Δικηγορικό Γραφείο Ευγενίας Α. Φωτοπούλου
Βασιλίσσης Σοφίας 6 Αθήνα 106 74
Τηλέφωνο: 210 36 24 769, 211 7 80 80 80
210 30 09 019
Email: info@efotopoulou.gr

Η παραίτηση από το δικόγραφο. Διαδικασία και έννομες συνέπειες ανάλογα με τον χρόνο που τελείται

Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 294 ΚΠολΔ (όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 2 του άρθρου δεύτερου του άρθρου 1 του ν. 4335/2015), «Ο ενάγων μπορεί να παραιτηθεί από το δικόγραφο της αγωγής χωρίς συναίνεση του εναγομένου πριν αυτός προχωρήσει στη συζήτηση της ουσίας της υπόθεσης και στην περίπτωση των άρθρων 237 και 238 πριν από την κατάθεση προτάσεων από τον εναγόμενο. Η παραίτηση που γίνεται αργότερα είναι απαράδεκτη, εφόσον ο εναγόμενος προβάλλει αντίρρηση και πιθανολογεί ότι έχει έννομο συμφέρον η δίκη να περατωθεί με έκδοση οριστικής απόφασης», ενώ κατ’ άρθρον 295 παρ. 1 εδ. α’ 1 «η παραίτηση από το δικόγραφο της αγωγής, έχει ως αποτέλεσμα ότι η αγωγή θεωρείται πως δεν ασκήθηκε». Από τον συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων σαφώς συνάγεται ότι στα πλαίσια της θεμελιώδους δικονομικής αρχής της διαθέσεως (106 ΚΠολΔ) αναγνωρίζεται στον ενάγοντα η δυνατότητα να παραιτηθεί από το αγωγικό δικόγραφο, χωρίς να θίγεται το επίδικο ουσιαστικό δικαίωμα, εξαφανίζοντας το ίδιο το υπόβαθρο του δικαστικού αγώνα. Η παραίτηση αυτή αποτελεί μονομερή απευθυντέα προς τον αντίδικο του παραιτούμενου διαδικαστική πράξη, με την οποία δηλώνεται παραίτηση από τον ενάγοντα από τη δικονομική αξίωση που έχει προβάλει για παροχή έννομης προστασίας και η οποία καταλύει αναδρομικά τη διαδικαστική πράξη της αγωγής. Εξάλλου, κατ’ άρθρον 297 ΚΠολΔ, η παραίτηση κατά τα άρθρα 294 και 296 γίνεται ή με δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά ή με δικόγραφο που επιδίδεται στον αντίδικο του παραιτουμένου ή με δήλωση στις προτάσεις.

Εν κατακλείδι, ως την έναρξη της συζητήσεως για την ουσία της υπόθεσης ο ενάγων παραιτείται νομότυπα από το δικόγραφο της αγωγής χωρίς συναίνεση του εναγόμενου, ανεξαρτήτως της ερημοδικίας του τελευταίου. Στην περίπτωση αυτή ο τελευταίος δεν δικαιούται να αντιλέξει, αλλά δύναται να ζητήσει την καταδίκη του αντιδίκου του στη δικαστική δαπάνη. Η έναρξη της συζήτησης (στην περίπτωση των άρθρων 237 και 238) τοποθετείται στο χρονικό σημείο κατάθεσης των προτάσεων εκ μέρους των διαδίκων. Αντιθέτως, μετά την κατάθεση των προτάσεων, ακόμη και κατά την «τυπική» συζήτηση η παραίτηση είναι απαράδεκτη αν ο εναγόμενος αντιλέγει και πιθανολογεί το έννομο συμφέρον του για περάτωση της δίκης με δικαστική απόφαση. Εξάλλου, ενίοτε γίνεται δεκτό (ΜονΠρΑθ 4185/2025 αδημ.) όσον αφορά τις αγωγές, που εκδικάζονται με την τακτική διαδικασία, όπως αυτή έχει αναμορφωθεί με τον ν. 4335/15, ότι το γεγονός, ότι η παρουσία του εναγόμενου -για να αντιλέξει στην παραίτηση- κατά την τυπική συζήτηση είναι δυνητική, δεν ανατρέπει τη δυνατότητα του ενάγοντος να παραιτηθεί με δήλωση στη συζήτηση (βλ. σχετικά και την αιτιολογική έκθεση του ν. 4335/2015, υπό στοιχ. Γ.Π. αριθμ. 11.4), ακόμη και όταν ο αντίδικός του έχει προκαταθέσει προτάσεις, καθώς αυτός δικαιούται ούτως ή άλλως να παραστεί κατά την τυπική συζήτηση, ώστε η απουσία του να μην ισοδυναμεί με δήλωση αντίθεσης προς την παραίτηση. Συγκεκριμένα, αυτός, γνωρίζοντας ότι διαδικαστικές πράξεις, όπως η παραίτηση από το δικόγραφο της αγωγής, είναι δυνατό να διενεργηθούν ενώπιον του ακροατηρίου, οφείλει να αναμένει ότι αυτές μπορούν να λάβουν χώρα και χωρίς την παρουσία του, σταθμίζοντάς και επιλέγοντας τη μη παράστασή του στην εκδίκαση της υπόθεσης.

Εξάλλου, στο πλαίσιο της θεμελιώδους δικονομικής αρχής της διαθέσεως (άρθρο 106 ΚΠολΔ) αναγνωρίζεται το δικαίωμα και η δυνατότητα στον ενάγοντα να παραιτηθεί, με προφορική δήλωση στην τυπική συζήτηση, ακόμη και στην περίπτωση που δεν εμφανίστηκε κατά τη συζήτηση ο εναγόμενος, για να αντιλέξει (ΟλΑΠ 1/2017 & ΑΠ 249/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), ενώ ενδεχόμενος αποκλεισμός αυτού του δικαιώματος, αφενός θα αντιστρατευόταν τη διάταξη του άρθρου 294 ΚΠολΔ και, αφετέρου θα μετακύλιε το ζήτημα της παραίτησης στον δεύτερο βαθμό με λόγο έφεσης του ενάγοντος – εκκαλούντος την προϋφιστάμενη παραίτηση- σε βάρος κάθε έννοιας οικονομίας της δίκης [βλ. Κ. Μακρίδου, Ολική και μερική παραίτηση από το αγωγικό δικόγραφο, ΕΠολΔ 2019-3, βλ. ωστόσο, και αντίθετη άποψη, κατά την οποία, κατά τελολογική συστολή της διάταξης του άρθρου 294 εδ. Β’ ΚΠολΔ, η παραίτηση από το δικόγραφο της αγωγής είναι σε κάθε περίπτωση απαράδεκτη μετά την κατάθεση των προτάσεων από τον εναγόμενο, λόγω του τυπικού χαρακτήρα της συζήτησης και της μη υποχρεωτικής παράστασης του εναγόμενου σε αυτή (ΠΠΡοδόπης 18/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΠΠΘεσσ 3074/2017, ΕλλΔνη 2017-1145· Γ. Διαμαντόπουλος, Αστικό Δικονομικό Δίκαιο & Νομολογιακό Γίγνεσθαι, 2019, § 4, σελ. 98-99 αρ. 5)]. Περαιτέρω, αν η παραίτηση γίνεται με δήλωση του δικηγόρου του διαδίκου, πρέπει να έχει προηγηθεί νόμιμος διορισμός του ως πληρεξουσίου του παραιτούμενου (ΑΠ 138/2014 & ΑΠ 243/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), αρκούσας της ύπαρξης γενικής πληρεξουσιότητας στο πρόσωπο αυτού (ΑΠ 52/2020, ΑΠ 93/2020, ΑΠ 469/2020 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, η παραίτηση έχει ως αποτέλεσμα την αναδρομική κατάργηση της δίκης, χωρίς να είναι αναγκαία η έκδοση απόφασης Βεβαιωτικής της κατάργησης. Δεν αποκλείεται όμως και η έκδοση απόφασης του δικαστηρίου που να αναγνωρίζει το κύρος της παραίτησης και να κηρύσσει καταργημένη τη δίκη, οπότε με την απόφαση αυτή γίνεται και η εκκαθάριση των δικαστικών εξόδων, εφόσον υποβλήθηκε σχετικό αίτημα (ΑΠ 437/2016. ΑΠ 378/2016. ΑΠ 1377/2015 & ΕφΠειρ 136/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΠρΑθ 4185/2025 αδημ.).

Ευγενία Α. Φωτοπούλου, δικηγόρος

info@efotopoulou.gr

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ

Το email σας δεν θα δημοσιευτεί