Δικηγορικό Γραφείο Ευγενίας Α. Φωτοπούλου
Βασιλίσσης Σοφίας 6 Αθήνα 106 74
Τηλέφωνο: 210 36 24 769, 211 7 80 80 80
210 30 09 019
Email: info@efotopoulou.gr

Διαφορές σύμβασης χρηματοδοτικής μίσθωσης (leasing) από την κλασική σύμβαση μίσθωσης – Καθ’ ύλην αρμοδιότητα στις διαφορές από μικτές συμβάσεις

Από τις διατάξεις των άρθρων 1-4 του Ν. 1665/1986, με τον οποίο δημιουργήθηκε και στην Ελλάδα το νομοθετικό πλαίσιο, για την εισαγωγή και ανάπτυξη του θεσμού της χρηματοδοτικής μίσθωσης (leasing), προκύπτει ότι η σύμβαση αυτή αποτελεί ουσιαστικά ένα χρηματοδοτικό μηχανισμό, ο οποίος αποσκοπεί στο να αποκτήσει ο μισθωτής τη χρήση κεφαλαιουχικού εξοπλισμού μεγάλης αξίας για το επάγγελμα ή την επιχείρηση του, επιλογής του ιδίου, χωρίς να προβεί στην εκταμίευση σημαντικών κεφαλαίων για την απόκτηση του.

Και τούτο πράττεται με τη βοήθεια της «εκμισθώτριας εταιρίας», η οποία, συνήθως, αγοράζει, χάριν του «μισθωτή» το πράγμα, όπως το είχε επιλέξει ο αντισυμβαλλόμενος αυτής μισθωτής, καθιστάμενη ουσιαστικά «οικονομική» κυρία αυτού, χωρίς, όμως, να έχει το πράγμα στην κατοχή της ή να ενδιαφέρεται να το αποκτήσει, ενόψει του ότι ενδιαφέρεται μόνο για την επιστροφή του δαπανηθέντος κεφαλαίου, πλέον του κέρδους της, που λαμβάνει χώρα, δια του συμφωνηθέντος μισθώματος. Αντίθετα, στη μίσθωση πράγματος (ΑΚ 574 επ.), το μίσθιο προϋπάρχει στην κυριότητα του εκμισθωτή, ο οποίος το απέκτησε, το χρησιμοποιεί και το διαθέτει για την εξυπηρέτηση των συμφερόντων του.

Έτσι, η σύμβαση χρηματοδοτικής μίσθωσης αποτελεί, κατά γενική παραδοχή, μικτή σύμβαση, η οποία παράλληλα διαθέτει στοιχεία, όπως παραστατικά περιγράφει η υπ’ αρ. 486/2010 απόφαση του Εφετείου Αθηνών:

α) της σύμβασης μίσθωσης πράγματος, παραλλαγμένης, όμως, σε πολλά σημεία, από τον τύπο που καθιερώνουν οι διατάξεις των άρθρων 574 επ. ΑΚ,

β) της σύμβασης εντολής, με την οποία ο εκμισθωτής «εντέλλεται» το μισθωτή να διαπραγματευθεί με τον προμηθευτή το αντικείμενο και τους όρους της σύμβασης πώλησης, την οποία θα καταρτίσει ο εκμισθωτής με τον προμηθευτή,

γ) της σύμβασης εκχώρησης (ΑΚ 455 επ.), με την οποία η εταιρία «Leasing» εκχωρεί τις απαιτήσεις που έχει, κατά του προμηθευτή-πωλητή του εκμισθούμενου πράγματος, από τη σύμβαση πώλησης στο μισθωτή, ώστε να μπορεί αυτός, ασκώντας τις σχετικές αξιώσεις, ως δικαιούχος, να εξαναγκάζει τον προμηθευτή σε τήρηση των υποχρεώσεων του, και

δ) συμφώνου προαίρεσης, με το οποίο παρέχεται στο μισθωτή το δικαίωμα, με μονομερή δήλωση του, είτε να αγοράσει το πράγμα, με την καταβολή του συμφωνημένου τιμήματος, ακόμη και πριν από τη λήξη του χρόνου της μίσθωσης, είτε να ανανεώσει τη μίσθωση για ορισμένο χρόνο (ΕφΑΘ 6188/2006 ΔΕΕ 2007,204, ΕφΑΘ 5829/2003 ΕλλΔνη 45,913, ΕφΑΘ 3351/2001 ΔΕΕ 2001,881, ΕφΑΘ 2814/2000 ΔΕΕ 2000,1108, ΕφΑΘ 201/1999 ΕλλΔνη 40,1205, ΕφΠειρ 1133/2000 ΔΕΕ 2001,196, ΕφΠειρ 221/1998 ΕλλΔνη 39,935, ΕΕμπΔ 1998,771, Εφθεσ 2974/1998 ΕλλΔνη 40,1392, Εφθεσ 2391/1996 ΕΕμπΔ 1998,42).

Ειδικότερα, όσον αφορά το πρώτο από τα παραπάνω στοιχεία της χρηματοδοτικής μίσθωσης, δηλαδή αυτό της σύμβασης μίσθωσης πράγματος, η σύμβαση Leasing διαφέρει, από τη συνήθη μίσθωση, ως προς την ευθύνη για το πράγμα και την κατανομή των κινδύνων μεταξύ των συμβαλλομένων τόσο έντονα ώστε να γεννιούνται αμφιβολίες, για το αν μπορεί στη σύμβαση χρηματοδοτικής μίσθωσης να γίνει και λόγος για μίσθωση πράγματος.

Έτσι, ενώ, στη συνήθη μίσθωση, ο εκμισθωτής υποχρεούται, κατά τη διάρκεια της μίσθωσης, να διατηρεί το μίσθιο κατάλληλο για τη συμφωνημένη χρήση (άρθρο 575 του ΑΚ), ευθύνεται για τα πραγματικά ελαττώματα κ.λπ. του μισθίου (άρθρα 576- 578 ΑΚ) και φέρει τον κίνδυνο της τυχαίας καταστροφής ή χειροτέρευσης τούτου (άρθρα 380, 576, 585, 586 ΑΚ), στη σύμβαση της χρηματοδοτικής μίσθωσης, ο εκμισθωτής εκχωρεί μεν στο μισθωτή όλες τις αξιώσεις του κατά του προμηθευτή από τη σύμβαση πώλησης, αποκλείει όμως, οποιαδήποτε δική του ευθύνη. Εξ άλλου, τυχόν ελαττώματα του πράγματος, δεν παρέχουν στο μισθωτή δικαίωμα μείωσης ή μη καταβολής του μισθώματος, εκείνος και όχι ο εκμισθωτής υποχρεούται να διατηρεί το πράγμα, καθ` όλη τη διάρκεια της σύμβασης, κατάλληλο για τη συμφωνηθείσα χρήση του και να φέρει όλες τις δαπάνες αυτού, ο ίδιος δε φέρει και τον κίνδυνο της τυχαίας καταστροφής, απώλειας, κλοπής ή βλάβης του πράγματος. Κατά τη σύμβαση, τέτοια γεγονότα δεν απαλλάσσουν το μισθωτή από την υποχρέωση καταβολής του μισθώματος, είναι δε αυτός υποχρεωμένος, σε περίπτωση μεν βλάβης του πράγματος, να το επισκευάσει με δικές του δαπάνες και σε περίπτωση καταστροφής ή απώλειας του, να το αντικαταστήσει με άλλο ίσης αξίας, αν δεν προτιμά να πληρώσει τις υπόλοιπες, μέχρι τότε, μη λήξασες, δόσεις του μισθώματος. Κατόπιν αυτών, στη σύμβαση χρηματοδοτικής μίσθωσης, η ευθύνη του μισθωτή, ως προς το πράγμα και την κατανομή των κινδύνων, σε βάρος του ρυθμίζονται, κατά τρόπο που προσιδιάζει στη σύμβαση πώλησης και όχι στη σύμβαση μίσθωσης πράγματος. Οι κίνδυνοι, τους οποίους φέρει ο ιδιοκτήτης του πράγματος, μετατοπίζονται με τη χρηματοδοτική μίσθωση, στο μισθωτή, η νομική θέση του οποίου σχετικά με την ευθύνη για το πράγμα, ομοιάζει με την ευθύνη του αγοραστή, ο οποίος έχει αποκτήσει την κυριότητα του πράγματος.

Ο εκμισθωτής φέρει, απλά, τον κίνδυνο της χρηματοδότησης, δηλαδή τον κίνδυνο, τυχόν, αδυναμίας του μισθωτή να πληρώσει το μίσθωμα (βλ. Απ. Γεωργιάδη, Νέες μορφές συμβάσεων της σύγχρονης οικονομίας, έκδ. 1995, IV, σελ. 78-80 και ΑΠ 731/2007, ΕφΑΘ 4148/2007, ΕφΑΘ 2225/2007, Εφθεσ 2389/2006 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών «ΔΣΑ»).

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 647 παρ. 1 ΚΠολΔ σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 16 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, δικάζονται από το Μονομελές Πρωτοδικείο, διαφορές από σύμβαση μίσθωσης πράγματος ή άλλου προσοδοφόρου αντικειμένου ή από επίμορτη αγροληψία και μάλιστα, κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 648 έως 661, οι διαφορές που αναφέρονται στην παράδοση ή απόδοση της χρήσης του μισθίου, για οποιοδήποτε λόγο.

Με βάση όλα τα ανωτέρω, αλλά και κατά την κρατούσα άποψη και στη νομολογία και στη θεωρία, δεν υπάγονται στην εξαιρετική αρμοδιότητα του Μονομελούς Πρωτοδικείου και δεν εκδικάζονται με την ειδική διαδικασία των μισθωτικών διαφορών, οι διαφορές που προέρχονται από τη σύναψη χρηματοδοτικής μίσθωσης, κατά το Ν 1665/1986, μεταξύ του μισθωτή και της εκμισθώτριας, ανώνυμης εταιρίας, αφού η, εν λόγω, σύμβαση είναι μικτή σύμβαση, η οποία περιέχει συνήθως στοιχεία σύμβασης εκχώρησης και συμφώνου προαίρεσης (Βλ. σχετ. Γεωργιάδης, Η χρηματοδοτική μίσθωση Ν 1665/1986, ΝοΒ 35,1521 επ. ιδίως σελ. 1526) και συνιστά, ουσιαστικά, ένα χρηματοδοτικό μηχανισμό, ο οποίος, όπως προαναφέρθηκε, αποσκοπεί στο ν’ αποκτήσει ο μισθωτής τη χρήση κεφαλαιουχικού εξοπλισμού, μεγάλης αξίας, για το επάγγελμα ή επιχείρηση του, επιλογής του ιδίου, χωρίς να προβεί στην άμεση εκταμίευση σημαντικών κεφαλαίων για την απόκτηση αυτού, με τη βοήθεια της εκμισθώτριας, ανώνυμης εταιρίας, χρηματοδοτικών μισθώσεων (ΕφΠειρ 221/1998 ΕλλΔνη 1998,933, όπου παραπ. ΕφΑΘ 10369/1996 ΠΠρΑΘ 2587/1992 Νοmoς, βλ. και Κεραμέα-Κονδύλη-Νίκα, ΕρμΚΠολΔ, έκδ. 2000, τόμος II, υπό το άρθρο 647, σελ. 1210, Παπαποστόλου, Ζητήματα από το Ν 1665/1986 για τη χρηματοδοτική μίσθωση – Leasing, ΝοΒ 36,1563 επ. ιδίως 1566, Γεωργιάδης, ό.π. σελ. 1522, Α. Γεωργιάδη, Νέες μορφές συμβάσεων της σύγχρονης οικονομίας, 1992, σελ. 56 παρ. VI, Π. Μάζη, Η χρηματοδοτική μίσθωση leasing, 1999, σελ. 18 επ., 56 επ., 97 επ., 163 επ.. Βλ. και έμμεσα ΑΠ 731/2007, ΕφΛαρ 487/2008, Εφθεσ 2974/1998, Nomos, ΕφΑΘ 4148/2007, ΕφΑΘ 2225/2007, Εφθεσ 2389/2006 ό.π., Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών «ΔΣΑ», Βλ. και αντίθ. Β. Βάθρακοκοίλη ΕρμΚΠολΔ, τόμ. Α` σελ. 174).

Συνεπώς, κατά τη σαφή έννοια των ως άνω διατάξεων, στην εξαιρετική αρμοδιότητα του Μονομελούς Πρωτοδικείου και στην προαναφερόμενη, ειδική διαδικασία, υπάγονται μόνον οι διαφορές οι προερχόμενες, από καθαρή σύμβαση μίσθωσης και όχι εκείνες που προέρχονται από συμβάσεις παρεμφερείς, προς τη μίσθωση ή μικτές συμβάσεις (βλ. Κ. Μπέη, ΠολΔ, Ειδικές Διαδικασίες σελ. 29, ΕφΑθ 486/2010, ΕφΑθ 1189/1973 ΝοΒ 21,787). Έτσι, «μικτές συμβάσεις ή συμβάσεις παρεμφερείς με προς τη σύμβαση μισθώσεως, όπως η σύμβαση χρηματοδοτικής μισθώσεως (leasing), η οποία περιέχει στοιχεία συμβάσεως μισθώσεως, εντολής και εκχωρήσεως» (βλ. Χ. Απαλλαγάκη, ΚΠολΔ, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 3η έκδ., άρθρο 647, αρ. 3, σελ. 1416) δεν υπάγονται στην ειδική διαδικασία των μισθωτικών διαφορών, αλλά εκδικάζονται κατά τις διατάξεις της τακτικής διαδικασίας.

Θεώνη Κάδρα, Δικηγόρος LL.M.

e-mail: info@efotopoulou.gr

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ

Το email σας δεν θα δημοσιευτεί