Δικηγορικό Γραφείο Ευγενίας Α. Φωτοπούλου
Βασιλίσσης Σοφίας 6 Αθήνα 106 74
Τηλέφωνο: 210 36 24 769, 211 7 80 80 80
210 30 09 019
Email: info@efotopoulou.gr

Δικαστική διανομή κοινού πράγματος – Προϋποθέσεις της αυτούσιας διανομής – Η αξία των σχηματιζόμενων μερών είναι ένας από τους βασικούς παράγοντες που καθορίζουν τη δυνατότητα ή μη της αυτούσιας διανομής

Με τις διατάξεις των άρθ. 795 επόμ. ΑΚ, ορίζεται ο τρόπος με τον οποίον καταλύεται η σχέση της κοινωνίας, ο οποίος είναι η διανομή. Με την έννοια της διανομής, εκφράζεται η ανατροπή της ένταξης του δικαιώματος κατ’ ιδανικά μέρη, ήτοι η ανατροπή της ένταξης του δικαιώματος στις περιουσίες περισσότερων προσώπων (κοινωνοί), και κατά συνέπεια η κατάλυση της έννομης σχέσης της κοινωνίας. Η λύση της κοινωνίας δεν ταυτίζεται με τη διανομή, αλλά διαφοροποιείται από την τελευταία, ως ο λόγος διαφοροποιείται της συνέπειας. Η διανομή προς λύση της κοινωνίας έχει ως προϋπόθεση τη λύση της κοινωνίας είτε με σύμβαση όλων των κοινωνών, είτε σε περίπτωση διαφωνίας αυτών, με δικαστική απόφαση. Έτσι, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 795, 798, 799, 800 και 801 ΑΚ, 480, 480Α΄, 481 και 484 § 1 ΚΠολΔ, οι οποίες εφαρμόζονται και στη συγκυριότητα (άρθ. 1113 ΑΚ), προκύπτει ότι αν δεν συμφωνούν όλοι οι κοινωνοί για τη λύση της κοινωνίας με διανομή, κάθε κοινωνός μπορεί να ζητήσει τη δικαστική διανομή, κατά τις διατάξεις του ΚΠολΔ. Προϋπόθεση, δηλαδή, του δικαιώματος κάθε κοινωνού για να ζητήσει τη λύση της κοινωνίας είναι κατά τη σαφή λεκτική διατύπωση της διάταξης του άρθ. 799 ΑΚ, η έλλειψη συμφωνίας των κοινωνών για εξώδικη λύση ή ακόμη για τον τρόπο της διανομής.

Ως εκ τούτου, προϋποθέσεις για την άσκηση της αγωγής για τη δικαστική διανομή είναι: α) η ύπαρξη κοινωνίας δικαιώματος κατά το ουσιαστικό δίκαιο και β) η μη επίτευξη συμφωνίας μεταξύ των κοινωνών για εξώδικη διανομή.

Έτι περαιτέρω, αίτημα της αγωγής διανομής κοινού πράγματος αποτελεί η λύση της κοινωνίας. Ο τρόπος της λύσης, δηλαδή αν αυτή θα γίνει με αυτούσια διανομή ή με πώληση με πλειστηριασμό, δεν περιλαμβάνεται στο αίτημα της αγωγής αλλά ανήκει στις εξουσίες του αρμόδιου Δικαστηρίου, το οποίο δεν δεσμεύεται από το σχετικό αίτημα των διαδίκων.

Προσήκει, ωστόσο, να τονισθεί ότι για να διατάξει το Δικαστήριο την αυτούσια διανομή θα πρέπει να είναι δυνατή (εφικτή) και συμφέρουσα η φυσική διαίρεση του διανεμητέου σε μέρη ανάλογα με τις μερίδες των κοινωνών, δίχως να μειώνεται η αξία του(ίδετε άρθρ. 480 παρ. 1 και παρ. 2 εξ αντιδιαστολής, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του δυνάμει του άρθ. 10 του Ν. 1562/1985). Το εφικτό ή μη της αυτούσιας διανομής κρίνεται με βάση τόσο νομικά όσο και πραγματικά κριτήρια. Νομικά ανέφικτη είναι η αυτούσια διανομή, όταν η κατάτμηση του πράγματος απαγορεύεται από το νόμο ή δεν πληρούνται οι συγκεκριμένοι όροι που αυτός θέτει. Ειδικότερα, αναφορικά με το επιτρεπτό ή μη της αυτούσιας διανομής ορόφου ή διαμερίσματος, όταν αυτό διέπεται από καθεστώς οριζόντιας ιδιοκτησίας, επικρατεί διχογνωμία.Μερίδα της θεωρίας υποστηρίζει ότι οι ήδη συνεστημένες οροφοκτησίες δεν μπορούν να μεταβληθούν ή να καταργηθούν μονομερώς, δηλαδή παρά τη θέληση των λοιπών οροφοκτητών, επομένως για την περαιτέρω διαίρεση διαμερίσματος ορόφου και τη δημιουργία νέων αυτοτελών οριζόντιων ιδιοκτησιών είναι απαραίτητη η σύμπραξη των λοιπών οροφοκτητών. Σύμφωνα με την άποψη αυτή, εφόσον δεν επιτρέπεται η μονομερής μεταβολή της υπάρχουσας οριζόντιας ιδιοκτησίας, δεν είναι ωσαύτως δυνατή η διαίρεσή της με τη σύσταση περαιτέρω οριζόντιων ιδιοκτησιών στο πλαίσιο της δίκης διανομής, ενώ και το ίδιο το άρθ. 480Α ΚΠολΔ θέτει ως προϋπόθεση ακίνητο, στο οποίο δεν έχει συσταθεί οριζόντια ιδιοκτησία, κάνει, δε, λόγο για σύσταση και όχι για περαιτέρω διαίρεση των ήδη συνεστημένων οριζοντίων ιδιοκτησιών. Σύμφωνα, ωστόσο, με άλλη άποψη, εφόσον ο ιδιοκτήτης συγκεκριμένης χωριστής ιδιοκτησίας μπορεί να διαθέτει ελεύθερα και χωρίς τη συναίνεση των λοιπών ιδιοκτητών την ιδιοκτησία του, είναι δυνατή και η περαιτέρω διαίρεσή της με (συμβολαιογραφική και μεταγραπτέα) μονομερή δήλωσή του. Ως εκ τούτου, η άποψη αυτή δέχεται ότι επιτρέπεται η αυτούσια διανομή ορόφου ή διαμερίσματος – ως αυτοτελούς ακινήτου συνεστημένηςήδη ιδιοκτησίας – με δικαστική απόφαση, εφόσον είναι εφικτή η αυτούσια διαίρεση αυτού και επιπλέον α) δεν υπάρχει αντίθετη συμφωνία μεταξύ των συγκυρίων και των άλλων οροφοκτητών, β) δεν απαγορεύεται από τον Κανονισμό της οριζόντιας ιδιοκτησίας η περαιτέρω διαίρεση ορόφων ή διαμερισμάτων και γ) δε βλάπτεται η χρήση των λοιπών συνιδιοκτητών ούτε μειώνεται η ασφάλεια αυτών ή του οικοδομήματος. Στην περίπτωση, δε, αυτή, η αγωγή διανομής αρκεί να στρέφεται κατά των συγκυρίων του ενάγοντος και όχι κατά των λοιπών οροφοκτητών, η σύμπραξη των οποίων δεν απαιτείται ούτε, άλλωστε, καθιερώνεται από το νόμο υποχρέωση προσεπίκλησής τους στη δίκη.    

Εφόσον, δε, η αυτούσια διανομή κριθεί νομικά επιτρεπτή, το Δικαστήριο εξετάζει στη συνέχεια το εφικτό αυτής, λαμβάνοντας υπ’ όψιν δύο παραμέτρους, οι οποίες ανάγονται αφενός μεν στη φύση και στη μορφή του διανεμητέου πράγματος, αφετέρου, δε, στις οικονομικές συνέπειες της διαίρεσης. Επί το ειδικότερον, εξετάζεται η δυνατότητα φυσικής διαίρεσης του επίκοινου σε περισσότερα μέρη, ανάλογα προς τις ίσες ή και άνισες μερίδες των κοινωνών, δυνατότητα η οποία κρίνεται με κριτήρια αντικειμενικά, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, λαμβανομένων υπόψη ιδίως των μερίδων των κοινωνών καθώς και της φυσιογνωμίας του επικοίνου (λ.χ. είδος, διαστάσεις, σχήμα, εμβαδόν, γενικότερος προσδιορισμός του στις συναλλαγές).

Εν συνεχεία, δε, κι εφόσον διαπιστωθεί η δυνατότητα φυσικής διαίρεσης του επικοίνου, ακολουθεί η έρευνα του σύμφορου ή του ασύμφορου αυτής. Παρά το γεγονός ότι ο όρος του ασύμφορου χρησιμοποιείται από το νόμο για να προσδιορισθεί το μέτρο βάσει του οποίου θα γίνει η διανομή περισσότερων, μη ομοειδών πραγμάτων, η αναζήτηση αντίστοιχου κριτηρίου κρίνεται αναγκαία και στη διανομή ενός πράγματος. Πράγματι, η έννοια του ασύμφορου του άρθ. 480 παρ. 2 ΚΠολΔ, συμπίπτει κατά μεγάλο μέρος με τη «μείωση της αξίας» του κοινού αντικειμένου κατ’ άρθ. 480 παρ. 1 ΚΠολΔ, προσδιορίζεται, δηλαδή, με κριτήρια οικονομικά. Κάθε κοινωνός δέον όπως λάβει πράγματα, όχι μόνο αριθμητικά ή ποσοτικά ανάλογα προς τη μερίδα του, αλλά και τέτοια ώστε η αξία τους να είναι ανάλογη προς τη μερίδα του αυτή. Για τη διαπίστωση, δε, αν με τη διαίρεση μειώνεται η αξία του επικοίνου, καθίσταται αναγκαία η εκτίμηση δύο παραγόντων: α) η εκτίμηση της αξίας του κάθε επιμέρους τμήματος που θα σχηματισθεί από τη φυσική διαίρεση και β) η σύγκριση της συνολικής αξίας των τμημάτων αυτών προς τη συνολική αξία του διανεμητέου. Αυτούσια διανομή είναι αδύνατη, αν το άθροισμα της αξίας των μερών που θα σχηματισθούν υπολείπεται της αξίας του πράγματος πριν από τη διαίρεσή του, άλλοις λόγοιςαν με τη διαίρεση επέρχεται μείωση της αξίας του διανεμηθέντος.

Πιο συγκεκριμένα και αναφορικά με τα διανεμόμενα ακίνητα (αστικά ή αγροτικά), ο νομοθέτης, αποβλέποντας στη διατήρηση της οικονομικής αξίας τους, ως σημαντικών αγαθών που αφορούν όχι μόνο στο ιδιωτικό αλλά και στο γενικότερο συμφέρον, υποδεικνύει στο Δικαστήριο την αποφυγή της κατάτμησής τους κατά το σχηματισμό των μερών. Η εν λόγω υπόδειξη, η οποία οριοθετεί τις ευρείες δικαιοπλαστικές εξουσίες του Δικαστηρίου της διανομής, εισάγεται κατά πρώτο λόγο ως γενική κατευθυντήρια γραμμή στο άρθ. 482 παρ. 1 ΚΠολΔ. Η αυτούσια διανομή αποβλέπει, βέβαια, στην εξυπηρέτηση των συμφερόντων όλων των κοινωνών, έναντι των οποίων επιδιώκεται να μην είναι ασύμφορη, το συμφέρον αυτό όμως τίθεται σε δεύτερη θέση, όταν με την κατανομή τα σχηματιζόμενα μέρη καθίστανται τελικώς άχρηστα στο κοινωνικό σύνολο ως οικονομικές μονάδες ή η αξία τους μειώνεται σε τέτοιο βαθμό, ώστε το σύνολο των μερών να υστερεί της αξίας του πράγματος ως ενιαίου (άρθ. 482 παρ. 1 ΚΠολΔ). Αυτό συμβαίνει λ.χ.όταν ένα ακίνητο, το οποίο ανήκει κατά συγκυριότητα στους Α, Β και Γ κατά ποσοστό 1/3 εξ αδιαιρέτου, χωρίζεται μεν σε τρία (3) μέρη, το ένα όμως από αυτά είναι κατ’ ανάγκη γωνιακό και συνεπώς έχει μεγαλύτερη επιφάνεια, λόγω των διαστάσεων που οφείλουν να έχουν οι προσόψεις του στους δύο δρόμους, ενώ τα άλλα δύο μέρη έχουν πρόσοψη μόνο στον ένα δρόμο και είναι μικρότερα. Στην περίπτωση αυτή, μόνος τρόπος διανομής είναι ο πλειστηριασμός, λύση που εξυπηρετεί την εθνική οικονομία, διότι με τον τρόπο αυτό το πράγμα διατηρείται ως οικονομική μονάδα.Τονιστέον, δε ότι κατά το άρθρο 481 αριθ. 1 ΚΠολΔ το Δικαστήριο δεν είναι υποχρεωμένο να διατάξει απόδειξη, αν κρίνει ότι η αυτούσια διανομή είναι προδήλως αδύνατη ή ασύμφορη.

Υπό το φως των ανωτέρω σκέψεων, το Εφετείο Αθηνών, δυνάμει της υπ’ αριθμ. 298/1990 απόφασής του (ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), έκρινε ως προδήλως αδύνατη και ασύμφορη την αυτούσια διανομή διαμερίσματος πολυώροφης οικοδομής, διότι ο εν λόγω τρόπος διανομής οδηγούσε σε σημαντική μείωση της αξίας του διαμερίσματος, στοιχείο αντίθετο προς το συμφέρον του εκεί ενάγοντος. Όπως ειδικότερα διαλαμβάνεται στο σκεπτικό της ανωτέρω αποφάσεως:«Το  διανεμητέο  ακίνητο  είναι   διαμέρισμα πολυορόφου οικοδομής.  Αποτελεί  αυτοτελή  χωριστή  ιδιοκτησία.  Έχει εμβαδό 76, 80 μ2 και αποτελείται από τρία (3) κύρια  δωμάτια,  κουζίνα και λοιπούς βοηθητικούς χώρους. Οι διάδικοι είναι συγκύριοι αυτού κατά το 1/2 εξ αδιαιρέτου ο καθένας […] Ενόψει  όλων  αυτών  και  το δικαστήριο τούτο κρίνει ότι η αυτούσια διανομή του επίδικου κοινού διαμερίσματος με  τη διαίρεση  αυτού  σε  δωμάτια ή μικρότερα διαμερίσματα είναι προδήλως δύνατη και ασύμφορη, διότι συνεπάγεται σημαντική μείωση της αξίας και αντιβαίνει στο συμφέρον του ενάγοντος. Η  εκκαλουμένη,  επομένως,  που έκρινεν  προδήλως ανέφικτη και ασύμφορη την αυτούσια διανομή, δίχως να διατάξει γι` αυτό αποδείξεις και διέταξε των πώληση με πλειστηριασμότου επίδικου  διαμερίσματος, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις παραπάνω διατάξεις και εκτίμησε τις αποδείξεις και ο αντίθετος  δεύτερος  λόγος της έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος».

Ομοίως και η υπ’ αριθμ. 10087/2002 απόφαση του ιδίου ως άνω Δικαστηρίου (ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), έκρινε ότι η αξία των σχηματιζόμενων μερών είναι ένας από τους βασικούς παράγοντες που καθορίζουν τη δυνατότητα ή μη της αυτούσιας διανομής, πιο συγκεκριμένα, δε, ότι απαιτείται για να είναι δυνατή η δια της αυτούσιας διανομής διαίρεση του διανεμητέου, να μην επέρχεται μείωση της αξίας αυτού. Ειδικότερα, δυνάμει της προρρηθείσης αποφάσεως κρίθηκε ότι: «Επομένως, η αξία των μεριδίων (και δη η ίση), είναι ένας από τους βασικούς παράγοντες που καθορίζουν την δυνατότητα ή μη της αυτούσιας διανομής (βλ. σχετ. ΑΠ 765/93 ΕλΔ 36. 147, ΕφΑθ 6350/91 ΕλΔ 33. 590). Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 480 § 1 ΚΠολΔ για να διαταχθεί η αυτούσια διανομή των επικοίνων, πρέπει, μεταξύ άλλων, να είναι δυνατή η διαίρεση του διανεμητέου σε μέρη ανάλογα με τις μερίδες των κοινωνιών, χωρίς να μειώνεται η αξία του. Αν η πιο πάνω διαίρεση είναι ανέφικτη, δηλ. αν το κοινό αντικείμενο δεν μπορεί να διαιρεθεί με βάση τον προορισμό, που έχει από την φύση του, κατά τις αντιλήψεις, που επικρατούν στις συναλλαγές, δεν διατάσσεται η αυτούσια διανομή του. […]  Εξάλλου αν η διανομή με τους παραπάνω τρόπους είναι ανέφικτη ή ασύμφορη, το Δικαστήριο διατάζει την πώληση του διανεμητέου επικοίνου με πλειστηριασμό και δεν είναι υποχρεωμένο να διατάξει απόδειξη, αν κρίνει, ότι η αυτούσια διανομή είναι προδήλως αδύνατη, ή ασύμφορη, λαμβάνοντας υπόψη τους εκτός από τις μερίδες των κοινωνών, το είδος, τις διαστάσεις, καθώς και το εμβαδόν του διανεμητέου (ΑΠ 934/76 NoΒ 25. 194, ΕΑ 10390/89 ΕλΔ 33.576)».

Εκ των ανωτέρω, καθίσταται σαφές ότι, ενώ καταρχήν ενδέχεται να είναι δυνατή η φυσική διαίρεση του κοινού πράγματος, εν τέλει δεν διατάσσεται αυτούσια διανομή, αν με τη διαίρεση επέρχεται μείωση (ή και εκμηδένιση) της αξίας των σχηματιζόμενων μερών, το άθροισμα της οποίας εμφανίζεται ως ουσιωδώς κατώτερο της αξίας του όλου.    

Αγγελική Πολυδώρου, δικηγόρος

email: info@efotopoulou.gr

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ

Το email σας δεν θα δημοσιευτεί