Δικηγορικό Γραφείο Ευγενίας Α. Φωτοπούλου
Βασιλίσσης Σοφίας 6 Αθήνα 106 74
Τηλέφωνο: 210 36 24 769, 211 7 80 80 80
210 30 09 019
Email: info@efotopoulou.gr

Εκπρόθεσμη έφεση. Δικαιολογείται η εκπρόθεσμη άσκηση αυτής λόγω ανωτέρας βίας;

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 518 παρ 1, 151, 152 παρ.1, 153, 155, 156, 158 ΚΠολΔ, προκύπτει, ότι η παρέλευση άπρακτης της γνήσιας προθεσμίας ασκήσεως του ένδικου μέσου της εφέσεως, η οποία είναι τριάντα ημέρες, από την επίδοση της οριστικής πρωτόδικης απόφασης, αν ο εκκαλών διαμένει στην Ελλάδα και εξήντα ημέρες, αν διαμένει στο εξωτερικό ή είναι άγνωστης διαμονής, συνεπάγεται έκπτωση από το δικαίωμα άσκησης αυτής, η οποία τυχόν ασκουμένη, απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Ωστόσο, ο διάδικος, ο οποίος δεν μπόρεσε να ασκήσει εμπροθέσμως έφεση, δύναται, αν η εκπρόθεσμη άσκηση αυτής οφείλεται σε ανώτερη βία ή σε δόλο του αντιδίκου του, να ζητήσει την επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση, με την έννοια της προσδόσεως με δικαστική απόφαση, στην εκπρόθεσμη άσκηση του ενδίκου τούτου μέσου, της έννομης ενέργειας, που θα είχε σε περίπτωση εμπρόθεσμης άσκησης του. Η αίτηση επαναφοράς, που αποτελεί έκτακτο ένδικο βοήθημα, με το οποίο παρέχεται προστασία για την απώλεια γνήσιας δικονομικής προθεσμίας, απευθυνόμενη στο κατά νόμο αρμόδιο δικαστήριο, ασκείται είτε με το δικόγραφο της έφεσης, είτε με τις προτάσεις, είτε με αυτοτελές δικόγραφο, που κατατίθεται στη γραμματεία του δικαστηρίου και επιδίδεται στον αντίδικο, στο υποχρεωτικό δε περιεχόμενο της αιτήσεως αυτής ανήκει η αναφορά των λόγων, για τους οποίους δεν ήταν δυνατό να τηρηθεί η ως άνω προθεσμία, του χρόνου άρσης του εμποδίου που συνιστούσε την ανώτερη βία ή της γνώσης του δόλου του αντιδίκου, καθώς και των αποδεικτικών μέσων για την εξακρίβωση της αληθείας τους, ώστε να μπορέσει το δικαστήριο, χωρίς την έκδοση παρεμπίπτουσας περί αποδείξεως αποφάσεως, να σχηματίσει σχετική δικανική πεποίθηση (ΑΠ 350/2017, ΑΠ 204/2014, ΑΠ 980/2008, ΑΠ 462/2002).

Η ανυπαίτια άγνοια του διαδίκου για τη γενομένη προς αυτόν έγκυρη επίδοση της υποκείμενης σε έφεση αποφάσεως, δεν συνιστά καθ` εαυτήν περιστατικό ανωτέρας βίας, παρακωλυτικό της εκ μέρους του τηρήσεως προθεσμίας (79/2009 Εφ Θες/κης).

Κατά τη ρύθμιση του άρθρου 152 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ. η ανώτερη βία ως λόγος επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση διαχωρίζεται από το πταίσμα του δικαστικού πληρεξουσίου ή του νομίμου αντιπροσώπου που θεωρείται κατά την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου ότι δε συνιστά λόγο επαναφοράς. Κατά την εξειδίκευση της αόριστης νομικής έννοιας της ανώτερης βίας στο χώρο του δικονομικού δικαίου και συγκεκριμένα στην προκείμενη περίπτωση της ανωτέρω διατάξεως του άρθρου 152 παρ. 1 πρέπει να γίνει δεκτόν ότι η ανώτερη βία εκλαμβάνεται όπως στο ουσιαστικό δίκαιο. Δηλονότι στην έννοια της ανώτερης βίας περιλαμβάνεται οποιοδήποτε γεγονός, εντελώς εξαιρετικής φύσεως, το οποίο δεν αναμενόταν, ούτε ήταν δυνατόν να αποτραπεί από το διάδικο που δεν μπόρεσε να ασκήσει εμπρόθεσμα έφεση ακόμη και με συνετή και άκρως επιμελή ενέργεια (Ολομ. ΑΠ. 29/1992, ΑΠ.1686/1997). Η ανωτέρω νομολογιακή εξειδίκευση της αόριστης νομικής έννοιας της ανώτερης βίας στο χώρο του δικονομικού δικαίου, το οποίο δεν επιδιώκει να εξισορροπήσει τα ιδιωτικά συμφέροντα των διαδίκων αλλά τα δημόσια συμφέροντα της απονομής ουσιαστικής δικαιοσύνης αφενός και της ασφάλειας και βεβαιότητας της διαδικασίας αφετέρου, εναρμονίζεται και με τη θεμελιακή αρχή της δίκαιης δίκης (άρθρο 6 παρ. 1 Ευρ.ΣΔΑ), η οποία δεν επιτρέπει την έκπτωση του διαδίκου από την άσκηση δικονομικής ευχέρειας, αν δεν βαρύνεται με υπαιτιότητα (908/2006 ΑΠ).

Λένα Πολύζου

Δικηγόρος

Email: info@efotopoulou.gr

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ

Το email σας δεν θα δημοσιευτεί