Αίτηση ασφαλιστικών μέτρων για μείωση ενοικίου λόγω οικονομικής κρίσης – το ζήτημα της νομιμότητας του αιτήματος για παράλειψη έκδοσης διαταγής απόδοσης μισθίου και διεκδίκησης των οφειλόμενων μισθωμάτων
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 682 επ. ΚΠολΔ συνάγεται ότι τα ασφαλιστικά μέτρα αποτελούν παρεπόμενο της εκκρεμούς ή μέλλουσας να ανοίγει διαγνωστικής δίκης ως προς το επικαλούμενο ουσιαστικό δικαίωμα και αποβλέπουν στη διασφάλιση, διατήρηση ή προσωρινή ρύθμιση του τελευταίου, μέχρι να συντελεστεί δικαστικά η διάγνωσή του και, συνεπώς, στη διασφάλιση της κοινωνικής ειρήνης. Η ικανοποίηση επομένως του ουσιαστικού δικαιώματος, δηλαδή η δημιουργία ουσιαστικής κατάστασης, που ανταποκρίνεται στην έννομη συνέπεια, που προκύπτει από το ουσιαστικό δικαίωμα, βρίσκεται έξω από το σκοπό των ασφαλιστικών μέτρων, γι’ αυτό και απαγορεύεται ρητά από το νόμο και ειδικότερα από τη διάταξη του άρθρου 692 παρ. 4 του ΚΠολΔ, η οποία καθιερώνει τη γενική αρχή, σύμφωνα με την οποία με τα ασφαλιστικά μέτρα δεν επιτρέπεται η δημιουργία αμετακλήτων καταστάσεων στις σχέσεις των διαδίκων, σε τρόπο ώστε να ματαιώνεται ο τελικός σκοπός της οριστικής δικαστικής προστασίας. Ο πιο πάνω κανόνας έχει εφαρμογή και στο ασφαλιστικό μέτρο της προσωρινής ρύθμισης της κατάστασης (731, 732 ΚΠολΔ), το οποίο κατά το σκοπό του δεν διαφέρει από τα υπόλοιπα ασφαλιστικά μέτρα, εφόσον και αυτό συνδέεται τελολογικά με κάποιο δικαίωμα που πρέπει να προστατευθεί προσωρινά, για να μη δημιουργηθούν μέχρι την περαίωση της κύριας δίκης αμετάκλητες καταστάσεις, που θα μπορούσαν να ματαιώσουν το σκοπό της δίκης αυτής. Η διακριτική ευχέρεια του άρθρου 732 ΚΠολΔ, σύμφωνα με το οποίο το δικαστήριο δικαιούται να διατάξει ως ασφαλιστικό μέτρο και κάθε μέτρο, που, κατά τις περιστάσεις, είναι κατά την κρίση του πρόσφορο για την εξασφάλιση ή διατήρηση δικαιώματος ή τη ρύθμιση κατάστασης, δεν αποτελεί εξαίρεση στον απαγορευτικό κανόνα του άρθρου 692 παρ. 4 του ίδιου κώδικα, εφόσον ο τελευταίος αποτελεί οριοθέτηση της με το άρθρο 732 παρεχόμενης στο δικαστήριο διακριτικής ευχέρειας. Εξαίρεση αποτελεί μόνον η διάταξη του άρθρου 728 ΚΠολΔ, κατά την οποία το δικαστήριο ως ασφαλιστικό μέτρο μπορεί να επιδικάσει προσωρινά το σύνολο ή μέρος των απαιτήσεων, που αναφέρονται σ’ αυτήν και πάντως με τους περιορισμούς που προβλέπονται από τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 729 του ΚΠολΔ και (επί αρμοδιότητος Ειρηνοδικείου) η διάταξη του άρθρου 734 ΚΠολΔ, περί προσωρινής ρυθμίσεως της καταστάσεως της νομής. Οι παραπάνω διατάξεις απηχούν τις βασικές αρχές του δικαίου των ασφαλιστικών μέτρων, σύμφωνα με τις οποίες η προσωρινή δικαστική προστασία πρέπει: α) να μην ταυτίζεται με το αντικείμενο της οριστικής δικαστικής προστασίας, αλλά να διαφέρει και να υπολείπεται από αυτό και β) να μη δημιουργεί αμετάκλητες καταστάσεις, που δεν μπορούν να ανατραπούν όταν ανακληθεί η σχετική απόφαση ασφαλιστικών μέτρων ή διαγνωσθεί στην κύρια δίκη, με ισχύ δεδικασμένου, η ανυπαρξία του δικαιώματος που εξασφαλίστηκε, ώστε να μη ματαιώνεται ο πρακτικός σκοπός της κύριας δίκης (βλ. Π. Τζίφρα, Ασφαλιστικά μέτρα, έκδ.1985, σελ. 58, Β. Βαθρακοκοίλη, ΕρμηνΚΠολΔ αρθρ. 692 αρ. 9, ΜονΠρΑΘ 1847/2008 αδημ.,ΜΠρΑΘ 4700/2006, ΤρΝομΠλΝΟΜΟΣ, ΜονΠρΑΘ 5658/2005 αδημ., ΜονΠρΑΘ 5801/2001 Δ 33.1149, ΜονΠρΑΘ 10691/1998 ΝοΒ 47.434.). Ωστόσο, επί ρύθμισης διαρκών ενοχών (συμβατικών ή νομίμων) για παροχή ή παράλειψη είναι συνήθως δυνατή η προσωρινή ρύθμιση της κατάστασης, χωρίς αυτό να συνιστά ολοκληρωτική ικανοποίηση του αντίστοιχου δικαιώματος, καθόσον πρόκειται για ρύθμιση προς το σκοπό θέσης σε λειτουργία διαρκούς έννομης κατάστασης και η ρύθμιση αυτή δεν απολήγει σε ικανοποίηση της ασφαλιζόμενης απαίτησης, αφού είναι προσωρινή (πρβλ. ΜΠρΘεσ 19938/2006, Αρμ 2006.1076, ΜΠρΘεσ 12162/1993, Αρμ1994.182, ΜονΠρΑΘ 1347/1989, Δ 1989.319, ΜονΠρΑΘ 15611/1989, Δ 1990.874, ΜονΠρΑΘ 16255/1989, ΕλλΔνη 1990. 1546, περιπτωσιολογία σε ΕρμΚΠολΔΚεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, (Κράνης), έκδ. 2000, άρθρα 731 – 732, αριθ.5).
Σύμφωνα με την κρατούσα σήμερα στη νομολογία άποψη, το αίτημα σε δίκη ασφαλιστικών μέτρων για αναπροσαρμογή του μισθώματος, με το οποίο ο αιτών ζητά προσωρινά και μέχρι την έκδοση τελεσίδικης απόφασης επί της ως άνω αγωγής του, να διαταχθεί ο καθ’ ου να παραλείπει προσωρινά εναντίον του άσκηση της απαίτησης απόδοσης της κατοχής και χρήσης του μισθίου ακινήτου, κρίνεται απορριπτέο ως νομικά αβάσιμο (μη νόμιμο), διότι η προσωρινή δικαστική προστασία δεν μπορεί να συνίσταται στην απαγόρευση άσκησης δικονομικών δικαιωμάτων, όπως είναι η αγωγή ή η διαταγή απόδοσης της χρήσης μισθίου ακινήτου, λόγω καταγγελίας της σύμβασης για μη καταβολή του συμφωνηθέντος μισθώματος, διότι τούτο θα αναιρούσε το συνταγματικώς κατοχυρωμένο στη διάταξη του άρθρου 20 παρ. 1 του Συντάγματος, δικαίωμα παροχής έννομης δικαστικής προστασίας και θα οδηγούσε στο άτοπο το έλασσον, ήτοι η παροχή προσωρινής δικαστικής προστασίας, να καταλύει το μείζον, ήτοι την οριστική δικαστική προστασία (βλ. ΜΠρΚεφ 138/2013 ΝΟΜΟΣ, ΜονΠρΠατρ 1111/2014 Δνη 2014.1726 κ.α.).
Έχει όμως διατυπωθεί στη νομολογία και η αντίθετη άποψη (βλ. ΜΠρΑθ 2750/2014 ΧρΙΔ 2014.200, ΜΠρΧαλκιδικής 123/2013, ΤρΝΠλΝόμος, ΜΠρΑιγίου 494/2011 Αρμ 2012.533 με παρατηρήσεις Σ. Κουμάνη, Αρμ 2012.543, ΜονΠρωτΑθ 2061/2013 και η πρόσφατη απόφαση του ΕιρΑθ 68/2015 αδημ.).
Μαρία Τζαβέλα
Δικηγόρος, LL.M.
E-mail: info@efotopoulou.gr