Δικηγορικό Γραφείο Ευγενίας Α. Φωτοπούλου
Βασιλίσσης Σοφίας 6 Αθήνα 106 74
Τηλέφωνο: 210 36 24 769, 211 7 80 80 80
210 30 09 019
Email: info@efotopoulou.gr

Ανακοπή ερημοδικίας – Μη νόμιμη η κλήτευση όταν έγινε κατά τις διατάξεις περί αγνώστου διαμονής και ο εναγόμενος είχε γνωστή διαμονή ή κατοικία, την οποία μπορούσε να πληροφορηθεί ο ενάγων με μέσα συνήθους επιμέλειας

Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 501, 502, 503 παρ. 1 και 509 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι δικαίωμα ανακοπής ερημοδικίας έχει, μεταξύ άλλων, ο εναγόμενος, εφόσον δικάσθηκε ερήμην και επικαλείται λόγους που αναφέρονται είτε στην έλλειψη παντελούς ή νόμιμης κλητεύσεως ή εμπρόθεσμης κλητεύσεως, είτε σε λόγους ανώτερης βίας. Στην περίπτωση που ο προβαλλόμενος λόγος της ανακοπής πιθανολογείται ως ουσιαστικά βάσιμος, η τελευταία γίνεται δεκτή και ως κατ’ουσία βάσιμη, εξαφανίζεται η ανακοπτόμενη απόφαση και οι πράξεις που ενεργήθηκαν μετά από αυτή, διατάσσεται η επιστροφή του παράβολου στον ανακόπτοντα και το Δικαστήριο προχωρεί αμέσως στην εξέταση της διαφοράς, αφού οι διάδικοι επανέλθουν στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την ανακοπείσα και εξαφανισθείσα απόφαση (άρθρο 509 ΚΠολΔ) (ΕφΑθ 5732/2002 ΕλλΔνη 2003, 1384, ΕφΑθ 6858/2000 Δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσσ 1534/2003 Αρμ. 2003, 1320). Στην περίπτωση που ως λόγος της ανακοπής ερημοδικίας προβάλλεται η μη νόμιμη επίδοση του δικογράφου της αγωγής, το βάρος απόδειξης περί του σύννομου χαρακτήρα της επίδοσης φέρει ο επισπεύδων τη συζήτηση της αγωγής ενάγων ενώ ο ανακόπτων ανταποδεικτικά θα αποδείξει ότι δεν υπάρχει νόμιμη επίδοση (ΕφΔωδ 85/2002, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Κατά το άρθρο 505 § 1 του ΚΠολΔ, το δικόγραφο της ανακοπής πρέπει να περιέχει τα στοιχεία που απαιτούνται κατά τα άρθρα 118 έως 120 του ΚΠολΔ και τους λόγους της ανακοπής. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι η ανακοπή ερημοδικίας πρέπει να περιέχει ένα τουλάχιστον σαφή και ορισμένο λόγο από εκείνους που ορίζονται στο άρθρο 501 του ΚΠολΔ, δηλαδή τη μη κλήτευση ή τη μη νόμιμη ή μη εμπρόθεσμη κλήτευση ή τη συνδρομή λόγου ανώτερης βίας για τη μη εμφάνιση του ανακόπτοντος στην ερήμην αυτού συζήτηση της υποθέσεως, επί της οποίας στηρίχτηκε η προσβαλλόμενη ερήμην απόφαση (ΑΠ 1537/2008, στην ΤΝΠ Νόμος).

Περαιτέρω όπως προκύπτει από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 128 παρ.2 και 135 του ΚΠολΔ, για να επιδοθεί μία απόφαση στον διάδικο ως αγνώστου διαμονής πρέπει πραγματικά αυτός, κατά τον χρόνο της επιδόσεώς της στο αρμόδιο εισαγγελέα, να μην κατοικούσε μόνιμα ή να μην είχε πρόσκαιρη έστω διαμονή σε ορισμένο τόπο, τον οποίο γνώριζε αυτός που παρήγγειλε την επίδοση ή το όργανο που την έκανε ή κλήθηκε να την κάνει ή που μπορούσαν να τον πληροφορηθούν αν ενεργούσαν με επιμέλεια. Η άγνοια δηλαδή του τόπου της κατοικίας ή της διαμονής του προσώπου προς το οποίο γίνεται η επίδοση πρέπει να είναι αντικειμενική, υπό την έννοιαν ότι δεν είναι δυνατή η εξακρίβωση δια των συνήθων μέσων επιμελείας. Αν δε το πρόσωπο στο οποίο έγινε η επίδοση, δεν ήταν αγνώστου διαμονής με την έννοια που εκτέθηκε, η επίδοση είναι άκυρη, εφόσον η σχετική παράβαση επέφερε κατά την κρίση του Δικαστού τέτοια βλάβη στον διάδικο που την προτείνει, η οποία δεν επανορθώνεται, εκτός αν κηρυχθεί η ακυρότητα.

Ειδικότερα, κατά την αληθή έννοια του άρθρου 135 παρ. 1 ΚΠολΔ, άγνωστος είναι ο τόπος διαμονής ή η ακριβής διεύθυνση της διαμονής, τόσο στην ημεδαπή όσο και στην αλλοδαπή του προς επίδοση προσώπου, όταν δεν είναι κοινώς γνωστή η μόνιμη κατοικία ή διαμονή του ούτε κατέστη δυνατόν ν’ ανευρεθεί αυτή, μολονότι καταβλήθηκε κάθε προς τούτο προσπάθεια, απαιτείται δηλαδή αντικειμενική άγνοια περί του αγνώστου της διαμονής, μη αρκούντος του γεγονότος ότι ο παραγγείλας την επίδοση δεν γνωρίζει κάτι περί του τόπου ή της διεύθυνσης διαμονής του προς ον η επίδοση. Ως εκ τούτου είναι άκυρη η επίδοση, που γίνεται προς κάποιον που θεωρείται ως άγνωστης διαμονής, αν αποδειχθεί ότι κατά τον χρόνο της επίδοσης, αυτός κατοικούσε μονίμως ή είχε πρόσκαιρη διαμονή σε ορισμένο τόπο και διεύθυνση στην ημεδαπή ή την αλλοδαπή και για το οίκημα, στο οποίο διέμενε μπορούσαν να πληροφορηθούν ο παραγγείλας την επίδοση διάδικος ή ο ενεργήσας αυτήν δικαστικός επιμελητής, καταβάλλοντος κάθε δυνατή γι’ αυτό και στον μέσο επιμελή άνθρωπο, καλοπίστως ενεργώντας, προσήκουσα προσπάθεια ή γνώριζε αυτό, από κάποιον ειδικό λόγο, ο διάδικος με παραγγελία του οποίου έγινε η επίδοση (ΑΠ 830/2020, ΑΠ 773/2013, ΑΠ 1719/2007, δημοσιευμένες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Οι διαδικασίες που ακολούθησε ο αντίδικος (περί αγνώστου) έχουν ως προϋπόθεση της εγκυρότητάς τους ότι ο ενάγων, παρά τις προσπάθειες που θα είχε καταβάλει, δεν θα μπορούσε να γνωρίζει τον τόπο της κατοικίας ή διαμονής του εναγομένου, πράγμα εξεταζόμενο κατ’ αντικειμενικό τρόπο (730/2008 ΕφΠειρ, δημοσιευμένη σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Κατά την έννοια του άνω άρθρου 135, άγνωστος είναι ο τόπος της διαμονής ενός προσώπου όταν δεν είναι κοινώς γνωστή η μόνιμη κατοικία ή διαμονή του, δεν κατέστη δε δυνατόν να βρεθεί, μολονότι καταβλήθηκε προς τούτο κάθε δυνατή προσπάθεια, υπαγορευόμενη και από τις αρχές της καλής πίστεως, προς τις οποίες οφείλουν να συμμορφώνονται οι διάδικοι κατά την ενέργεια -στο πλαίσιο της δίκης- των σχετικών διαδικαστικών πράξεων. Έτσι, αν αποδειχτεί ότι κατά τον χρόνο όπου έλαβε χώρα η επίδοση ο προς ον αυτή κατοικούσε μονίμως σε ορισμένο τόπο και διεύθυνση που θα μπορούσε να πληροφορηθεί, καταβάλλοντας κάθε δυνατή προς τούτο -κατά το μέτρο επιμελούς ανθρώπου- προσπάθεια, εκείνος που παρήγγειλε την επίδοση ή ο δικαστικός επιμελητής που την ενήργησε, η επίδοση είναι άκυρη, εφόσον η σχετική παράβαση επέφερε κατά την κρίση του Δικαστή τέτοια βλάβη, η οποία δεν μπορεί να θεραπευτεί διαφορετικά, παρά μόνο με την κήρυξη της ακυρότητας (ΑΠ .1719/2007, ΕλλΔνη 2009. 1035, ΝοΒ 2008. 699, ΑΠ 260/1987, ΑρχΝ Λθ. 633, ΕφΠειρ 44/2006, ΝΟΜΟΣ). Αν δηλαδή ο διάδικος προς τον οποίο έγινε η επίδοση ως πρόσωπο άγνωστης διαμονής αμφισβητήσει το στοιχείο αυτό, ο αντίδικός του φέρει το βάρος της αποδείξεως ότι αυτός ήταν πράγματι άγνωστης διαμονής, αφού ο παραλήπτης της επίδοσης αμφισβητεί απλώς το κύρος της επίδοσης (ΕφΔωδ 201/1992, ΕλλΔνη 36. 407, ΕφΑΘ 2812/1987, ΕλλΔνη 29. 153, βλ. και Δεληκωστόπουλου/Σινανιώτη, ΕρμΚΠολΔ, υπό το άρθρο 136, σ. 354).

Ελένη Μακροδημήτρη, ασκ. δικηγόρος

info@efotopoulou.gr

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ

Το email σας δεν θα δημοσιευτεί