Δικηγορικό Γραφείο Ευγενίας Α. Φωτοπούλου
Βασιλίσσης Σοφίας 6 Αθήνα 106 74
Τηλέφωνο: 210 36 24 769, 211 7 80 80 80
210 30 09 019
Email: info@efotopoulou.gr

Η απώλεια του δικαιώματος σύνταξης των δημοσίων υπαλλήλων λόγω του πειθαρχικού παραπτώματος της αδικαιολόγητης αποχής από την εκπλήρωση των καθηκόντων του

Σύμφωνα με την πάγια νομολογία του Ελεγκτικού Συνεδρίου (βλ. ΕλΣ 1376/2002 ΑρχΝ 2003, σελ. 593, 1277/2007 Αρμ 2008.296 κ.α.), όλοι οι υπάλληλοι του Δημοσίου δικαιούνται σύνταξη, εφόσον πληρούν τις νόμιμες προϋποθέσεις, συμπεριλαμβανομένων και των με σχέση εργασίας αορίστου ή ορισμένου χρόνου, οι οποίοι έχουν επιλέξει ως συνταξιοδοτικό φορέα το Δημόσιο.

Εξαίρεση από τον κανόνα αυτό συνιστούν οι προβλεπόμενες από το άρθρο 62 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων (Συνταξιοδοτικού Κώδικα – Π.Δ. 169/2007) εξαιρέσει οι οποίες επιφέρουν την απώλεια του συνταξιοδοτικού δικαιώματος του δημοσίου υπαλλήλου και οι οποίες είναι οι ακόλουθες:

               α) Αν ο υπάλληλος απολυθεί γιατί απέσχε από την εκπλήρωση των καθηκόντων του αδικαιολόγητα ή ο στρατιωτικός τέθηκε σε απόταξη για λιποταξία (`Αρθρο 62 παρ.1 περ. α`Α.Ν.1854/51, όπως αντικ. με άρθρ. 2 Ν.Δ. 626/70),

               β) Αν ο δικαιούχος καταδικαστεί αμετάκλητα, είτε όταν ήταν στην ενέργεια είτε ως συνταξιούχος, σε ποινή κάθειρξης για κλοπή, υπεξαίρεση, απάτη, πλαστογραφία, απιστία, παραποίηση ή σε φυλάκιση για δωροδοκία ή δωροληψία, εφόσον τα αδικήματα αυτά στρέφονται κατά του Δημοσίου ή κατά νομικών προσώπων δημόσιου δικαίου καθώς και αν καταδικαστεί αμετάκλητα για κάποιο από τα αδικήματα των άρθρων 270 και 272 του Ποινικού Κώδικα, όπως αυτά τροποποιήθηκαν με τις διατάξεις του Ν.Δ. 364/1969.`Αρθρο 62 παρ.1 περ. β`εδ. πρώτο Α.Ν.1854/51, σε συνδυασμό με άρθρ. 1 παρ. 1 Ν.Δ. 366/96, όπως αντικ. με άρθρ. 11 παρ. 1 Ν. 1813/88). Αν παρασχεθεί χάρη με άρση των συνεπειών ή επέλθει δικαστική αποκατάσταση το δικαίωμα αποκτάται πάλι με τους όρους της παρ. 2 του επόμενου άρθρου (`Αρθρο 62 παρ. 1 περίπτ. β`εδάφιο δεύτ. Α.Ν.1854/51),

               γ) Αν η θυγατέρα έλθει σε γάμο ή η χήρα σε νέο γάμο είτε κατά το δίκαιο της χώρας μας είτε κατά το αλλοδαπό δίκαιο ή αν η χήρα σύζυγος εκπέσει από τη γονική μέριμνα των παιδιών για καταδίκη σε αδίκημα που διέπραξε με δόλο και το οποίο αφορά τη ζωή, την υγεία και τα ήθη του τέκνου σύμφωνα με το άρθρο 1537 του Αστικού Κώδικα.(`Αρθρο 62 παρ. 1 περ. γ`Α.Ν.1854/51, όπως αντικ. με άρθ. 11 παρ. 2 Ν.1813/88),

               δ) Αν η χήρα σύζυγος που δικαιώθηκε σύνταξη καταδικαστεί με αμετάκλητη δικαστική απόφαση για παιδοκτονία. (`Αρθρο 62 παρ. 1 περ. δ`Α.Ν.1854/51, όπως αντικ. με άρθρ. 11 παρ. 2 Ν.1813/88).

Αναφορικά με το εδαφ. α’ του ως άνω άρθρου 62 του Συνταξιοδοτικού Κώδικα, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 152 περ. α’ και 109 παρ. 2 εδ. στ’ του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. (Ν. 3528/2007), προκύπτει ότι, υπό το ισχύον νομοθετικό καθεστώς, λόγο επιβολής της ποινής της οριστικής παύσης του υπαλλήλου και, συνεπώς, λόγο απολύσεώς του και ταυτόχρονης απώλειας του συνταξιοδοτικού του δικαιώματος, είναι δυνατό να αποτελέσει η «αδικαιολόγητη αποχή από την εκτέλεση των υπηρεσιακών καθηκόντων πάνω από είκοσι δύο (22) εργάσιμες ημέρες ή πάνω από τριάντα (30) εργάσιμες ημέρες σε διάστημα ενός (1) έτους».

Από τη διατύπωση της διάταξης αυτής προκύπτει ότι μόνο το συγκεκριμένο πειθαρχικό αδίκημα (αδικαιολόγητη αποχή από την εκτέλεση των καθηκόντων, μπορεί να επιφέρει την απώλεια του συνταξιοδοτικού δικαιώματος και όχι οποιοδήποτε άλλο πειθαρχικό παράπτωμα (βλ. άρθρο του Γιάννη Κ. Καρούζου «Η απώλεια του δικαιώματος σύνταξης των δημοσίων υπαλλήλων», που είναι δημοσιευμένο στο περιοδικό Φορολογική Επιθεώρηση 2005, σελ. 1899 επ.).

Η αρχική στάση της νομολογίας του Ελεγκτικού Συνεδρίου (με προεξάρχουσα την απόφαση της ολομέλειας 1808/1991) ήταν ότι η οριστική απόλυση υπαλλήλου από την υπηρεσία, λόγω πειθαρχικής παραβάσεως, είχε ως συνέπεια την απώλεια του δικαιώματος συντάξεως και μάλιστα όχι μόνον από τον ίδιο αλλά και από τη χήρα αυτού.

Αργότερα όμως σημειώθηκε μεταστροφή της νομολογίας του Ελεγκτικού Συνεδρίου (βλ. αποφάσεις ΕλΣ 1492/2002 και 1257/2002), με τις οποίες κρίθηκε ότι η ως άνω διάταξη του εδαφ. α’ του άρθρου 62 του Συνταξιοδοτικού Κώδικα είναι αντισυνταγματική, λόγω αντίθεσής της με την αρχή της αναλογικότητας και την προστασία της αξίας του ανθρώπου.

Με την απόφαση 848/2005 του ΕλΣυν (ΕΔΔΔΔ 2005.798), η οποία κινήθηκε στο ίδιο πνεύμα των δύο προηγούμενων αποφάσεων κρίθηκαν τα εξής: «Σύμφωνα με την απορρέουσα από την έννοια του κράτους δικαίου (άρθρα 1 παρ. 3-4, 25, 26, 87, 93, 94, 95 Συντ.) συνταγματική αρχή της αναλογικότητας, όταν ο κοινός νομοθέτης θεσπίζει ένα δυσμενές μέτρο σε βάρος μίας κατηγορίας προσώπων που συνεπάγεται την εξαίρεσή της από ένα ευμενή γενικότερο κανόνα δικαίου, επιβάλλεται να χρησιμοποιεί κριτήρια αντικειμενικά που να δικαιολογούνται από λόγους δημοσίου συμφέροντος. Τα επαχθή δε μέτρα τα οποία θεσπίζονται πρέπει να είναι μόνο τα αναγκαία για την επίτευξη του σκοπού που επιδιώκεται με τη ρύθμιση και να τελούν σε άμεση συνάφεια όχι μόνο προς αυτόν τούτον τον επιδιωκόμενο σκοπό, αλλά και προς το αντικείμενο της ρύθμισης. Τα μέτρα δηλαδή που επιβάλλονται, με βάση τα άνω κριτήρια πρέπει να είναι, αφενός μεν κατάλληλα, ώστε να επιφέρουν το προσδοκώμενο αποτέλεσμα, αφετέρου δε τα απολύτως αναγκαία, με την έννοια ότι για την πραγμάτωση του επιδιωκόμενου δημοσίου σκοπού δεν ήταν δυνατή η επιλογή ενός άλλου εξίσου αποτελεσματικού, αλλά λιγότερο επαχθούς, μέτρου. Σε αντίθετη περίπτωση, αν δηλαδή το μέτρο που επιβάλλεται έχει τέτοια ένταση και διάρκεια που υπερακοντίζει κατάδηλα τον επιδιωκόμενο σκοπό, ώστε τα μειονεκτήματα που συνεπάγεται να τελούν σε δυσαναλογία προς τα πλεονεκτήματα που απορρέουν από την εξυπηρέτηση του δημοσίου σκοπού, αντίκειται στην άνω αρχή και επομένως η προβλέπουσα το εν λόγω μέτρο σχετική διάταξη είναι αντισυνταγματική (Ολ.Ελ.Σ. 1492/2002, πρβλ. και αποφ Σ.τ.Ε. 1424/1990, 2153/1989, 1149/1988, 2112/1984 κ.ά.). Περαιτέρω, η διάταξη της παρ. 1 περ. α` του άρθρου 62 του Σ.Κ., που κωδικοποίησε την παρ. 1 περ. α` του άρθρου 62 του α.ν. 1854/1951, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 του ν.δ. 626/1970, ορίζει ότι: “Το δικαίωμα σύνταξης χάνεται στις παρακάτω περιπτώσεις: α) Αν ο υπάλληλος απολυθεί γιατί απέσχε από την εκπλήρωση των καθηκόντων του αδικαιολόγητα…”. Με την εν λόγω διάταξη, οι υπάλληλοι του Δημοσίου χάνουν το εις σύνταξη δικαίωμά τους, σε περίπτωση που απολυθούν από την υπηρεσία λόγω διαπράξεως του πειθαρχικού αδικήματος της αδικαιολόγητης αποχής από τα καθήκοντά τους. Με τη διάταξη αυτή δηλαδή θεσπίζεται εξαίρεση της ανωτέρω κατηγορίας υπαλλήλων (ήτοι των απολυθέντων της υπηρεσίας για την προαναφερθείσα αιτία) από το γενικό συνταξιοδοτικό κανόνα ότι όλοι οι υπάλληλοι του δημοσίου δικαιούνται σύνταξης, εφόσον πληρούν τις νόμιμες προϋποθέσεις. Η εξαίρεση όμως αυτή βασίζεται σε κριτήριο το οποίο δεν έχει άμεση σχέση με το αντικείμενο της ρύθμισης, που είναι η απονομή της σύνταξης και η οποία χορηγείται μετά τη λήξη της υπαλληλικής σχέσης και εξαρτάται από τη συμπλήρωση ορισμένων αντικειμενικών προϋποθέσεων (συντάξιμος χρόνος και όριο ηλικίας). Και τούτο, γιατί η πειθαρχικώς κολάσιμη συμπεριφορά του υπαλλήλου δεν τελεί σε άμεση σχέση με το συνταξιοδοτικό καθεστώς αυτού, ώστε να αποτελεί το κριτήριο για την απώλεια του συνταξιοδοτικού δικαιώματος, αλλά (τελεί σε άμεση σχέση) με την υπηρεσιακή κατάσταση του εν ενεργεία υπαλλήλου και μπορεί, σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις, να οδηγήσει σε απόλυση αυτού. Περαιτέρω, η ίδια κύρωση, ως δυσμενές μέτρο, το οποίο ακολουθεί τον απολυθέντα μέχρι το πέρας του βίου του, εμφανίζει τέτοια ένταση και διάρκεια, που θέτει σε κίνδυνο τη διαβίωσή του με τη στέρηση των στοιχειωδών μέσων για την κάλυψη των βιοτικών του αναγκών και μάλιστα σε μία ηλικία που η δυνατότητα αναπλήρωσης της ως άνω παροχής καθίσταται, αν όχι αδύνατη, λίαν δυσχερής, με άμεση συνέπεια ακόμα και την προσβολή της ανθρώπινης αξιοπρέπειάς του (άρθρο 2 παρ. 1 Σ.). Τα ανωτέρω μειονεκτήματα που συνεπάγεται το προαναφερθέν μέτρο είναι δυσανάλογα προς το δημόσιο σκοπό που επιδιώκεται μ` αυτό, δηλαδή την εύρυθμη λειτουργία της δημόσιας υπηρεσίας, ενόψει του ότι ο σκοπός αυτός υπερακοντίζεται κατάδηλα, αφού μπορούσε να επιτευχθεί με ένα άλλο μέτρο εξίσου αποτελεσματικό, αλλά λιγότερο επαχθές. Επομένως, η άνω διάταξη (άρθρο 62 παρ. 1 περ. α` του Σ.Κ.) έρχεται σε αντίθεση με την, κατά τ` ανωτέρω εκτιθέμενα, συνταγματική αρχή της αναλογικότητας και ως εκ τούτου είναι ανίσχυρη (Ολ.Ε.Σ. 1492/2002)». Μαρία ΤζαβέλαΔικηγόρος, LL.M.E-mail: info@efotopoulou.gr

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ

Το email σας δεν θα δημοσιευτεί