομένου ότι η αίτηση αναψηλάφησης κατά αυτής απορρίφθηκε.
Η υπερίσχυση της νεότερης απόφασης ενισχύεται και από άλλα επιχειρήματα τόσο της θεωρίας όσο και της νομολογίας.
1) Κονδύλης (Το δεδικασμένο κατά τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, § 33. Σύγκρουση δεδικασμένων, σελ. 688): Κρατούσα είναι η άποψη, ότι σε περίπτωση σύγκρουσης δεδικασμένων, όταν δεν επιτρέπεται πια ούτε αναίρεση ούτε αναψηλάφηση, υπερισχύει το δεδικασμένο της νεότερης απόφασης. Κυριότερα επιχειρήματα της άποψης αυτής είναι τα εξής: Πρώτο: Το γεγονός, ότι υπερισχύει το δεδικασμένο της νεότερης απόφασης, προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 544 αρ.1, 545 παρ. 3α και 549 παρ. 2. Υποστηρίζεται, δηλαδή, ότι ο ορισμός αποκλειστικής προθεσμίας για την άσκηση αναψηλάφησης προς εξαφάνιση της δεύτερης (νεότερης) απόφασης σημαίνει ότι, αν παρέλθει (άπρακτη) η προθεσμία αυτή, θα ισχύσει μόνο η νε λόγω απόφαση. Το ίδιο επιχείρημα μπορεί να προβληθεί και για την άπρακτη πάροδο της προθεσμίας αναίρεσης (άρθρα 564 και 559 αρ. 16). Δεύτερο: Κατά τη γενική αρχή του δικαίου, η νεότερη πολιτειακή πράξη καταργεί σιωπηρά κάθε αντίθετη προηγούμενη. Έτσι π.χ. ο νεότερος νόμος ή η νεότερη διοικητική πράξη καταργεί κάθε προηγούμενο νόμο ή προηγούμενη διοικητική πράξη με αντίθετο περιεχόμενο. Το ίδιο πρέπει να ισχύσει και στις δικαστικές αποφάσεις, που αποτελούν επίσης πολιτειακές πράξεις. Τρίτο: Η νεότερη απόφαση έχει υπέρ αυτής «το τεκμήριο, ότι ανταποκρίνεται καλύτερα στην παρούσα κατάσταση των πραγμάτων». Τέταρτο: Εφόσον το δεδικασμένο ανατρέχει στο χρόνο της τελευταίας συζήτησης στο ακροατήριο, δεν υπάρχει συνήθως αντίφαση, διότι οι αποφάσεις αναφέρονται σε διαφορετικά χρονικά σημεία. «Άρα η νεότερη απόφαση, δηλαδή αυτή που εκδόθηκε σε νεότερη ημέρα συζήτησης, υπερισχύει ως προς το δεδικασμένο αυτής». Πέμπτο: Η κατίσχυση της νεότερης απόφασης είναι περισσότερο σύμφωνη με τη στάθμιση των συμφερόντων των διαδίκων. Διότι ο διάδικος, υπέρ του οποίου υπήρχε δεδικασμένο και παρέλειψε να το προτείνει στη δεύτερη δίκη, «πρέπει να επωμιστεί τις δυσμενείς συνέπειες της ακυρότητας (Νίκας, ο.π. (σημ. 1), σελ. 985)».
2) Νίκας (Σύγκρουση Δεδικασμένων, Δ 23, σελ. 597-599) : Ήδη υπό την ισχύ του προϊσχύσαντος δικαίου ο Άρειος Πάγος ακολούθησε αταλάντευτα την άποψη ότι επί συγκρούσεως δύο διαδοχικών δεδικασμένων υπερισχύει το νεότερο. Τη στάση αυτή υιοθέτησε και η νομολογία υπό την ισχύ του ΚΠολΔ καθώς επίσης και η πλειοψηφία της θεωρίας… Η ακολουθούμενη λύση προκύπτει κατά τη νομολογία μιας σαφώς από τις διατάξεις των άρθρων 544 αρ. 1, 8 και 559 αριθ. 16 ΚΠολΔ…. Εφόσον όμως στην ορισμένη προθεσμία δεν ασκήθηκαν τα ένδικα αυτά μέσα, η νεότερη απόφαση, που παραβίασε το δεδικασμένο της προηγούμενης, παραμένει πλέον οριστικά απρόσβλητη και αποκτά πλήρες δεδικασμένο… Και η δύναμη των τετελεσμένων γεγονότων ενισχύει την εκδοχή αυτή. Η νεότερη απόφαση αποτελεί την πλέον επίκαιρη εκδήλωση της πολιτειακής βουλήσεως, εποπτεύει από καλύτερη θέση την πιθανή εξέλιξη της κρίσιμης έννομης σχέσης, διεκδικεί το τεκμήριο ότι ανταποκρίνεται γενικά καλύτερα στην παρούσα κατάσταση των πραγμάτων. Έτι περαιτέρω, δεδομένου ότι το δεδικασμένο ανατρέχει στο χρόνο της τελευταίας συζητήσεως, στην οποία εκδόθηκε η τελεσίδικη απόφαση, οι αντιφατικές αποφάσεις δεν περιέχουν στην κυριολεξία αντίφαση, αφού αναφέρονται σε διαφορετικά χρονικά σημεία. Άρα η νεότερη απόφαση που εκδόθηκε σε νεότερη ημέρα συζητήσεως υπερισχύει ως προς το δεδικασμένο της (Έτσι Μπέης, αρθρ. 544, σελ. 2025-2026. Στην ίδια κατεύθυνση και ΑΠ 82/1951, ΕΕΝ1951, 409= Θ. ΞΒ’, 252, ΕφΑΘ 1002/1971, ΑρχΝ 1971, 724). Οι δικαστικές αποφάσεις, ως πολιτειακές πράξεις, υπόκεινται στους ίδιους κανόνες που διέπουν κάθε πολιτειακή πράξη. Έτσι ο νεότερος νόμος καταργεί σιωπηρά τον αντίθετο παλαιότερο κατά τον κανόνα «lex posterior derogat legi priori», η νέα σύμβαση την παλαιότερη και η νέα διαθήκη επίσης την παλαιότερη, έτσι και η μεταγενέστερη απόφαση κατισχύει της προηγούμενης…. Λιγότερους κραδασμούς στο ισχύον δικονομικό σύστημα προκαλεί η κρατούσα και στη νομολογία μας άποψη. Είναι η μόνη, άλλωστε που ξεκινά από το γράμμα του νόμου και δεν αλλοιώνει το σκοπό, τη φύση και τη λειτουργία των έκτακτων ένδικων μέσων. Η διατύπωση του άρθρου 544 αριθ. 1 ΚΠολΔ δεν αφήνει την παραμικρή αμφιβολία ότι η νεότερη απόφαση δεν πρέπει να θεωρηθεί άκυρη, επειδή προσκρούει στο δεδικασμένο της προηγούμενης. Κατά νόμον, η απόφαση αυτή εξοπλίζεται με απεριόριστη ισχύ, μόνον δε κατ΄ εξαίρεση και κάτω από συγκεκριμένες προϋποθέσεις υφίσταται δυνατότητα ανατροπής της με αναψηλάφηση ή αναίρεση…. Αφού δε η ισχύς της νεότερης είναι αδιαφιλονίκητα εξασφαλισμένη από τον ίδιο το νόμο, δοκιμάζεται η υπόσταση της παλαιότερης, η οποία και επανακτά την ισχύ της με την μέσω των ένδικων μέσων ανατροπή της νεότερης…. Δεν έχει μόνο το νόμο αρωγό η άποψη που αναγνωρίζει προβάδισμα στη νεότερη απόφαση. Και υπό το πρίσμα της εξισορροπήσεως των αντιτιθέμενων συμφερόντων των διαδίκων, η αυτή, επίσης, λύση είναι επιεικέστερη. Το δεδικασμένο που πήγαζε από την πρώτη απόφαση έπρεπε, βέβαια, να το λάβει αυτεπάγγελτα υπόψη ο δικαστής της δεύτερης χρονικά δίκης. Η έλλειψη, όμως οποιαδήποτε μνείας σχετικής προς την ύπαρξη του, οποιασδήποτε αναφοράς των διαδίκων, καθιστά εντελώς αδύνατη την επέμβαση του δικαστή. Η μέριμνα για την ανίχνευση και επίκληση της προηγούμενης αποφάσεως ανήκει πρωτίστως στον κύκλο ευθύνης των διαδίκων. Ο διάδικος, λοιπόν, που ήταν, και ο μόνος ο οποίος μπορούσε πρακτικά να αποτρέψει την έκδοση νέας, βαίνουσας σε ετεροϋπαρξία προς την προηγούμενη, δικαστικής κρίσεως, πρέπει να επωμιστεί τις δυσμενείς συνέπειες της ακυρότητας».
3) Μαργαρίτης (Ερμηνεία Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, Τόμος I, 2012): «Επικρατεί η νεότερη απόφαση του πολιτικού ή του διοικητικού δικαστηρίου (ΑΠ 302/11 ΤΝΠ ΔΣΑ)».
4) 1076/2011 ΑΠ : «.. εάν όμως εκδοθεί στη νέα δίκη τελεσίδικη απόφαση που έχει για οποιοδήποτε λόγο αντίθετο περιεχόμενο (…) δημιουργούνται αντιφατικά δεδικασμένα, η σύγκρουση των οποίων δεν μπορεί να αρθεί όταν οι αντίθετες αποφάσεις δεν υπόκεινται πλέον σε αναίρεση ή αναψηλάφηση. Στην περίπτωση αυτή επικρατεί η άποψη ότι, ενόψει και των διατάξεων των άρθρων 544 αρ. , 545 παρ. 3α και 549 παρ. 2 του ΚΠολΔ, που ορίζουν αποκλειστική προθεσμία για την άσκηση αναψηλαφήσεως προς εξαφάνιση της δεύτερης απόφασης, υπερισχύει το δεδικασμένο που παράγεται από τη δεύτερη απόφαση».
5) 1126/2005 ΑΠ: «έχει νομολογηθεί ότι αν δεν χωρεί κατά των αποφάσεων αυτών αναίρεση ή αναψηλάφηση, ισχύει το δεδικασμένο που προέρχεται από τη νεότερη κατ’ έκδοση απόφαση». Και παραπέμπει σαφώς και σε άλλες αποφάσεις του ιδίου δικαστηρίου, όπως στην ΑΠ 1025/1993, 530/1995, 1385/1998, ΕλλΔνη, αντιστοίχως στους τόμους 1994 (σελ. 1566), 1996 (σελ. 1332), 1999 (σελ. 87), οι οποίες, ομοίως, δέχονται ότι αν για την αυτή έννομη σχέση εκδόθηκαν δύο ή περισσότερες αντιφάσκουσες μεταξύ τους αποφάσεις που παράγουν δεδικασμένο, μεταξύ των ιδίων προσώπων, αν δεν χωρεί κατ΄αυτών αναίρεση ή αναψηλάφηση, δεν καθίστανται ανενεργείς, αλλά ισχύει το δεδικασμένο εκείνο που προέρχεται από τη νεότερη απόφαση»
6) 659/2003 ΑΠ: «…. στην περίπτωση αυτή επικρατεί η άποψη ότι, ενόψει και των διατάξεων των άρθρων 544 αρ. 1, 545 περ. 3α και 549 παρ. 2 του ΚΠολΔ- που ορίζουν αποκλειστική προθεσμία για την άσκηση αναψηλαφήσεως προς εξαφάνιση της δεύτερης απόφασης- υπερισχύει το δεδικασμένο που παράγεται από τη δεύτερη απόφαση».
7) 7313/2003 Εφ Αθηνών: « …Κατά την κρατούσα άποψη υπερισχύει το δεδικασμένο που απορρέει από τη νεότερη απόφαση, … άποψη η οποία γινόταν δεκτή και υπό την προϊσχύουσα Πολιτική Δικονομία (ΑΠ 83/1968 ΕΕΝ 35, 370, ΑΠ 270 1964 ΝοΒ 12, 874). Νεότερη θεωρείται η απόφαση που τελεσιδίκησε μεταγενεστέρως, αφού με την τελεσιδικία αφετηριάζεται το δεδικασμένο…».
Από την παραπάνω, ενδεικτική παράθεση, της θεωρίας και πρόσφατης των Ελληνικών Δικαστηρίων επί του θέματος των αντιφατικών δεδικασμένων, είναι ξεκάθαρο ότι αυτά, κατά πάγια θέση, τάσσονται υπέρ της άποψης της ισχύος του νεότερου δεδικασμένου.
Όσον αφορά την άποψη ότι η προγενέστερη απόφαση του Εφετείου, σαφώς παρέχει περισσότερα εχέγγυα ορθότητας, λόγω υποβολής της διαφοράς στον έλεγχο του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου, οπότε το παραγόμενο από αυτήν δεδικασμένο υπερισχύει του δεδικασμένου που απορρέει από τη νεότερη απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου, εκθέτουμε τα ακόλουθα:
Όπως αναφέρει ο καθηγητής Πανεπιστημίου Νικόλαος Θ. Νίκας (Δ23, 610) «Το προβάδισμα της νεότερης απόφασης πρέπει κατ’ αρχήν να αναγνωριστεί χωρίς εξαιρέσεις. Σταθμίσεις ορθότητας δεν πρέπει να παίζουν αποφασιστικό ρόλο. Όχι τόσο επειδή εισάγονται αστάθμητοι παράγοντες, αφού τα κριτήρια μπορεί να είναι σταθερά. Κυρίως επειδή δεν μπορεί πειστικά να εξηγηθεί, γιατί ενώ η άρση της σύγκρουσης από το δικαστήριο της αναψηλαφήσεως γίνεται χωρίς να ελέγχεται η ορθότητα της δικανικής κρίσεως, ο έλεγχος αυτός επιβάλλεται, όταν πρέπει να αποφασίσει την κατάλυση της συγκρούσεως ένα άλλο δικαστήριο. Έτσι, η κατ’ αντιμωλία απόφαση δεν πρέπει για το λόγο και μόνο αυτό να υπερισχύσει της ερήμην, όπως επίσης, η απόφαση που επικυρώθηκε από τον Άρειο Πάγο έναντι τελεσίδικης αποφάσεως του Ειρηνοδικείου, η απόφαση που εκδόθηκε ύστερα από μακρά και εξονυχιστική αποδεικτική διαδικασία έναντι εκείνης που εκδόθηκε σε σύντομο χρόνο και με συνοπτικές διαδικασίες, η απόφαση που εκδόθηκε από δικαστές έναντι της αποφάσεως που εκδόθηκε από διαιτητές κλπ. Η διαμόρφωση της διαδικασίας αποτελεί, βέβαια, παράγοντα αποφασιστικό για την ποιότητα της παρεχόμενης δικαστικής προστασίας, κριτήρια ορθότητας, ωστόσο, που να στηρίζονται στον τρόπο διαμορφώσεως της διαδικασίας, δεν μπορούν με ασφάλεια, να διατυπωθούν γενικά και αφηρημένα…. Ο νόμος δεν αφήνει ούτε την παραμικρή υπόνοια ότι υπάρχουν διαβαθμίσεις σχετικά με την παραβίαση του δεδικασμένου. Δεδικασμένα πρώτης και δεύτερης διαλογής δεν αναγνωρίζονται από καμία νομική διάταξη και ούτε, άλλωστε υπάρχει ανάγκη τέτοιων διακρίσεων».
Την ίδια άποψη εκφέρει και ο καθηγητής Πανεπιστημίου, Νικόλαος Νίκας (Σύγκρουση δεδικασμένων , ΕΠολΔ 2012, 413): « Η άρση της σύγκρουσης από το δικαστήριο της αναψηλαφήσεως υπέρ της παλαιότερης αποφάσεως είναι γενική και απόλυτη. Κριτήρια ορθότητας των δικανικών κρίσεων, διαμορφώσεως, ποιότητας κλπ της διαδικασίας προφανώς δεν παρεμβαίνουν. Κατά το άρθρο 549 II ΚΠολΔ το δικαστήριο δεν ερευνά την ουσία της υπόθεσης ούτε κρίνει ποια από τις αποφάσεις είναι ορθή, αλλά χωρεί άνευ ετέρου στην εξαφάνιση της τελευταίας απόφασης. Έτσι η κατ΄ αντιμωλία απόφαση δεν υπερισχύει της ερήμην, η απόφαση που επικυρώθηκε από τον Άρειο Πάγο δεν υπερισχύει της τελεσίδικης αποφάσεως του ειρηνοδικείου, η απόφαση του εφετείου δεν υπερισχύει της αποφάσεως του μονομελούς πρωτοδικείου……. Για το δικονομικό δίκαιο οι αυθεντικές, με δύναμη δεδικασμένου κρίσεις, που εκφέρονται στο πλαίσιο μια δίκης με τη νόμιμη διαδικασία, πρέπει να θεωρούνται a priori ισότιμες. Συνεπώς δεν αναγνωρίζεται από το νόμο υπεροχή μιας απόφασης εφετείου έναντι μιας απόφασης πρωτοδικείου, καθώς κριτήρια ορθότητας, διαμορφώσεως, ποιότητας κλπ των δικανικών κρίσεων δεν προβλέπονται από το νόμο.
Επιπλέον, το προβάδισμα της νεότερης απόφασης πρέπει να αναγνωρίζεται χωρίς εξαιρέσεις. Η αρχή της χρονικής προτεραιότητας, ισχύει μεν στα δικαιώματα (prior tempore potior iure), όχι όμως και στις δικαστικές αποφάσεις. Άλλωστε, γι’ αυτόν το λόγο προβλέπεται και η δυνατότητα αναψηλάφησης προς εξαφάνιση της νεότερης. Αν ίσχυε η αρχή της χρονικής προτεραιότητας, η δεύτερη απόφαση θα ήταν ανύπαρκτη (ανίσχυρη, αυτοδίκαια άκυρη) και η διάταξη του άρθρου 544α θα ήταν περιττή, διότι η περίπτωση θα υπαγόταν στο άρθρο 313 (Κονδύλης, Το Δεδικασμένο κατά τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, 2007, σελ. 692). Επομένως δεν θα πρέπει να ισχύσει η προγενέστερη ως χρονικά πρώτη έναντι της μεταγενέστερης απόφασης, καθώς η αρχή της χρονικής προτεραιότητας δεν έχει εφαρμογή στις δικαστικές αποφάσεις.
Από όλα τα ανωτέρω επομένως προκύπτει ότι η κρίση ως προς την υπερίσχυση της προγενέστερης απόφασης έναντι της μεταγενέστερης απόφασης είναι εσφαλμένη καθώς: 1) Το δεδικασμένο της μεταγενέστερης απόφασης υπερισχύει έναντι του δεδικασμένου της προγενέστερης απόφασης, εφόσον δεν εξαφανιστεί. Εφόσον δεν εξαφανίστηκε επομένως, αν και ασκήθηκε κατά αυτής αίτηση αναψηλαφήσεως, κατέστη απρόσβλητη και υπερισχύουσα έναντι της προγενέστερης απόφασης, 2) Σύμφωνα με τη θεωρία ο νόμος δεν προβλέπει κριτήρια ορθότητας μεταξύ των αποφάσεων με αποτέλεσμα όλες να καθίστανται ισότιμες, και 3) Η αρχή της χρονικής προτεραιότητας σύμφωνα με τη θεωρία δεν έχει εφαρμογή στις δικαστικές αποφάσεις αλλά μόνο στα δικαιώματα.
Η κρατούσα δε άποψη και της θεωρίας και της νομολογίας έχει κρίνει το ζήτημα και έχει ταχθεί υπέρ της υπερίσχυσης της νεότερης απόφασης.
Λένα Πολύζου
Δικηγόρος
Email: info@efotopoulou.gr