Διακοπή της δίκης με βάση τα άρθ. 286 επόμ. ΚΠολΔ – Έφεση κατά κληρονόμων
Από τις διατάξεις των άρθρων 62, 73, 286 περ. α΄, 287, 291, 292 και 313 ΚΠολΔ, που εφαρμόζονται, κατά το άρθ. 524 παρ. 1 ίδιου Κώδικα και στην κατ’ έφεση δίκη, προκύπτει ότι η δίκη διακόπτεται, αν μετά την άσκηση της έφεσης και μέχρι να τελειώσει η προφορική συζήτηση, μετά την οποία εκδίδεται η οριστική απόφαση του Εφετείου, πεθάνει κάποιος διάδικος.
Αν, όμως, ο διάδικος αποβιώσει μετά το πέρας της προφορικής συζήτησης, μετά την οποία εκδίδεται η οριστική απόφαση ή, πολύ περισσότερο, μετά την έκδοση της τελευταίας, όταν, δηλαδή, δεν υφίσταται πλέον εκκρεμής δικαστικός αγώνας, δεν υπάρχει στάδιο εφαρμογής των διατάξεων περί διακοπής της δίκης[1].
Περαιτέρω, η διακοπή επέρχεται από τη γνωστοποίηση στον αντίδικο του λόγου της διακοπής, με επίδοση δικογράφου ή με προφορική δήλωση στο ακροατήριο ή εκτός του ακροατηρίου κατά την επιχείρηση διαδικαστικής πράξεως. Η γνωστοποίηση γίνεται από εκείνον που έχει δικαίωμα να επαναλάβει τη δίκη ή και από εκείνον που, μέχρι τη στιγμή του θανάτου του διαδίκου, ήταν πληρεξούσιός του.
Ως διάδικος υπέρ του οποίου επήλθε η διακοπή της δίκης στην περίπτωση θανάτου του αρχικού διαδίκου, νοείται ο καθολικός του διάδοχος (κληρονόμος του), ο οποίος, όμως, δεν μπορεί να κληθεί για επανάληψη της δίκης που έχει διακοπεί πριν περάσει η τετράμηνη προθεσμία της αποποίησης ή πριν χάσει με οποιονδήποτε άλλο τρόπο το δικαίωμα της αποποίησης[2].
Η επανάληψη μπορεί να γίνει εκουσίως από τους κληρονόμους του θανόντος, με δήλωσή τους στο ακροατήριο κατά την εκφώνηση της υπόθεσης για συζήτηση, ακόμη και ταυτόχρονα με τη δήλωση διακοπής, εφόσον παρίσταται ο αντίδικος, αλλά και με την επίδοση ιδιαίτερου δικογράφου ή και με εξώδικη δήλωση, ακόμη και σιωπηρά με την κοινοποίηση κλήσης για συζήτηση της υπόθεσης. Συνεπώς, ο αντίδικος εκείνου του διαδίκου που πέθανε δεν νομιμοποιείται να προβεί στη γνωστοποίηση του θανάτου του, ούτε η τυχόν τέτοια δήλωσή του επιφέρει τη βίαιη διακοπή της δίκης, ο σχετικός, δε, ισχυρισμός του απορρίπτεται ως αλυσιτελής, γατί προβάλλεται χωρίς έννομο συμφέρον. Ο ίδιος, όμως, διάδικος, δηλαδή, ο αντίδικος εκείνου υπέρ του οποίου επήλθε η διακοπή της δίκης και ο ομόδικός του, μπορούν να προκαλέσουν την επανάληψη της δίκης που έχει διακοπεί, προσκαλώντας τον τελευταίο για το σκοπό αυτό με κοινοποίηση δικογράφου, ενώ μπορούν να του γνωστοποιήσουν την πρόσκληση και πριν από τη γνωστοποίηση του γεγονότος που προκάλεσε τη διακοπή (θανάτου), θεωρώντας ότι αυτή επήλθε, οπότε, στην τελευταία αυτή περίπτωση, η δίκη επαναλαμβάνεται αυτοδικαίως τριάντα (30) ημέρες μετά την κοινοποίηση της πρόσκλησης[3].
Εξάλλου, κατά το άρθ. 517 εδάφ. α΄ ΚΠολΔ, η έφεση απευθύνεται κατά εκείνων που ήταν διάδικοι στη δίκη στην οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση και, σε περίπτωση θανάτου κάποιου από αυτούς, κατά των καθολικών διαδόχων ή των κληροδόχων του, με την προϋπόθεση, όμως, ότι ο εκκαλών, πριν από την άσκηση της έφεσης, είχε λάβει, με οποιονδήποτε τρόπο, γνώση του θανάτου του. Διαφορετικά, η έφεση που απευθύνεται κατά του αποβιώσαντος, χωρίς, δηλαδή, ο εκκαλών να γνωρίζει το θάνατό του, δεν είναι άκυρη και χωρεί νόμιμα η συζήτησή της με τους καθολικούς διαδόχους (κληρονόμους) του θανόντος, οι οποίοι καλούνται ή εμφανίζονται κατά τη συζήτηση με την ιδιότητα αυτή και προβάλλουν υπεράσπιση για την ουσία της υπόθεσης.
Αν, όμως, ο θάνατος του διαδίκου είχε γνωστοποιηθεί στον εκκαλούντα πριν από την άσκηση της έφεσης με οποιονδήποτε τρόπο και, παρόλα αυτά, η έφεση ασκήθηκε κατά του θανόντος, τότε είναι άκυρη, αφού στρέφεται κατά ανύπαρκτου, σύμφωνα με το άρθ. 35 ΑΚ, προσώπου[4]. Άκυρη, επίσης, είναι η έφεση, όταν ασκείται κατά των κληρονόμων του διαδίκου, παρόλο που ο τελευταίος, κατά το χρόνο άσκησής της, αλλά και κατά το χρόνο εκδίκασής της, βρίσκεται στη ζωή, αφού στρέφεται τότε κατά προσώπου που δεν ήταν αντίδικος του εκκαλούντος στη δίκη κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση.
Η ακυρότητα για τις παραπάνω αιτίες, επειδή ανάγεται στην έλλειψη της διαδικαστικής προϋπόθεσης της ικανότητας να είναι κάποιος διάδικος (άρθ. 62 ΚΠοΛΔ), εξετάζεται αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο (άρθ. 73, 517, 524 ΚΠοΛΔ), εφόσον από τα στοιχεία που προσκομίζονται από τους διαδίκους προκύπτουν οι σχετικές προϋποθέσεις, ήτοι να προηγήθηκε της άσκησης της έφεσης ο θάνατος του εφεσίβλητου και ο εκκαλών, κατά την άσκηση της έφεσης, να γνώριζε το γεγονός τούτο, ενώ, προκειμένου να ασκηθεί έγκυρα η έφεση κατά του αντιδίκου του εκκαλούντος, δεν απαιτείται να γνωρίζει ο εκκαλών ότι ο αντίδικός του αυτός βρίσκεται, κατά την άσκηση της έφεσης, στη ζωή, αφού, αντίθετα, ο νόμος απαιτεί τη γνώση του θανάτου του, ως προϋπόθεση ακυρότητας της έφεσης, όταν αυτή ασκείται, παρά το θάνατό του, εναντίον του[5].
Αγγελική Πολυδώρου, δικηγόρος
info@efotopoulou.gr
[1] βλ.ΟλΑΠ 31/2009, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ.
[2] βλ. ΑΠ 1029/2020, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ.
[3] βλ. ΑΠ 1029/2020, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ.
[4] βλ. ΑΠ 1282/2009.
[5] βλ. ΑΠ 715/2020, ΑΠ 584/2019, ΑΠ 6/2019 – ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ.