Δικηγορικό Γραφείο Ευγενίας Α. Φωτοπούλου
Βασιλίσσης Σοφίας 6 Αθήνα 106 74
Τηλέφωνο: 210 36 24 769, 211 7 80 80 80
210 30 09 019
Email: info@efotopoulou.gr

Διακοπή χρόνου χρησικτησίας με έγερση ενοχικής αγωγής;

Κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 1049 ΑΚ «Η χρησικτησία διακόπτεται με την έγερση της διεκδικητικής αγωγής εναντίον αυτού που χρησιδεσπόζει ή αυτού που κατέχει στο όνομα εκείνου. Η διακοπή επέρχεται μόνο υπέρ του ενάγοντος. Οι διατάξεις για τη διακοπή της παραγραφής με την έγερση της αγωγής εφαρμόζονται αναλόγως».

Με την περί ης ο λόγος διάταξη ορίζεται ως διακοπτικό γεγονός της χρησικτησίας η άσκηση διεκδικητικής αγωγής, με αφετήριο σημείο την επίδοση της αγωγής. Για το αποτέλεσμα της διακοπής απαιτείται αγωγή, και συνεπώς δεν επάγεται το αποτέλεσμα αυτό η υποβολή αίτησης ασφαλιστικών μέτρων, ούτε εξώδικες ενέργειες, έγγραφες ή προφορικές[1]. Αν και η ανωτέρω διάταξη οµιλεί µόνο για διεκδικητική αγωγή, εντούτοις, όπως γίνεται δεκτό από τη θεωρία και τη νοµολογία, καταλαµβάνει και τις αγωγές µε τις οποίες φέρεται προς διάγνωση το δικαίωµα της κυριότητας, όπως η αναγνωριστική κυριότητος, διανοµής, πουβλικιανή, διεκδικητική, ανακοπή στην εκτέλεση, αγωγή διεκδίκησης εκπλειστηριασθέντος πράγµατος, ήτοι εµπράγµατες αγωγές[2], εξαιρέσει των περί νοµής αγωγών[3], παρά τον εµπράγµατο χαρακτήρα τους.

Καίτοι τα νομολογιακά παραδείγματα καταφάσεως της διακοπής του διανυθέντος χρόνου χρησικτησίας αφορούσαν μέχρι πρότινος, κατ’ αποκλειστικότητα, έγερση εμπραγμάτων αγωγών και ουδεμίας ενοχικής, δυνάμει της υπ’ αριθμ. 111/2013 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Βορείου Αιγαίου[4] έγινε δεκτό ότι η περί εικονικότητας ενοχική αγωγή του υποκρυπτόμενου αγοραστή κατά του φαινοµένου αγοραστή, προκειµένου ν’ αναγνωρισθεί η επί του ακινήτου κυριότητα του υποκρυπτόμενου πραγµατικού αγοραστή, διακόπτει τη χρησικτησία του χρησιδεσπόζοντος κατ’ άρθρο 1049 ΑΚ. Η εν λόγω απόφαση διεύρυνε, δηλαδή, την έννοια της «διεκδικητικής αγωγής» του άρθρου 1049 ΑΚ, υπολαµβάνοντας ότι στην αγωγή της εικονικότητας της πωλήσεως ως προς το πρόσωπο του αγοραστή ακινήτου «κατάγεται σε δίκη ως προδικαστικό ζήτηµα το δικαίωµα της κυριότητος»[5].

Ειδικότερα, η ανωτέρω ενδιαφέρουσα απόφαση διέλαβε τα κάτωθι: «[…] Κατά τη διάταξη του άρθρου 1049 §1 ΑΚ, η χρησικτησία διακόπτεται με την έγερση της διεκδικητικής αγωγής εναντίον αυτού, που χρησιδεσπόζει ή αυτού, που κατέχει στο όνομα εκείνου. Η διάταξη αυτή ομιλεί μόνο για έγερση της διεκδικητικής αγωγής και τούτο διότι ο Αστικός Κώδικας έχει υπόψη του το συνήθη τρόπο με τον οποίο φέρεται στο Δικαστήριο προς κρίση το υποκείμενο στη χρησικτησία εμπράγματο δικαίωμα της κυριότητας. Το νόημά της, όμως, είναι ότι η χρησικτησία διακόπτεται, όταν το μάλλον να κτηθεί βάσει αυτής δικαίωμα, δηλαδή η κυριότητα, γίνεται επίδικο. Ο νομοθέτης μνημόνευσε, μεν, την έγερση της διεκδικητικής αγωγής, ως το συνηθέστερο τρόπο με τον οποίο η κυριότητα φέρεται ενώπιον του Δικαστηρίου για κρίση, δεν συνάγεται, όμως, από πουθενά πρόθεση του αποκλείσει κάθε άλλο τρόπο δημιουργίας τέτοιας επιδικίας. Επομένως, διακοπή της χρησικτησίας επάγεται κάθε πράξη, που απευθύνεται κατά του χρησιδεσπόζοντος και φέρει το δικαίωμα της κυριότητας σε δικαστική διάγνωση, ανεξάρτητα από το δικονομικό τύπο, με τον οποίο εμφανίζεται η πράξη αυτή. Έτσι, διακοπή της χρησικτησίας επιφέρει, μεταξύ άλλων και η έγερση αναγνωριστικής αγωγής σχετικά με την κυριότητα. Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 1041, 1042, 1049 και 1050 του ΑΚ, σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 261 του ίδιου Κώδικα, στο οποίο παραπέμπει το άρθρο 1049 ΑΚ, προκύπτει ότι η άσκηση της διεκδικητικής ή άλλης αγωγής, με την οποία φέρεται προς διάγνωση η κυριότητα, εναντίον αυτού, που χρησιδεσπόζει ή αυτού, που κατέχει στο όνομα εκείνου, επιφέρει διακοπή της χρησικτησίας υπέρ του ενάγοντος και των διαδόχων του, με αποτέλεσμα ο χρόνος που πέρασε έως τη διακοπή να μην υπολογίζεται. Τούτο σημαίνει ότι ματαιούται εντελώς η χρησικτησία, καθισταμένου ανωφελούς και άχρηστου του διαδραμόντος χρόνου, νέα, δε, χρησικτησία μπορεί να αρχίσει μόνο μετά τη λήξη της διακοπής, κατά την οποία δεν υπολογίζεται ο μέχρι της διακοπής χρόνος (βλ. ΑΠ 1365/2002, ΑΠ 1548/2001, ΑΠ 428/2001, ΑΠ 1073/96, ΕφΔ 134/2009, δημ. ΤρΝΠλ Νόμος, Σ. Παπαδάτου, Διακοπή χρησικτησίας κατά τον Αστικό Κώδικα, Νέον Δίκαιον 1954, σ. 297, Γεωργιάδη – Σταθόπουλου, ΕρμΑΚ Εμπράγματο Δίκαιο, άρθρο 1049, § 1, σ. 487).

Από τις καταθέσεις των μαρτύρων των διαδίκων […].

[…] Το έτος 1987, ο ενάγων-εφεσίβλητος και ενώ, έως τότε, αναγνώριζε ότι στην πραγματικότητα τα παραπάνω ακίνητα ανήκαν στον εναγόμενο αδελφό του, δεν δεχόταν πλέον ότι είχε αγοράσει τα επίδικα ακίνητα φαινομενικά μόνο στο δικό του όνομα, αλλά στην πραγματικότητα στο όνομα του εναγομένου αδελφού του, που ήταν και ο πραγματικός αγοραστής. Για το λόγο αυτό, ο εναγόμενος – εκκαλών με την υπ` αριθ. …/21.12. 1987 δήλωσή του στη Συμβολαιογράφο Αθηνών, Γ.Μ…, ανακάλεσε το προαναφερθέν υπ` αριθ. …/10.4.1970 συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο, ενώ με την από 21.12.1987 εξώδικη δήλωσή του προς τον εναγόμενο – εφεσίβλητο, ζήτησε, μεταξύ άλλων, να του μεταβιβάσει τα ανωτέρω ακίνητα, των οποίων ήταν ο πραγματικός κύριος, εμφανιζόμενος σε ημέρα και ώρα, που του έτασσε, στη Συμβολαιογράφο Αθηνών Μ.Π…, για τη σύνταξη των σχετικών συμβολαιογραφικών πράξεων. Πλην, όμως, ο ενάγων-εφεσίβλητος δεν εμφανίσθηκε μεταστρέφοντας τη βούλησή του να νέμεται, και να κατέχει τα επίδικα ακίνητα για λογαριασμού του αδελφού του μόνο για δικό του λογαριασμό, αντιποιούμενος έτσι φανερά έκτοτε τη νομή του εναγομένου – εκκαλούντος αδελφού του. Για το λόγο αυτό ο τελευταίος, στις 25.4.1991, άσκησε την υπ’ αριθ. …/1991 αγωγή του, που επιδόθηκε στον ενάγοντα στις 15.5.1991 (βλ. σχετική επισημείωση στην αγωγή του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών, Σ.Η. ..), με την οποία ζητούσε να αναγνωρισθεί ότι οι συμβάσεις αγοράς των επιδίκων ακινήτων ήταν εικονικές, ως προς το πρόσωπο του αγοραστή και άρα, άκυρες, ισχύουσες, όμως, ως έγκυρες για τον ίδιο, ως υποκρυπτόμενο πραγματικό αγοραστή, στον οποίο ανήκουν πλέον τα εν λόγω ακίνητα, κατά πλήρη κυριότητα, νομή και κατοχή. Με την εν λόγω αγωγή είναι προφανές ότι στη σχετική δίκη, που ανοιγόταν, θα διαγιγνωσκόταν αναγνωριστικά το δικαίωμα κυριότητας, το κτηθέν με παράγωγο τρόπο (άρθρα 368, 513, 1033 ΑΚ), στο όνομα του υποκρυπτόμενου αληθινού αγοραστή (βλ. ΑΠ 964/ 2010, ΑΠ 1191/2003, δημΤρΝΠλΝόμος). Με την υπ` αριθ. …/2000 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που επικυρώθηκε από την υπ` αριθ. …/2003 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, που απέρριψε την έφεση, που ασκήθηκε κατ` αυτής και στη συνέχεια, με την υπ` αριθ. 1.659/2006 απόφαση του Αρείου Πάγου, η οποία απέρριψε την αναίρεση, που ασκήθηκε κατά της ως άνω απόφασης του Εφετείου Αθηνών, αναγνωρίσθηκε αμετάκλητα η εικονικότητα των άνω πωλήσεων και ότι αληθινός αγοραστής και, άρα, κύριος των ακινήτων αυτών είναι ο εναγόμενος – εκκαλών. Πλην, όμως, η αρξαμένη το έτος 1987 εικοσαετής χρησικτησία του ενάγοντος – εφεσίβλητου επί των επιδίκων ακινήτων, διακόπηκε το έτος 1991 με την άσκηση εκ μέρους του εναγομένου – εκκαλούντος εναντίον του χρησιδεσπόζοντος ενάγοντος – εφεσίβλητου της παραπάνω αγωγής, αφού στην περίπτωση της αγωγής αυτής κατάγεται σε δίκη, ως προδικαστικό ζήτημα, το δικαίωμα της κυριότητας και, σύμφωνα με τις παραδοχές της μείζονας σκέψης, έκτοτε μέχρι την άσκηση της κρινόμενης αγωγής το έτος 2008, δεν συμπληρώθηκε 20ετία και ο ενάγων – εφεσίβλητος δεν έγινε κύριος των επιδίκων ακινήτων με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας. Συνακόλουθα, η κρινόμενη αγωγή, κατά παραδοχή της ένστασης, που πρότεινε τόσο πρωτοδίκως ο εναγόμενος – εκκαλών, όσο και κατ` έφεση, με τον πρώτο λόγο της ένδικης έφεσής του, ισχυρισμός ο οποίος, άλλωστε, και προαποδεικνύεται από τα επικαλούμενα και προσκομιζόμενα έγγραφα (άρθρα 269 και 527 ΚΠολΔ, βλ. ΕφΔ 134/2000 δημΤρ ΝΠλΝόμος), είναι ουσιαστικά αβάσιμη και πρέπει ν` απορριφθεί. Στο σημείο αυτό πρέπει να σημειωθεί ότι για τους ίδιους λόγους, απορριπτέα θα ήταν η αγωγή, ακόμη και εάν γινόταν δεκτό ότι ο ενάγων – εφεσίβλητος, χρησιδέσποζε στα επίδικα ακίνητα από την αγορά τους, το έτος 1973, αφού έως το έτος 1991, που διεκόπη η χρησικτησία με την άσκηση της προαναφερόμενης αγωγής, δεν συμπλήρωσε διάστημα εικοσαετίας. Επομένως, έσφαλε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που δέχθηκε την αγωγή, ως κατ’ ουσίαν βάσιμη».

 

Εμμανουέλα Μανωλιδάκη, δικηγόρος

info@efotopoulou.gr

[1] Βλ. Β. Α. Βαθρακοκοίλη, ΕρΝομΑΚ, Ερμηνεία-Νομολογία Αστικού Κώδικα (Κατ’ άρθρο), Τόμος Δ΄, Ημίτομος Α΄, Εμπράγματο Δίκαιο, Άρθρα 947-1141, Αθήνα 2007, σελ. 535 επ. (υπό άρθρο 1049).

[2] Βλ. ΑΠ 1750/2012, ΑΠ 573/2012, ΑΠ 1365/2002, ΑΠ 428/2001, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ.

[3] Βλ. ΑΠ 1548/ 2001, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ.

[4] Βλ. ΤρΕφΒορΑιγ 111/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, καθώς και ΝοΒ 2014, σελ. 2304 επ. με παρατηρήσεις Εμμ. Γιαννακάκη.

[5] Βλ. όμως τις παρατηρήσεις του Εμμ. Γιαννακάκη, όπ.π., ο οποίος δε συντάσσεται με την εξεταζόμενη απόφαση, επισημαίνοντας ότι επί αγωγής περί εικονικότητας της πωλήσεως ως προς το πρόσωπο του αγοραστή ακινήτου δεν άγεται σε δίκη και κρίση το δικαίωµα κυριότητος του ενάγοντος, ούτε κυρίως, ούτε παρεµπιπτόντως, αλλά η (ενοχική) σύμβαση της πωλήσεως και τα υποκείμενά της. «Ο ενάγων δύναται, µετά την παραδοχή της περί εικονικότητος αγωγής του, να ζητήσει µε αυτοτελή (αναγνωριστική) αγωγή την αναγνώριση της κυριότητός του επί του εν λόγω ακινήτου (ΑΠ 770/2012, Εφ∆ 177/2009), η οποία, ως εµπράγµατη, κατά τ΄ ανωτέρω διακόπτει την κτητική παραγραφή. ∆ύναται επίσης, κατά την γνώµη µας, ο ενάγων, προκειµένου να διακόψει την κτητική παραγραφή, να σωρεύσει στην περί εικονικότητος αγωγή του και αίτηµα αναγνωρίσεως της κυριότητός του επί του ακινήτου, που αφορά αύτη. Χωρίς τοιαύτη σώρευση µε αντίστοιχο αίτηµα δεν επέρχεται διακοπή της ανωτέρω παραγραφής».

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ

Το email σας δεν θα δημοσιευτεί