Δικηγορικό Γραφείο Ευγενίας Α. Φωτοπούλου
Βασιλίσσης Σοφίας 6 Αθήνα 106 74
Τηλέφωνο: 210 36 24 769, 211 7 80 80 80
210 30 09 019
Email: info@efotopoulou.gr

Δεδικασμένο – Εκτείνεται και στα ζητήματα που κρίθηκαν παρεμπιπτόντως και αποτελούν αναγκαία προϋπόθεση του κύριου ζητήματος, εάν το Δικαστήριο ήταν καθ’ ύλη αρμόδιο να αποφασίσει γι’ αυτά

Κατά το άρθρο 321 ΚΠολΔ, δεδικασμένο – το οποίο, κατάρθρο 332 ΚΠολΔ, λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως σε κάθε στάση της δίκης, εμποδίζοντας το Δικαστήριο να ερευνήσει την ίδια υπόθεση και πάλιδημιουργούν οι οριστικές αποφάσεις των πολιτικών δικαστηρίων που δεν μπορούν να προσβληθούν με ανακοπή ερημοδικίας και έφεση, δηλαδή οι τελεσίδικες, και κατ άρθρο 322 παρ. 1 ΚΠολΔ εκτείνεται στο ουσιαστικό και δικονομικό ζήτημα που κρίθηκε με την απόφαση οριστικά για μια έννομη σχέση που έχει προσβληθεί με αγωγή, ανταγωγή, κύρια παρέμβαση ή ένσταση συμψηφισμού.

Περαιτέρω, κατά το άρθρο 324 ΚΠολΔ το δεδικασμένουπάρχει μεταξύ των ιδίων προσώπων με την ίδια ιδιότητα, μόνο για το δικαίωμα που κρίθηκε και εφόσον πρόκειται για το ίδιο αντικείμενο και για την ίδια ιστορική και νομική αιτία, καλύπτει, δε, όχι μόνο το δικαίωμα που κρίθηκε (την έννομη σχέση που διαγνώσθηκε), αλλά και την ιστορική αιτία που έγινε δεκτή από την απόφαση (υπό την έννοια των πραγματικών περιστατικών που ήταν αναγκαία για τη διάγνωση της έννομης σχέσεως), καθώς και τη νομική αιτία (το νομικό χαρακτηρισμό) που το Δικαστήριο έδωσε στα πραγματικά περιστατικά υπάγοντάς τα στην οικεία διάταξη νόμου, την οποία εφάρμοσε, δηλαδή καλύπτει, ως ενιαίο όλον, ολόκληρο το δικανικό συλλογισμό, όπως διατυπώνεται στην απόφαση (ΑΠ 728/1996 ΑΠ 981/1993, ΑΠ 1019/1993).

Ειδικότερα, το δεδικασμένο καλύπτει: α) το δικαίωμα που κρίθηκε, β) τη νομική αιτία, δηλαδή το νομικό χαρακτηρισμό που δόθηκε από το Δικαστήριο στα πραγματικά περιστατικά και γ) την ιστορική αιτία που αποτελείται από τα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά από το Δικαστήριο και ήταν αναγκαία για τη διάγνωση της έννομης σχέσης (ΑΠ 1137/2006). Η ύπαρξη και η έκταση του δεδικασμένου προκύπτουν από το περιεχόμενο της απόφασης και όχι απ αυτό της κριθείσαςαγωγής, έστω και αν το Δικαστήριο δεν εξάντλησε το αντικείμενό της ή το υπερέβη ή απομακρύνθηκε απ αυτό (ΑΠ 298/2004).

Εξάλλου, κατά το άρθρο 331 ΚΠολΔ, το δεδικασμένοεκτείνεται και στα ζητήματα που κρίθηκαν παρεμπιπτόντως και αποτελούν αναγκαία προϋπόθεση του κύριου ζητήματος, αν το Δικαστήριο ήταν καθ` ύλη αρμόδιο να αποφασίσει για τα παρεμπίπτοντα αυτά ζητήματα (ΑΠ 1287/2003, ΑΠ 1425/1999), ενώ ως παρεμπίπτον (προδικαστικό) ζήτημα νοείται άλλη έννομη σχέση ή δικαίωμα ή συνέπεια του ουσιαστικού δικαίου από το οποίο εξαρτάται η κρίση επί του κυρίου ζητήματος της δίκης (ΑΠ 1401/2004), δηλαδή το δεδικασμένο επεκτείνεται σε εκείνο το προδικαστικό ζήτημα, το οποίο η απόφαση έκρινε ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση στηρίζει τη διαγνωσθείσα ή απαγγελθείσα απ αυτήν έννομη συνέπεια. Έτσι, δεδικασμένοαπό τελεσίδικη απόφαση δημιουργείται και όταν το αντικείμενο της μεταγενέστερος δίκης, που διεξάγεται μεταξύ των ιδίων προσώπων, είναι διαφορετικό από τη δίκη που προηγήθηκε, έχει όμως ως αναγκαία προϋπόθεση την ύπαρξη του δικαιώματος που κρίθηκε στη δίκη εκείνη (Ολ ΑΠ 10/2002, ΑΠ 1394/2008), όπως συμβαίνει όταν στη νέα δίκη πρόκειται να κριθεί η ίδια δικαιολογική σχέση και το ίδιο νομικό ζήτημα με αυτό που κρίθηκε με την προηγούμενη απόφαση (ΑΠ Ολ 34/1992, ΑΠ 759/2006).

Αν υπάρχει δεδικασμένο, εφόσον δεν επήλθε μεταβολή του νομικού καθεστώτος που διέπει μια έννομη σχέση (ΑΠ 1832/2001, ΑΠ 190/2000) ή των πραγματικών περιστατικών που αποτελούν προϋπόθεση της σχέσης αυτής (ΑΠ 226/2001), αποκλείεται η αμφισβήτηση σε μεταγενέστερη δίκη της έννομης σχέσης που αποτελεί τη βάση της αξίωσης. Δεδικασμένοαποτελεί και η ενδεχομένως άδικη ή εσφαλμένη τελεσίδικη απόφαση και ανατρέπεται μόνο με την επιτυχή άσκηση των έκτακτων ενδίκων μέσων της αναίρεσης ή της αναψηλάφησης κατά της απόφασης που αποτελεί δεδικασμένο (ΑΠ 386/2000, ΑΠ 1174/1999, ΑΠ 839/1999, ΑΠ 331/1999).

Το δεδικασμένο δεσμεύει τόσο τους διαδίκους (και τα άλλα πρόσωπα που αναφέρονται στα άρθρα 325-329 ΚΠολΔ), όσο και τα πολιτικά δικαστήρια, τα οποία δεν μπορούν να επανακρίνουν ό,τι έχει ήδη κριθεί (άρθρα 324, 332 ΚΠολΔ). Αντίθετα δεν καλύπτονται από το δεδικασμένο τα κριθένταπλεοναστικώς ζητήματα (ΑΠ 1137/2006, ΑΠ 1366/1996). Περαιτέρω – και ειδικότερα επί των ενστάσεων – αν η απόρριψη αγωγής αποτελεί συνέπεια της παραδοχής κάποιας ένστασης του εναγομένου, ή αν η σχετική ένσταση απορριφθεί, δημιουργείται εντεύθεν δεδικασμένο (εξαιρουμένης της περιπτώσεως που η διάπλαση της έννομης σχέσης μπορεί να επιτευχθεί μόνο με διαπλαστική αγωγή) εκ του παρεμπιπτόντως κριθέντοςαυτοτελούς ισχυρισμού, το οποίο καλύπτει και αυτές που συναρτώνται με το προδικαστικό ζήτημα, είτε αυτό αφορά τις διαδικαστικές προϋποθέσεις, είτε το κατ ουσίαν βάσιμο της αγωγής (ΑΠ 1017/2001) που αναγκαία κρίθηκε στην προηγούμενη δίκη. Προσέτι, από τις προαναφερθείσες διατάξεις των άρθρων 321, 322 παρ. 1 εδ. α΄ και 324 ΚΠολΔ, συνάγεται ότι δεδικασμένο παράγεται και από την οριστική απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, ως προς το ουσιαστικό ζήτημα που κρίθηκε με αυτήν, το οποίο όμως δεν προσβάλλεται με την έφεση που ασκήθηκε από τον ηττηθέντα πρωτοδίκως διάδικο, εφόσον έτσι καθίσταται τελεσίδικη, ως προς το ζήτημα αυτό, η πρωτόδικη απόφαση (ΑΠ 1327/2021 – ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 698/2020, 56/2019, 1218/2018, 1559/2017 ΑΠ 455/2014).

Αγγελική Πολυδώρου, Δικηγόρος

e-mail: info@efotopoulou.gr

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ

Το email σας δεν θα δημοσιευτεί