Δικηγορικό Γραφείο Ευγενίας Α. Φωτοπούλου
Βασιλίσσης Σοφίας 6 Αθήνα 106 74
Τηλέφωνο: 210 36 24 769, 211 7 80 80 80
210 30 09 019
Email: info@efotopoulou.gr

Ονοματοδοσία και βάπτιση

Το κύριο όνομα του ατόμου αποτελεί θεμελιώδες στοιχείο αναγνώρισης και ταυτοποίησής του, χαρακτηρίζει την αστική του κατάσταση, το συνοδεύει σε όλο το δημόσιο και κοινωνικό του βίο και, με την έννοια αυτή, αποτελεί χαρακτηριστικό στοιχείο της προσωπικότητάς του, που ενδιαφέρει τη δημόσια τάξη και ασφάλεια.

Το άρθρο 25 του Ν. 344/1976 («Ονοματοδοσία»), όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 15 του Ν. 1438/1984, προβλέπει τα ακόλουθα: «Το όνομα του νεογνού καταχωρίζεται στη ληξιαρχική πράξη της γέννησης ύστερα από δήλωση των γονέων του που ασκούν τη γονική μέριμνα ή του ενός από αυτούς εφόσον έχει έγγραφη εξουσιοδότηση του άλλου, θεωρημένη για το γνήσιο της υπογραφής από δημόσια, δημοτική ή κοινοτική αρχή. Αν ο ένας από τους γονείς δεν υπάρχει ή δεν έχει τη γονική μέριμνα, η δήλωση του ονόματος γίνεται από τον άλλο γονέα. Αν και οι δυο γονείς δεν υπάρχουν ή δεν έχουν γονική μέριμνα, το όνομα καταχωρίζεται με  δήλωση αυτού που έχει  την επιτροπεία του προσώπου του τέκνου. Η  γενομένη  σύμφωνα με τα ανωτέρω δήλωση ονοματοδοσίας δεν ανακαλείται». Ακόμη, το άρθρο 26 του Ν. 344/1976 («Καταχώρισις βαπτίσεως εις το βιβλίον γεννήσεων»), όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 26 παρ. 8 του Ν. 2130/1993, ορίζει ότι «1. Η βάπτισις καταχωρίζεται εις το περιθώριον της ληξιαρχικής πράξεως γεννήσεως εντός ενενήκοντα ημερών από της τελέσεως αυτής, επί τη προσαγωγή δηλώσεως του τελέσαντος ή συμπράξαντος εις την ιεροπραξίαν θρησκευτικού λειτουργού. Μετά την πάροδο της προθεσμίας αυτής, η σχετική δήλωση γίνεται δεκτή από το ληξίαρχο, συνεπάγεται, όμως, τις κυρώσεις που προβλέπονται από το άρθρο 49 του ίδιου νόμου. 2. Υπόχρεοι προς δήλωσιν της βαπτίσεως είναι: α) ο βαπτισθείς,  εφ’ όσον  έχει  συμπληρώσει  το  14ον  έτος της ηλικίας του, β) ο πατήρ ή η μήτηρ ή άλλος έχων την επιμέλειαν του προσώπου αυτού, γ) ο ανάδοχος και δ) οι συγγενείς εξ  αίματος  του  βαπτισθέντος  μέχρι  και  του  τρίτου βαθμού, εφαρμοζομένης της παραγράφου 2 του άρθρου 21. 3. Η εν τη περιθωρίω ληξιαρχικής πράξεως γεννήσεως σημειουμένη βάπτισις περιλαμβάνει την χρονολογίαν της βαπτίσεως, το εις το  νεογνόν τυχόν  δοθέν  όνομα, το όνομα και επώνυμον του δηλούντος, του αναδόχου, του ιερέως και των τυχόν κατά το άρθρον 10 προσληφθέντων μαρτύρων».

Όπως διαλαμβάνεται σε έγγραφο του Συνηγόρου του Πολίτη[1] αναφορικά με τις ανωτέρω διατάξεις και το εν θέματι ζήτημα, οι ληξιαρχικές καταχωρίσεις ονοματοδοσίας και βάπτισης είναι εντελώς ανεξάρτητες και άσχετες μεταξύ τους. Ειδικότερα, η ονοματοδοσία αποτελεί την αποκλειστική διαδικασία κτήσης ονόματος νεογνού, απαιτείται ακόμη και επί ήδη δηλωθείσης (ή ταυτοχρόνως δηλουμένης) βαπτίσεως, και προϋποθέτει σε κάθε περίπτωση εξουσιοδότηση του απόντος γονέως. Αντίθετα, η καταχώριση βάπτισης έχει ως αποκλειστικό αποτέλεσμα την αναγραφή θρησκεύματος και ουδόλως επιδρά στο ήδη δηλωθέν (ή ταυτοχρόνως δηλούμενο) όνομα, ενώ μπορεί να γίνει χωρίς εξουσιοδότηση του απόντος γονέως ή ακόμη και με πρωτοβουλία άλλων προσώπων απαριθμουμένων στο άρθρο 26 παρ. 2 του Ν. 344/1976. Από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει σαφώς ότι οι δύο αυτές πράξεις είναι τελείως ξεχωριστές μεταξύ τους, οπότε, ακόμη και αν ενίοτε τυχαίνει στην πράξη να συνενώνονται (ταυτόχρονη δήλωση ονοματοδοσίας και βάπτισης από τους γονείς, ταυτόχρονη εγγραφή από το ληξίαρχο), το κύρος εκάστης εξ αυτών προϋποθέτει τη συνδρομή των ξεχωριστών ελάχιστων όρων νομιμότητας που προβλέπονται από την οικεία διάταξη. Έτσι, ακριβώς όπως μια δήλωση ονοματοδοσίας δεν είναι δυνατό να εκληφθεί και ως δήλωση «βάπτισης» αν δεν συνοδεύεται από βεβαίωση θρησκευτικού λειτουργού, έτσι και μια δήλωση βάπτισης δεν είναι δυνατό να εκληφθεί και ως δήλωση «ονοματοδοσίας» αν δεν συνυπογράφεται από αμφοτέρους τους γονείς ή δε συνοδεύεται από εξουσιοδότηση του απόντος γονέως, καθόσον η επιλογή ονόματος ανάγεται στον πυρήνα της γονικής μέριμνας, ήτοι αποτελεί δικαίωμα αμφοτέρων των γονέων ανεξάρτητα από ενδεχόμενη ανάθεση της επιμέλειας του προσώπου σε έναν εξ αυτών[2]. Το γεγονός ότι ο νόμος, στην περιγραφή του περιεχομένου της δήλωσης βάπτισης, συμπεριλαμβάνει και «το εις το νεογνόν τυχόν δοθέν όνομα», δεν ιδρύει εναλλακτική διαδικασία ονοματοδοσίας ξεχωριστή από την κανονική, καθόσον, όπως ήδη από μακρού[3] και αδιαλείπτως δέχεται η νομολογία, η λήψη ονόματος δεν αποτελεί συστατικό στοιχείο της βάπτισης.

Έτσι, κατά το Συνήγορο του Πολίτη, ενδεχόμενη ληξιαρχική εγγραφή ονόματος ερήμην ενός εκ των γονέων, θα μπορούσε να οφείλεται είτε σε παράλειψη του ληξιάρχου να ελέγξει τη συνδρομή των νομίμων προϋποθέσεων ονοματοδοσίας κατά τα ανωτέρω, είτε σε προσκόμιση πλαστής εξουσιοδότησης εκ μέρους του δηλώσαντος γονέως. «Ο τρόπος εγγραφής των κατ’ άρθρο 26 Ν. 344/1976 «δηλώσεων βάπτισης», ακόμη περισσότερο δε η αποδοχή «δηλώσεων βάπτισης», εκ μέρους του Ληξιαρχείου, χωρίς ταυτόχρονη υπόμνηση, προς τον δηλούντα γονέα, της εκκρεμούς έννομης υποχρέωσής του για ξεχωριστή (και κοινή με τον έτερο γονέα) «δήλωση ονοματοδοσίας» κατ’ άρθρο 26 Ν. 344/1976, παρέχουν πρόσφορο έδαφος για δημιουργία και διαιώνιση νομικής πλάνης περί ταύτισης των δύο αυτών πράξεων. Το ενδεχόμενο αυτό δε στερείται σοβαρών πρακτικών συνεπειών, καθόσον, ελλείψει κανονικής ονοματοδοσίας, η εγγραφή βάπτισης στο περιθώριο της ληξιαρχικής πράξης γέννησης είναι πιθανό να παρασύρει τους ενδιαφερομένους και τις εμπλεκόμενες υπηρεσίες στην εντύπωση ότι η ονοματοδοσία είναι περιττή ακόμη και όταν η βάπτιση έγινε με δήλωση μόνον ενός εκ των γονέων. Ο κίνδυνος αυτός παρίσταται ιδιαίτερα έντονος σε περιπτώσεις υπηρεσιών αρμόδιων για άλλες επίσημες εγγραφές (δημοτολόγιο, μητρώο αρρένων, στρατολογικοί πίνακες, αρχείο δελτίων αστυνομικής ταυτότητας κ.ο.κ.), καθόσον ενδεχόμενη εσφαλμένη αποδοχή και μεταγραφή του «βαπτιστικού» ονόματος ως κανονικού, αν και εγγενώς παράνομη λόγω έλλειψης συναίνεσης ενός εκ των γονέων, γεννά έννομες συνέπειες και παρίσταται δυσχερώς αναστρέψιμη».

Ενόψει τούτων, η υποστηριζόμενη άποψη ότι σε ονοματοδοσία προβαίνουν μόνον όσοι δεν τελούν βάπτιση, ή ότι επί τελεσθείσης βαπτίσεως παρέλκει η ονοματοδοσία, όχι μόνο δεν παρίσταται σύμφωνη προς τις ανωτέρω διατάξεις, αλλά επιπλέον έχει ως αποτέλεσμα τον καταναγκασμό πολιτών σε ακούσια ληξιαρχική καταγραφή θρησκεύματος, κατά τρόπο σαφώς παραβιάζοντα το Σύνταγμα[4]. Μάλιστα, κατά το Συνήγορο του Πολίτη, εάν ένας γονέας, κατ’ αρχήν προτιθέμενος να προβεί μόνο σε ονοματοδοσία του τέκνου του, εξαναγκασθεί (δια της μη νόμιμης προβολής διοικητικών προσκομμάτων ή δια της παροχής μη ακριβών πληροφοριών ως προς τη νομική φύση των επίμαχων ληξιαρχικών εγγραφών) να προβεί, τελικώς, σε δήλωση βάπτισης, δικαιούται να εγκαλέσει τη διοίκηση για παραβίαση συνταγματικού του δικαιώματος και να αξιώσει επαναφορά των πραγμάτων στη νόμιμη κατάσταση αυτών βάσει της αρχικής του επιθυμίας, ήτοι καταχώριση ονοματοδοσίας και διαγραφή της δήλωσης βάπτισης.

Όπως εκρίθη πρόσφατα από το Ειρηνοδικείο Θεσσαλονίκης, σε σύμπνοια με τα ανωτέρω[5], «…Όπως και πριν τη θέση σε ισχύ της ισχύουσας διατύπωσης της διάταξης (αντικατασταθείσα με το άρθρο 15 του Ν. 1438/1984), η ονοματοδοσία, που αποτελεί τη μοναδική νόμιμη διαδικασία κτήσης ονόματος νεογνού, γίνεται με δήλωση του δικαιουμένου γονέα ή επιμελητή (του ασκούντος την πατρική εξουσία κατά το προϊσχύον δίκαιο) και είναι ανεξάρτητη από τη «βάπτιση» του τέκνου, χριστιανική ή αντίστοιχη τελετουργία άλλης θρησκείας, της οποίας η καταχώρηση στη ληξιαρχική πράξη γεννήσεως, με αποκλειστικό σκοπό την αναγραφή τυχόν υπάρχοντος θρησκεύματος (άρθρα 25 – 27 του ίδιου νόμου), ουδόλως επιδρά στο ήδη δηλωθέν ή δυνάμενο να δηλωθεί όνομα (ορ. παρουσίαση διαμεσολάβησης – στις αναφορές υπ΄ αρ. πρωτ. 20169/19.12.2005 & 60/3.1.2006- του Συνηγόρου του Πολίτη «Ονοματοδοσία και Βάπτιση», κατά την οποία έκθεση, δύναται να ζητηθεί η διαγραφή της δήλωσης βάπτισης και, σε κάθε περίπτωση, να γίνει δήλωση ονοματοδοσίας, καθώς οι δύο δηλώσεις είναι άσχετες μεταξύ τους, ακόμη και όταν γίνονται ταυτόχρονα – ορ. όμως και ΕφΑθ 3718/2008 Δνη 2009/249: «η κατά την τέλεση του μυστηρίου του βαπτίσματος πραγματοποιούμενη ονοματοδοσία συνιστά ένα εκ των τρόπων κτήσεως του κυρίου ονόματος» και ΜΠρΝαυπλ 109/1993 ΝοΒ 1993/1106 κατά την οποία «στη βάπτιση εκφράστηκε η βούληση των γονέων»). Το όνομα του νεογνού καταχωρίζεται στη ληξιαρχική πράξη της γέννησης ύστερα από δήλωση των γονέων του που ασκούν τη γονική μέριμνα (και ελλείψει αυτής από τον επίτροπο). Σε εξαιρετικές περιπτώσεις παντελούς έλλειψης έγκυρης ονοματοδοσίας (οπότε, κατά το Συνήγορο του Πολίτη συντρέχει «έλλειψη νομικής ισχύος του ονόματος»), ο ενηλικιωθείς, στερούμενος κυρίου ονόματος, θα προβεί ο ίδιος στη σχετική δήλωση, ενώ σαφώς δικαιούται να προσβάλει το κύρος της γενόμενης ονοματοδοσίας και δια της διοικητικής οδού (εάν λ.χ., μετά το 1984, δε συνέπραξαν και οι δύο γονείς ή εάν ο ληξίαρχος βασίστηκε παρανόμως στη δήλωση βάπτισης χωρίς ταυτόχρονη δήλωση ονοματοδοσίας και από τους δύο ή ακόμη και για λόγους ακυρωσίας -πλάνη, απάτη, απειλή- των δηλούντων, καθώς η ληξιαρχική πράξη παράγει πλήρη απόδειξη μέχρι αποδείξεως του εναντίου -ΓνΝΣΚ 27/2003- ορ. αντίστοιχες περιπτώσεις δικαστικής διόρθωσης ΜΠρΑθ 828/1998 Δνη 2000/862 – διόρθωση σε περίπτωση άκυρης ονοματοδοσίας- και ΜΠρΑθ 5735/1998 Τ.Ν.Π. Νόμος – διόρθωση επί εσφαλμένης καταχώρησης λόγω ανυπαρξίας γονικής μέριμνας στο δηλούντα «πατέρα»)».

Εμμανουέλα Μανωλιδάκη, δικηγόρος

info@efotopoulou.gr

[1] Βλ. Παρουσίαση Διαμεσολάβησης Συνηγόρου του Πολίτη (αναφορές υπ’ αρ. πρωτ. 20169/19.12.2005 & 60/3.1.2006), υπό τον τίτλο «Ονοματοδοσία και Βάπτιση», ΤΝΠ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ.

[2] Βλ. ΑΠ 1321/1992, Αρμ 48, σελ. 340 = ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ.

[3] Η ονοματοδοσία δεν αποτελεί στοιχείο του μυστηρίου της βαπτίσεως. Βλ. ΑΠ 1321/1992, Αρμ 48, σελ. 340 = ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 4971/1993, ΝοΒ 42, σελ. 75), ΟλΑΠ 240/1975.

[4] Ο Συνήγορος του Πολίτη παραπέμπει στις αποφάσεις 2279-2286/2001 του Συμβουλίου της Επικρατείας, σύμφωνα με τις οποίες η ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης περιλαμβάνει και το δικαίωμα του ατόμου να μην αποκαλύπτει το θρήσκευμα που ακολουθεί∙ κανένας δεν μπορεί να εξαναγκασθεί με οποιονδήποτε τρόπο να αποκαλύψει είτε αμέσως είτε εμμέσως, το θρήσκευμα ή τις θρησκευτικές εν γένει πεποιθήσεις του, υποχρεούμενος σε πράξεις ή παραλείψεις από τις οποίες θα τεκμαίρεται η ύπαρξη ή η ανυπαρξία τους, και καμία κρατική αρχή ή κρατικό όργανο δεν επιτρέπεται να επεμβαίνουν στον απαραβίαστο χώρο αυτό της συνείδησης του ατόμου και να αναζητούν το θρησκευτικό του φρόνημα, πολύ δε περισσότερο να επιβάλλουν την εξωτερίκευση των όποιων πεποιθήσεων του ατόμου αναφορικά με το θείο.

[5] Βλ. ΕιρΘεσσ 77Ε/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ.

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ

Το email σας δεν θα δημοσιευτεί