Η εσωτερική σχέση μεταξύ συνδικαιούχων σε κοινό λογαριασμό και το δικαίωμα αναγωγής
Κατά τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1 και 2 του ν. 5638/1932 περί κοινού λογαριασμού, όπως τροποποιήθηκαν, συνδυαζόμενες και προς εκείνες των άρθρων 2 παρ. 1 ν.δ. της 17.7/13.8.1923 “περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιρειών”,
411, 489, 490, 491, 493, 806, 822 και 830 ΑΚ, προκύπτει ότι σε περίπτωση χρηματικής καταθέσεως επ’ ονόματι του ιδίου του καταθέτη και τρίτου ή τρίτων (δικαιούχων) σε κοινό λογαριασμό, και ανεξαρτήτως αν τα κατατεθέντα χρήματα ανήκαν σε όλους υπέρ των οποίων έγινε η κατάθεση ή σε μερικούς απ` αυτούς, δημιουργείται μεταξύ του καταθέτη και του τρίτου αφενός και της δέκτριας της κατάθεσης τράπεζας αφετέρου οιονεί ενεργητική εις ολόκληρον ενοχή, υπό την έννοια ότι οποιοσδήποτε δικαιούχος του κοινού λογαριασμού έχει το δικαίωμα ν` απαιτήσει από την τράπεζα την ανάληψη των χρημάτων του λογαριασμού, η τράπεζα δε έχει την υποχρέωση να τ` αποδώσει μόνο μία φορά, χωρίς να έχει δικαίωμα να τα αποδώσει κατ` αρέσκειαν επιλογής σε οποιονδήποτε δικαιούχο, ώστε να μη γίνεται λόγος για “συγκέντρωση της απαίτησης”, στο πρόσωπο ενός (συν)δικαιούχου.
Επιπλέον, κατά τη σύμφωνη γνώμη θεωρίας και νομολογίας (βλ. ΑΠ 1800/2012, ΕφΘεσ. 2517/2008, ΑΠ 1782/2007, ΕφΑθ 5363/2004, ΕφΑθ 5378/2003), η ανάληψη των χρημάτων της καταθέσεως από ένα από τους δικαιούχους γίνεται εξ ιδίου δικαίου και, αν αναληφθεί ολόκληρο το ποσό της καταθέσεως από ένα μόνο δικαιούχο, επέρχεται απόσβεση της απαιτήσεως εις ολόκληρο έναντι της τράπεζας (υποχρέου) και ως προς τον άλλο, δηλαδή τον μη αναλαβόντα δικαιούχο, ο οποίος πλέον αποκτά από το νόμο απαίτηση έναντι του αναλαβόντος ολόκληρη την κατάθεση για την καταβολή ποσού ίσου προς το μισό της καταθέσεως, εκτός αν από τη μεταξύ τους εσωτερική σχέση προκύπτει άλλη αναλογία ή δικαίωμα εφ` ολοκλήρου του ποσού ή έλλειψη δικαιώματος αναγωγής εκ μέρους αυτού που δεν προέβη στην ανάληψη.
Η εσωτερική σχέση μεταξύ των περισσότερων συνδικαιούχων του κοινού λογαριασμού αποτελεί το λόγο, για τον οποίο συνάπτεται η σύμβαση κατάθεσης σε κοινό λογαριασμό. Η εσωτερική, όμως, αυτή σχέση δεν επηρεάζει το κύρος της εξωτερικής σχέσης κατάθεσης μεταξύ τράπεζας και συνδικαιούχων. Κατά συνέπεια, αν η εσωτερική σχέση πάσχει από ακυρότητα, δεν επέρχεται ακυρότητα και της εξωτερικής σχέσης και επομένως δε δικαιούται στην περίπτωση αυτή η τράπεζα να αρνηθεί την εκπλήρωση της παροχής έναντι κάποιου συνδικαιούχου, δικαιούται όμως τότε ο συνδικαιούχος να αναζητήσει τα καταβληθέντα, σύμφωνα με τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού (904 επ. ΑΚ).
Η σχέση μεταξύ των περισσοτέρων συνδικαιούχων του κοινού λογαριασμού μπορεί να είναι επαχθής ή χαριστική. Η εσωτερική σχέση είναι επαχθής, όταν οι συνδικαιούχοι συνδέονται μεταξύ τους με εταιρία ή με σύμβαση δανείου ή εντολής, ή ακόμη όταν η κατάθεση γίνεται προς εξόφληση απαίτησης του ενός συνδικαιούχου προς τον άλλο. Η εσωτερική σχέση που συνδέει τους δικαιούχους μπορεί να είναι και η εντολή, για την εξυπηρέτηση κίνησης του λογαριασμού, οπότε κατά μία μάλιστα άποψη στη νομολογία (η οποία βέβαια αφορούσε περιπτώσεις δικαστικά συμπαραστατούμενου προσώπου γι’ αυτό και στηρίχθηκε στη βάση της εικονικότητας και μόνο) ο δικαιούχος – εντολοδόχος είναι καθαρά εικονικός, δεν γίνεται πραγματικός δικαιούχος του λογαριασμού και οφείλει να διαθέσει το αναληφθέν ποσό για λογαριασμό του εντολέα του (ΜΠρ Θεσ. 2500/1988).
Σύμφωνα με τους θεωρητικούς[1] και τα νομολογιακά πορίσματα (βλ. ΕφΑθ 7294/1998, ΕλλΔνη 1998, 1685, ΑΠ 539/1992, ΕλλΔνη 1994,78) η εσωτερική σχέση μεταξύ συνδικαιούχων καθορίζει και το μεταξύ τους δικαίωμα αναγωγής. Δικαίωμα υπάρχει κατά του συνδικαιούχου του κοινού λογαριασμού, ο οποίος έλαβε ολόκληρη ή μέρος του υπολοίπου της κατάθεσης μεγαλύτερο της αναλογίας που του αντιστοιχούσε κατά την εσωτερική σχέση και όχι κατά του λαβόντος την αναλογία του ή λιγότερο αυτής. Η ευθύνη κατά του συνδικαιούχου κατά του οποίου στρέφεται η αναγωγική αξίωση δεν είναι εις ολόκληρον, αλλά διαιρετή, δηλαδή ο κάθε συνδικαιούχος δικαιούται να απαιτήσει μόνο το μέρος της παροχής, το οποίο του αναλογεί κατά την εσωτερική σχέση και υπερβαίνει τη μερίδα, που δικαιούται ο εναγόμενος συνδικαιούχος. Αναγωγή χωρεί, εφόσον στο πρόσωπο ενός συνδικαιούχου επήλθε γεγονός που επιφέρει απόσβεση της απαίτησης για όλους τους υπόλοιπους συνδικαιούχους. Συνεπώς σε αναγωγή υπόκειται όχι μόνο ο συνδικαιούχος που ικανοποιήθηκε με καταβολή αλλά και με δόση ή υπόσχεση αντί καταβολής, δημόσια κατάθεση, άφεση χρέους, υπό τις προϋποθέσεις που ανωτέρω εκτέθηκαν. Στη σπάνια περίπτωση, όπου μεταξύ των συνδικαιούχων του κοινού λογαριασμού δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί ιδιαίτερη εσωτερική σχέση αναφορικά με το δικαίωμα αναγωγής θα εφαρμοσθεί το άρθρο 493 ΑΚ, το οποίο θεμελιώνει μία εκ του νόμου εσωτερική μεταξύ των συνδανειστών σχέση ως εκ των έσω αντανάκλαση της ενεργητικής εις ολόκληρον ενοχής. Το ίδιο ισχύει και σε περίπτωση που η εσωτερική σχέση δεν προβλέπει τα μερίδια μεταξύ των συνδικαιούχων. Εφόσον λοιπόν δεν υπάρχει εσωτερική σχέση ή δεν προκύπτει κάτι άλλο από τη σχέση μεταξύ τους οι συνδικαιούχοι έχουν δικαίωμα σε ίσα μέρη. (ΑΠ 965/1992, ΕλλΔνη 1994, 1509).
Επίσης όταν υπάρχει έγκυρη εσωτερική σχέση μεταξύ των συνδικαιούχων η αναγωγή μεταξύ τους γίνεται βάσει αυτής και δε θα πρέπει να θεωρηθεί ορθή η εφαρμογή των διατάξεων περί αδικαιολογήτου πλουτισμού (ΕφΑθ 4283/1989, ΕλλΔνη 1991, 192).
Λυδία Ζωγοπούλου, δικηγόρος