Η απόφαση που εκδίδεται στη δίκη που έκρινε την αξίωση αποζημίωσης δεν αποτελεί δεδικασμένο στη δίκη που συνήθως ακολουθεί για την εξ αναγωγής αξίωση
Κατά το άρθρο 927 ΑΚ, εκείνος που κατά το άρθρο 926 του ίδιου Κώδικα κατέβαλε την αποζημίωση έχει δικαίωμα αναγωγής κατά των λοιπών. Το δικαστήριο προσδιορίζει το μέτρο της μεταξύ τους ευθύνης ανάλογα με τον βαθμό πταίσματος του καθενός. Αν δεν μπορεί να εξακριβωθεί ο βαθμός αυτός, η ζημία κατανέμεται μεταξύ όλων σε ίσα μέρη. Η αναγνωριζόμενη από το πιο πάνω άρθρο αξίωση αναγωγής πηγάζει από την εσωτερική σχέση των περισσότερων συνυποχρέων. Είναι ίδια και αυτοτελής και στηρίζεται απευθείας στον νόμο, δηλαδή στο άρθρο 927 ΑΚ. Δεν είναι αξίωση από αδικοπραξία. Η αξίωση αυτή έχει ως προϋπόθεση, αφενός την ύπαρξη περισσότερων συνυποχρέων σε αποζημίωση κατά το άρθρο 926 ΑΚ, και αφετέρου την καταβολή από έναν από αυτούς στον τρίτο ζημιωθέντα ολόκληρης της οφειλόμενης αποζημίωσης.
Περαιτέρω, με τις διατάξεις του άρθρου 926 ΑΚ, καθορίζονται στα πλαίσια της αδικοπρακτικής ευθύνης, οι κατηγορίες των περιπτώσεων στις οποίες αναγνωρίζεται από τον νόμο ευθύνη περισσότερων προσώπων. Οι περιπτώσεις αυτές είναι τρεις: α) κοινή πράξη περισσότερων προσώπων, β) παράλληλη ευθύνη περισσότερων προσώπων και γ) περιπτώσεις διαζευκτικής αιτιότητας.
Στην πρώτη περίπτωση, η ζημία προέρχεται από κοινή πράξη περισσότερων προσώπων. Ο όρος κοινή πράξη λαμβάνεται με την ευρεία έννοια της αιτιώδους συμπράξεως ή συμμετοχής -με οποιαδήποτε μορφή- στην αδικοπραξία και ειδικότερα, είτε στην τέλεση της πράξης, είτε στην επαγωγή της ζημίας. Έτσι, στην έννοια αυτή εμπίπτει, μεταξύ άλλων, και η μορφή συμμετοχής της παραυτουργίας, δηλαδή, η περίπτωση κατά την οποία δύο ή περισσότερα πρόσωπα πραγματώνουν με τη συμπεριφορά τους ορισμένη αδικοπραξία, χωρίς να υπάρχει μεταξύ τους καμία συνεννόηση. Τέτοια περίπτωση υπάρχει και όταν από τη σύγκρουση δύο αυτοκινήτων, η οποία οφείλεται σε συνυπαιτιότητα και των δύο οδηγών, τραυματίζεται τρίτο πρόσωπο.
Στη δεύτερη περίπτωση της παράλληλης ευθύνης, περισσότερα πρόσωπα ευθύνονται από τον νόμο αυτοτελώς το καθένα, για την αποκατάσταση της ίδιας ζημίας. Η περίπτωση αυτή μπορεί να υπάρχει στο πεδίο της αντικειμενικής, αλλά και της υποκειμενικής ευθύνης. Περισσότεροι αντικειμενικά ευθυνόμενοι, είναι μεταξύ άλλων, ο οδηγός, ο κάτοχος και ο ιδιοκτήτης του ζημιογόνου αυτοκινήτου, καθώς και ο ασφαλιστής μέχρι το ποσό του ασφαλίσματος για τη ζημία που προξένησε σε τρίτους το ασφαλισμένο αυτοκίνητο.
Στην τρίτη περίπτωση, η ζημία προήλθε από ανεξάρτητες πράξεις ή παραλείψεις περισσότερων προσώπων, οι οποίες αποτελούν όλες δυνατούς αιτιώδεις όρους επαγωγής της ζημίας, αλλά δεν μπορεί να εξακριβωθεί ποια συγκεκριμένη πράξη προκάλεσε πράγματι τη ζημία.
Όταν συντρέχει μία από τις πιο πάνω τρεις περιπτώσεις εφαρμογής του άρθρου 926 ΑΚ, θεμελιώνεται εις ολόκληρον ευθύνη των περισσοτέρων προσώπων, δηλαδή δημιουργείται παθητική εις ολόκληρον ενοχή κατά την έννοια του άρθρου 481 ΑΚ. Προϋπόθεση, όμως, της εις ολόκληρον ευθύνης δεν είναι η κοινή εναγωγή από τον ζημιωθέντα περισσότερων προσώπων, φερόμενων ως συνοφειλετών, αλλά η πραγματική συνδρομή των νόμιμων όρων ευθύνης για τον κάθε συνοφειλέτη χωριστά.
Εξάλλου, στην περίπτωση που ενάγονται περισσότεροι εις ολόκληρον ευθυνόμενοι δεν μπορούν να αντιδικούν μεταξύ τους, ούτε ως προς την ύπαρξη, ούτε ως προς την έκταση της ευθύνης τους. Στη δίκη αποζημίωσης από αυτοκινητικό ατύχημα αν εναχθούν περισσότεροι εις ολόκληρον ευθυνόμενοι δεν μπορούν αυτοί να ζητήσουν από το δικαστήριο να τους προσδιορίσει με την απόφασή του, τον βαθμό συμμετοχής τους στο ατύχημα. Αυτό θα κριθεί στα πλαίσια της δίκης αναγωγής μεταξύ των εις ολόκληρον ευθυνομένων.
Η απόφαση που εκδίδεται στη δίκη που έκρινε την αξίωση αποζημίωσης δεν αποτελεί δεδικασμένο στη δίκη που συνήθως ακολουθεί για την εξ αναγωγής αξίωση, και όταν ακόμη στη δίκη αποζημίωσης ο εξ αναγωγής εναγόμενος ήταν συνεναγόμενος, διότι δεν υπάρχει ταυτότητα νομικής αιτίας, αφού η αξίωση αποζημίωσης στηρίζεται στις διατάξεις του άρθρου 914 ΑΚ ή άλλη διάταξη η οποία τυχόν την καθιερώνει, ενώ η αξίωση αναγωγής στηρίζεται στο άρθρο 927 ΑΚ, αλλά ούτε και ταυτότητα διαδίκων, αφού στη δίκη αποζημίωσης, οι συνοφειλέτες είναι απλοί ομόδικοι, ενώ στη δίκη αναγωγής οι συνοφειλέτες παρίστανται με διαφορετική ιδιότητα και είναι αντίδικοι. Συνέπεια της μη παραγωγής δεδικασμένου από την τελεσίδικη απόφαση επί της βασικής αγωγής, είναι ότι το δικαστήριο που κρίνει την αγωγή εξ αναγωγής δεν είναι υποχρεωμένο να θέσει ως βάση της απόφασής του, το ποσό το οποίο υποχρεούνται με τη βασική αγωγή να πληρώσει στον ενάγοντα ο εναγόμενος αυτής και ενάγων επί της αναγωγής. Έτσι, είναι δυνατό, αν η αγωγή εξ αναγωγής γίνει δεκτή, να καθορισθεί χαμηλότερο το ποσό της αποζημιώσεως το οποίο υποχρεώνεται ο εξ αναγωγής εναγόμενος να καταβάλει στον εξ αναγωγής ενάγοντα, οπότε η υπάρχουσα διαφορά θα μείνει σε βάρος του εναγομένου στην κύρια αγωγή και ενάγοντος στην αγωγή εξ αναγωγής. Δηλαδή, στη δίκη αναγωγής προσδιορίζεται εκ νέου το ύψος της οφειλόμενης αποζημιώσεως το οποίο μπορεί να είναι διαφορετικό από το ύψος της αποζημιώσεως της δίκης αποζημιώσεως. Ακολούθως, με βάση το ποσό αυτό και την κατανομή των ποσοστών ευθύνης που θα καθορισθεί από το Δικαστήριο θα προσδιοριστεί η οφειλή του εξ αναγωγής υποχρέου (ΑΠ 1229/2013, ΑΠ 1370/2005).
Τέλος, όπως προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 927 ΑΚ, προϋπόθεση της αναγωγής είναι ότι ο συνοφειλέτης ικανοποίησε τον ζημιωθέντα εν όλω ή εν μέρει με καταβολή, συμψηφισμό ή άλλη παροχή με απαλλακτική ενέργεια. Μπορεί, όμως, η αναγωγή να ασκηθεί και πριν από την καταβολή και για την περίπτωση αυτή μέσω του μηχανισμού της διάταξης του άρθρου 69 παρ.1 περ. ε΄ ΚΠολΔ (ΑΠ 1655/2017 – ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Αγγελική Πολυδώρου, δικηγόρος
e-mail: info@efotopoulou.gr