Δικηγορικό Γραφείο Ευγενίας Α. Φωτοπούλου
Βασιλίσσης Σοφίας 6 Αθήνα 106 74
Τηλέφωνο: 210 36 24 769, 211 7 80 80 80
210 30 09 019
Email: info@efotopoulou.gr

Παραγραφή αξιώσεων του πρώην Ι.Κ.Α. – Χρόνος Παραγραφής – Πότε ξεκινά – Διακοπτικά Γεγονότα – Κοινοποίηση Πράξεων από τη Διοίκηση

Σύμφωνα με την αρχική διάταξη του άρθρου 27 παρ. 7 του Α.Ν. 1846/1951 «ΘΕΣΜΙΚΟΣ ΠΕΡΙ ΙΚΑ ΝΟΜΟΣ» ορίζονταν ότι «Το δικαίωμα προς είσπραξιν των εισφορών παραγράφεται μετά πενταετίαν από της λήξεως του οικονομικού έτους, καθ’ ό αύται κατέστησαν απαιτηταί […]».

Ο κατά τα ανωτέρω αρχικά 5ετής χρόνος παραγραφής των ασφαλιστικών εισφορών ορίστηκε σε 10ετή με το άρθρο 44 παρ. 2 του Ν.Δ. 2698/1953 (Α 315).

Στη συνέχεια, με το άρθρο 2 παρ. 8 του Ν. 2556/1997 (ΦΕΚ Α 270/24.12.1997) τροποποιήθηκε το άρθρο 27 παρ. 7 του Α.Ν. /1846/1951, το οποίο, εφεξής, όριζε ότι «Οι κάθε είδους χρηματικές απαιτήσεις του Ι.Κ.Α. που προέρχονται από εισφορές, αναλογούντα οίκοθεν πρόσθετα τέλη, προσαυξήσεις, αυτοτελή πρόσθετα τέλη, πρόστιμα ακάλυπτων επιταγών, λοιπά πρόστιμα τόκους, έξοδα διοικητικής εκτέλεσης, δικαστικά έξοδα κ.λπ., καθώς και των οργανισμών, ταμείων και λογαριασμών, των οποίων αι εισφορές συνεισπράττονται από το Ι.Κ.Α., παραγράφονται μετά δεκαετία. […] Η κατά τα ανωτέρω παραγραφή προκειμένου για τις εισφορές, τα οίκοθεν πρόσθετα τέλη τις προσαυξήσεις και τα αυτοτελή πρόσθετα τέλη αρχίζει από την πρώτη ημέρα του επόμενου έτους από εκείνο μέσα στο οποίο παρασχέθηκε η ασφαλιστέα εργασία ή υπηρεσία για δε τα πρόστιμα ακάλυπτων επιταγών, τόκους, δικαστικά έξοδα, έξοδα διοικητικής εκτέλεσης και τα λοιπά πρόστιμα αρχίζει από την πρώτη ημέρα του επόμενου έτους μέσα στο οποίο έγινε η ταμειακή βεβαίωσή τους».

Με το άρθρο 56 παρ. 2 του Ν. 2676/1999, η ως άνω παρ. 7 του αρ. 27 του Α.Ν. 1846/1951 αναριθμήθηκε σε 6 (ΦΕΚ Α 1/5.1.1999, Έναρξη ισχύος 1.3.1999).

Να σημειωθεί ότι οι προαναφερόμενες διατάξεις ίσχυσαν για απαιτήσεις μισθολογικών περιόδων πριν την εφαρμογή του συστήματος ασφάλισης των Α.Π.Δ. (Αναλυτική Περιοδική Δήλωση), ήτοι μέχρι 31.12.2001.

Με το άρθρο 15 παρ. 2 του ν. 2972/2001 (Α` 291), τροποποιήθηκε και πάλι το άρθρο 27 παρ. 6 (πρώην αρ. 27 παρ. 7) του Α.Ν. 1846/1951, το οποίο όριζε πλέον ότι «Το δικαίωμα του Ι.Κ.Α., για τη βεβαίωση σε ευρεία έννοια όλων των χρηματικών απαιτήσεών του, καθώς και των απαιτήσεων των φορέων, κλάδων ή λογαριασμών των οργανισμών κοινωνικής πολιτικής των οποίων τις εισφορές συνεισπράττει το ΙΚ.Α., υπόκειται σε δεκαετή παραγραφή η οποία αρχίζει από την πρώτη ημέρα του επόμενου έτους από εκείνο μέσα στο οποίο παρασχέθηκε η ασφαλιστέα εργασία ή υπηρεσία. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, μετά από γνώμη του Διοικητικού Συμβουλίου του Ι.Κ.Α., μπορεί ο χρόνος παραγραφής να ορίζεται σε πέντε έτη. Το δικαίωμα του Ι.Κ.Α. προς είσπραξη όλων των χρηματικών απαιτήσεών του, καθώς και των απαιτήσεων των φορέων, κλάδων ή λογαριασμών των οργανισμών κοινωνικής πολιτικής, των οποίων τις εισφορές συνεισπράττει το Ι.Κ.Α., παραγράφεται μετά δεκαετία από τη λήξη του οικονομικού έτους μέσα στο οποίο βεβαιώθηκε υπό στενή έννοια (ταμειακό). Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, μετά από γνώμη του Διοικητικού Συμβουλίου του ΙΚ.Α. η παραγραφή μπορεί να ορίζεται πενταετής.

Οι διατάξεις της παρούσας παραγράφου εφαρμόζονται για χρηματικές απαιτήσεις μισθολογικών περιόδων μετά την εφαρμογή του θεσμού της  Α.Π.Δ..

Για χρηματικές απαιτήσεις μισθολογικών περιόδων πριν την εφαρμογή της Α.Π.Δ., εφαρμόζονται οι διατάξεις της παραγράφου 6 του άρθρου 27 του α.ν.18461 1951, όπως έχει αντικατασταθεί με το άρθρο 2 παράγραφος 8 του ν. 2556/1997 και αναριθμήθηκε με την παρ. 2 του όρθρου 56 του ν.2676/1999.».

Με την προαναφερόμενη διάταξη, αναγνωριζόταν στο τότε Ι.Κ.Α. για πρώτη φορά διάκριση μεταξύ βεβαίωσης με την ευρεία του όρου έννοια (προσδιορισμός της οφειλής και έκδοση καταλογιστικής Πράξης) και βεβαίωσης με τη στενή του όρου έννοια (ταμειακή βεβαίωση, σχετική η υπ’ αριθμ. 12/2002 Εγκύκλιος της Διεύθυνσης Ασφάλισης- Εσόδων του τ. ΙΚΑ).

Οι ως άνω ρυθμίσεις του άρθρου 15 παρ. 2 του Ν. 2972/2001 ίσχυσαν για χρηματικές απαιτήσεις μισθολογικών περιόδων μετά την εφαρμογή του θεσμού της Α.Π.Δ., ήτοι από 01.01.2002 και εφεξής. Στους λοιπούς Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης ίσχυε η 20ετής παραγραφή των απαιτήσεών τους, η οποία είτε προβλέπονταν ρητά στις καταστατικές τους διατάξεις, είτε ελλείψει καταστατικής διάταξης, εφαρμοζόταν ο γενικός κανόνας του Αστικού Κώδικα και ειδικότερα το άρθρο 249, με το οποίο ορίζεται ότι ο χρόνος της παραγραφής των αξιώσεων είναι είκοσι (20) έτη. [Για όλα τα αναφερόμενα ανωτέρω βλ. τις υπ’ αριθμ. 2799/2022 ΔΕΦΑΘ, 83/2022 ΔΠΡ ΘΕΣΣΑΛ, 202/2022 ΔΕΦ ΑΘΗΝΩΝ, 4268/2022 ΔΠΡ ΑΘΗΝ όλες δημοσιευμένες στη ΝΟΜΟΣ, την Γνωμ ΝΣΚ 42/2020, την ΕΓΚΥΚΛΕΙΟ 43/27.12.2022 του eΕΦΚΑ περί παραγραφής των αξιώσεων του eΕ.Φ.Κ.Α. από μη καταβληθείσες ασφαλιστικές εισφορές].

Προσέτι, με την παρ. 1 του άρθρου 95 του Ν. 4387/2016 (A` 85), με ημερομηνία έναρξης ισχύος 12.05.2016 ορίστηκε ότι: «Από την έναρξη ισχύος του παρόντος, οι απαιτήσεις των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης που εντάσσονται στον ΕΦΚΑ από μη καταβληθείσες ασφαλιστικές εισφορές υπόκεινται σε εικοσαετή παραγραφή, που αρχίζει από την πρώτη μέρα τού επόμενου έτους εντός του οποίου παρασχέθηκε η ασφαλιστέα εργασία ή υπηρεσία. Η ρύθμιση αυτή δεν εφαρμόζεται στις ήδη παραγεγραμμένες, κατά τις ισχύουσες κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος διατάξεις, απαιτήσεις (…)».

Πλην όμως, όπως κρίθηκε με την 1833/2021 απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικράτειας, στην οποία εισήχθη η υπόθεση, κατά τη διαδικασία του άρθρου 1 παρ. 1 του Ν. 3900/2010 (πιλοτική δίκη), η διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 95 του Ν. 4387/2016, με την οποία θεσπίσθηκε ενιαία ρύθμιση για την παραγραφή των αξιώσεων για καταβολή εισφορών των εντασσομένων στον Ε.Φ.Κ.Α. φορέων, ορίζεται δε ότι η διάρκειά της σε είκοσι έτη, αντίκειται στην αρχή της ασφάλειας του δικαίου και στην κατοχυρωμένη στο άρθρο 25 παρ. 1 εδ. δ` του Συντάγματος αρχή της αναλογικότητας, καθόσον ο χρόνος παραγραφής των είκοσι ετών δεν συνιστά εύλογη διάρκεια της οικείας προθεσμίας, η οποία, απαιτείται να είναι σχετικά σύντομη. Το δε κενό στη ρύθμιση που καταλείπονταν (δεδομένου ότι δεν υφίσταντο προϋφιστάμενο δίκαιο, που να ρύθμιζε κατά τρόπο ενιαίο το ζήτημα λαμβανομένης υπόψη και της σαφούς βούλησης του νομοθέτη να θεσπίσει κοινή ρύθμιση για την παραγραφή των αξιώσεων καταβολής ασφαλιστικών εισφορών του συνόλου των εντασσόμενων στον Ε.Φ.Κ.Α. φορέων) πληρώθηκε με την εφαρμογή του κανόνα της δεκαετούς παραγραφής των αξιώσεων για την καταβολή εισφορών όλων των εντασσόμενων στον Ε.Φ.Κ.Α. φορέων, ο οποίος κρίθηκε ότι αποτελεί εύλογο χρόνο παραγραφής των εν λόγω αξιώσεων και αποτελούσε, το προϊσχύον δίκαιο για τις αξιώσεις καταβολής ασφαλιστικών εισφορών του Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. (άρθρο 27 παρ. 6 του α.ν. 1846/1951, όπως αντικαταστάθηκε τελικώς με το άρθρο 15 παρ. 2 του ν. 2972/2001).

Πλέον, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 95 του Ν. 4387/2016, όπως αυτό τροποποιήθηκε με το άρθρο 29 του Ν. 4445/2016 (ΦΕΚ Α 236/19.12.2016) και διαμορφώθηκε με το άρθρο 6 παρ. 1 του Ν. 4997/2022 (ΦΕΚ Α 219/25.11.2022), με τίτλο «Παραγραφή αξιώσεων Ηλεκτρονικού Εθνικού Φορέ Κοινωνικής Ασφάλισης», ορίζεται ρητώς ότι «1. Από την έναρξη ισχύος του παρόντος, η αξίωση του Ηλεκτρονικού Εθνικού Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (e-Ε.Φ.Κ.Α.) και των φορέων που εντάσσονται σε αυτόν για την είσπραξη απαιτήσεων από μη καταβληθείσες ασφαλιστικές εισφορές και των πάσης φύσεως προσθέτων τελών, τόκων, προσαυξήσεων, προστίμων και επιβαρύνσεων, καθώς και των λοιπών ποσών που συνεισπράττονται με αυτές, υπόκειται σε δεκαετή παραγραφή που αρχίζει από την πρώτη μέρα του επόμενου έτους εκείνου εντός του οποίου παρασχέθηκε η ασφαλιστέα εργασία ή υπηρεσία, ανεξαρτήτως του χρόνου κατά τον οποίο οι απαιτήσεις αυτές βεβαιώθηκαν. Η παραγραφή διακόπτεται στις περιπτώσεις της παρ. 1 του άρθρου 138 του ν. 4270/2014 (Α’ 143), περί του καθορισμού των περιπτώσεων διακοπής της παραγραφής των χρηματικών απαιτήσεων του Δημοσίου, καθώς και με την κοινοποίηση πράξης βεβαίωσης, εν ευρεία ή εν στενή έννοια, προς τον υπόχρεο.

  1. Για απαιτήσεις που προέρχονται από ασφαλιστέα εργασία ή υπηρεσία που παρασχέθηκε μετά από την 1η.1.2026 η παραγραφή της παρ. 1 ορίζεται πενταετής.
  2. Απαίτηση, η οποία σύμφωνα με το παρόν έχει υποπέσει σε παραγραφή, δεν λαμβάνεται υπόψη κατά την έκδοση αποδεικτικού ασφαλιστικής ενημερότητας ή βεβαίωσης οφειλής που επέχει θέση ασφαλιστικής ενημερότητας.».

Επιπλέον, με τις παρ. 2 έως 5 του άρθρου 6 του Ν. 4997/2022 ΦΕΚ (με το οποίο όπως εκτέθηκε ανωτέρω διαμορφώθηκε το άρθρο 95 του Ν. 4387/2016) ορίζεται ρητώς ότι: «2. Η παρ. 1 δεν επηρεάζει αξιώσεις που είχαν παραγραφεί πριν από την έναρξη ισχύος του ν. 4387/2016.

  1. Οφειλές για τις οποίες παρήλθε ο χρόνος παραγραφής της παρ. 1 του άρθρου 95 του ν. 4387/2016, όπως διαμορφώνεται με την παρ. 1 του παρόντος, χωρίς να έχει μεσολαβήσει γεγονός που διακόπτει την παραγραφή, θεωρούνται παραγεγραμμένες, ακόμη και αν έχει κοινοποιηθεί ατομική ειδοποίηση ή έχει γίνει καταβολή έναντι της βεβαιωθείσας οφειλής ή η οφειλή έχει υπαχθεί σε ρύθμιση μετά το πέρας του χρόνου παραγραφής. Χρηματικά ποσά που έχουν καταβληθεί για την εξόφληση οφειλών που έχουν παραγραφεί, σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο, δεν αναζητούνται […]».

Περαιτέρω, αναφορικά με την διακοπή της παραγραφής των ασφαλιστικών αξιώσεων του πρώην Ι.Κ.Α (και πλέον eΕΦΚΑ) θα πρέπει να σημειωθούν τα κάτωθι:

Με το άρθρο μόνο του π.δ. 437/1977 (Α΄134) ορίστηκε ότι: «Εξαιρούνται της εφαρμογής του ν.δ/τος 496/1974 «περί Λογιστικού των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου» ως ετροποποιήθη υπό του ν. 369/1976 «περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως του ν.δ. 496/1974, ως ετροποποιήθη μεταγενεστέρως, οι Ασφαλιστικοί Οργανισμοί οι υπαγόμενοι εις την εποπτείαν του Υπουργείου Κοινωνικών Υπηρεσιών».

Με το άρθρο μόνο του π.δ. 305/85 (Α΄113) ορίστηκε ότι: «Οι διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 7 και του άρθρου 43 του Ν.Δ. 496/74 «Περί λογιστικού των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου» όπως η τελευταία διαμορφώθηκε με τους Νόμους 369/76 και 578/77, εφαρμόζονται και για τους ασφαλιστικούς οργανισμούς που υπάγονται στο Υπουργείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων πλην ΙΚΑ και ΟΓΑ, καταργουμένης της εξαίρεσης που θεσπίστηκε για τα θέματα αυτά με το Π. Διάταγμα 437/77».

Με το άρθρο μόνο του π.δ. 192/29 Μαϊου-18 Ιουνίου 1986 (Α’ 78) ορίστηκε ότι: «Οι διατάξεις της παρ. 2 του άρθρ. 7 και του άρθρου 43 του Ν.Δ. 496/74 “Περί λογιστικού των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου” όπως η τελευταία διαμορφώθηκε με τους Νομ. 369/76 και 578/77, καθώς και οι διατάξεις του κατ’ εξουσιοδότηση του ως άνω άρθρ. 43 εκδοθέντος Π.Δ. 715/79, εφαρμόζονται και για τους ασφαλιστικούς Οργανισμούς που υπάγονται στο Υπουργείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων πλην ΙΚΑ και ΟΓΑ, καταργουμένης της εξαίρεσης που θεσπίστηκε για τα θέματα αυτά, με το Π.Δ. 437/77».

Αναφορικά με το Ν. 2362 /1995 «περί Δημοσίου Λογιστικού…»(Α΄247). Στο άρθρο 88 ορίζεται: «Διακοπή παραγραφής απαιτήσεων του Δημοσίου» « 1. Την παραγραφή χρηματικής απαιτήσεως του Δημοσίου διακόπτει: α. Η κατάσχεση περιουσιακού στοιχείου του οφειλέτη ή συνοφειλέτη ή τρίτου εγγυητή αυτών και ανεξάρτητα αν αυτή ενεργείται εις χείρας αυτών ή ενεργείται τρίτου. β. Η έκδοση προγράμματος πλειστηριασμού, ανεξάρτητα από την κοινοποίηση ή μη αυτού στον καθ` ου έχει εκδοθεί το πρόγραμμα. γ. Η αναγγελία προς επαλήθευση στην πτώχευση είτε του οφειλέτη είτε φυσικού ή νομικού προσώπου μετ` αυτού συνυποχρέου ή για τα χρέη του οποίου ευθύνεται αυτό… δ. Η αναγγελία προς κατάταξη σε πλειστηριασμό περιουσιακού στοιχείου του οφειλέτη ή των λοιπών ανωτέρω στην περίπτωση γ` αναφερόμενων προσώπων. ε. Η αναγγελία στον εκκαθαριστή κληρονομίας ή στον εκκαθαριστή διαλυθέντος νομικού προσώπου. Εάν… στ. Η εγγραφή υποθήκης ή προσημειώσεως υποθήκης επί ακινήτου οποιουδήποτε από τα αναφερόμενα ανωτέρω στην περίπτωση γ` πρόσωπα… ζ. Από της ενάρξεως της κατά τον Κώδικα Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων διοικητικής (αναγκαστικής) εκτελέσεως μέχρι να καταστεί αμετάκλητος ο πίνακας κατατάξεως δανειστών, κάθε πράξη της εκτελέσεως και κάθε διαδικαστική ως προς τον πίνακα κατατάξεως πράξη των διαδίκων ή του δικαστηρίου…2… 3…4. Με την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος άρθρου οι κατά τις γενικές διατάξεις λόγοι διακοπής της παραγραφής ισχύουν και για τις απαιτήσεις του Δημοσίου.».

Περαιτέρω στο άρθρο 107 παρ. 1 του ιδίου νόμου διευκρινίζεται ότι: «Οι διατάξεις του παρόντος νόμου περί παραγραφής εφαρμόζονται επί απαιτήσεων που γεννώνται μετά την έναρξη ισχύος του. Όσον αφορά όμως την αναστολή και τη διακοπή της παραγραφής, οι σχετικές διατάξεις του παρόντος νόμου εφαρμόζονται και επί απαιτήσεων που έχουν γεννηθεί πριν από την ισχύ αυτού, εάν τα επαγόμενα την αναστολή ή διακοπή γεγονότα έχουν συντελεσθεί μετά την ισχύ αυτού.»

Με την παρ.7α άρθρ.27 Ν.1846/1951, η οποία προστέθηκε με την παρ.8 άρθρ.2 Ν.2556/1997, ΦΕΚ Α 270/24.12.1997,ορίζεται ότι: «7α. Οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 4 του άρθρου 87 του ν.2362/1995, περί αναστολής παραγραφής των απαιτήσεων του Δημοσίου, καθώς και των άρθρων 88 και 89 του ίδιου νόμου, περί διακοπής παραγραφής των απαιτήσεων του Δημοσίου και συνεπειών παραγραφής αυτών αντίστοιχα, εφαρμόζονται ανάλογα και στο Ι.Κ.Α»

Επιπρόσθετα, στις διατάξεις των άρθρων 247, 260, 261, 264, 270 και 272 του Αστικού Κώδικα ορίζονται τα εξής: «Άρθρο 243 (Προθεσμίες) 1…2…3.Προθεσμία που έχει προσδιοριστεί σε χρόνια λήγει μόλις περάσει η αντίστοιχη ημερομηνία του τελευταίου χρόνου. `Άρθρο 247 (Παραγραφή της αξίωσης) Το δικαίωμα να απαιτήσει κάποιος από άλλον μια πράξη ή μια παράλειψη (αξίωση) παραγράφεται. `Άρθρο 260: (Διακοπή-Αναγνώριση) Η παραγραφή διακόπτεται, όταν ο υπόχρεος αναγνωρίσει την αξίωση με οποιοδήποτε τρόπο. `Άρθρο 261 (Άσκηση αγωγής) Την παραγραφή διακόπτει η άσκηση της αγωγής. Η παραγραφή που διακόπηκε με τον τρόπο αυτόν αρχίζει και πάλι από την έκδοση τελεσίδικης απόφασης ή την κατ` άλλον τρόπο περάτωση της δίκης. `Άρθρο 264 (`Άλλοι τρόποι διακοπής) Την παραγραφή διακόπτουν επίσης: 1. η επίδοση επιταγής πληρωμής κάτω από εκτελεστό δικαιόγραφο 2. Η αναγγελία για επαλήθευση σε πτώχευση 3. η αναγγελία για κατάταξη σε πλειστηριασμό 4. η υποβολή ένστασης συμψηφισμού της αξίωσης.» `Άρθρο 270 (Αποτελέσματα διακοπής) Αν η παραγραφή διακόπηκε, ο χρόνος που πέρασε έως τότε δεν υπολογίζεται και αφότου περατώθηκε η διακοπή αρχίζει νέα παραγραφή. Στις περιπτώσεις του άρθρου 250 νέα παραγραφή αρχίζει μόλις λήξει το έτος μέσα στο οποίο περατώθηκε η διακοπή. ΄Άρθρο 272 (Ενέργεια της συμπλήρωσης της παραγραφής) Όταν συμπληρωθεί η παραγραφή, ο υπόχρεος έχει δικαίωμα να αρνηθεί την παροχή.»

Σύμφωνα με ν.δ. 356/1974 «Περί Κώδικος Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων. ( ΦΕΚ A’90) και ειδικότερα σύμφωνα με Άρθρον 7. (Χρόνος λήψεως αναγκαστικών μέτρων) οριζόταν ότι «Από της επομένης ημέρας καθ’ ην κατά το άρθρον 5 του παρόντος Ν. Διατάγματος τα χρέη προς το Δημόσιον καθίστανται ληξιπρόθεσμα ο Διευθυντής του Ταμείου δικαιούται εις την λήψιν αναγκαστικών μέτρων κατά των οφειλετών διά το καθυστερούμενον μέρος του χρέους.».

Συνακόλουθα τούτων και ειδικότερα από τις προαναφερόμενες διατάξεις, ερμηνευόμενες αυτοτελώς, αλλά και σε συνδυασμό μεταξύ τους προκύπτει ότι η παραγραφή κάθε είδους χρηματικών απαιτήσεων του ΙΚΑ, καθώς και των οργανισμών, ταμείων και λογαριασμών των οποίων οι εισφορές συνεισπράττονταν από το ΙΚΑ, που προέρχονταν από ασφαλιστικές εισφορές αλλά και αναλογούντα πρόσθετα τέλη, προσαυξήσεις και αυτοτελή πρόσθετα τέλη, παραγράφονταν μετά την παρέλευση δεκαετίας, η οποία άρχιζε από τη λήξη του οικονομικού έτους εντός του οποίου βεβαιώθηκαν υπό στενή έννοια (ταμειακά).

Το ΙΚΑ εξαιρείται από την εφαρμογή των διατάξεων που διέπουν τις αξιώσεις των λοιπών νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, καθώς με το άρθρο μόνο του π.δ/τος 437/1977 (Α΄134), το οποίο εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση της παραγράφου 2 του άρθρου 56 του ν.δ. 496/1974 [(όπως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε διαδοχικώς με το άρθρο 15 του ν.396/1976 (Α΄ 164) και το άρθρο 2 του ν. 578/1977 (Α΄106)], το νομοθετικό διάταγμα περί λογιστικού των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου δεν εφαρμόζεται στους ασφαλιστικούς οργανισμούς που τελούσαν εξαρχής υπό την εποπτεία του Υπουργείου Κοινωνικών Υπηρεσιών (βλ. ΣτΕ 28/2012, 295/11, 1327/2009, 199/2007).

Με δεδομένη την εξαίρεση του Ι.Κ.Α. από την εφαρμογή του ν.δ. 496/1974 «περί Λογιστικού των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου» (ΝΣΚ 8/2014) εφαρμόζονται ανάλογα γι’ αυτό οι διατάξεις του Δημοσίου λογιστικού καθώς και οι γενικές περί διακοπής της παραγραφής διατάξεις του Αστικού Κώδικα, όταν οι καταστατικές του διατάξεις σιγούν [ΝΣΚ 8/2014, 168/2010 σελ. 22, Γ. Ψηλός: «χρόνος παραγραφής δικαιώματος ΙΚΑ για είσπραξη εισφορών (αναστολή – διακοπή παραγραφής)»: Δ.Ε.Ν. 1999.459 επ.].

Ως προς τους λόγους διακοπής της παραγραφής, πριν από τη θέση σε ισχύ του Ν. 2556/1997 «Μέτρα κατά της εισφοροδιαφυγής-διασφάλιση εσόδων ΙΚΑ κλπ», ίσχυαν οι γενικοί λόγοι που αναφέρονται στα άρθρα 260επ. Α.Κ., ήτοι η αναγνώριση της αξίωσης από τον οφειλέτη, η έγερση αγωγής από τον δικαιούχο, η επίδοση επιταγής πληρωμής κάτω από εκτελεστό δικαιόγραφο και η εγγραφή υποθήκης.

Με την προσθήκη της διάταξης της παραγράφου 7α του άρθρου 27 του α.ν. 1846/1951, με το άρθρο 15 του ν.2972/2001, οι περί διακοπής παραγραφής των απαιτήσεων του Δημοσίου διατάξεις του άρθρου 88 του ν. 2362/1995 εφαρμόσθηκαν αναλογικά και στις απαιτήσεις του Ι.Κ.Α. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 88 του ν.2362/1995, εάν άρχισε η παραγραφή μιας αξίωσης και δεν ολοκληρώθηκε μπορεί να διακοπεί η παραγραφή αυτής κατά του οφειλέτη με τη συνδρομή ενός από τους περιοριστικά αναφερομένους σ’ αυτήν λόγους.

Ειδικότερα σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις, λόγοι διακοπής της παραγραφής αποτελούν πράξεις διοικητικής αναγκαστικής εκτέλεσης, ήτοι η έκδοση προγράμματος πλειστηριασμού, η αναγγελία χρηματικής απαίτησης προς επαλήθευση σε πτώχευση ή προς κατάταξη σε πλειστηριασμό περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη, η αναγγελία χρηματικής απαίτησης στον εκκαθαριστή κληρονομίας ή στον εκκαθαριστή διαλυθέντος νομικού προσώπου και τέλος η εγγραφή προσημείωσης ή υποθήκης.

Την άποψη ότι η κοινοποίηση ή και επανακοινοποίηση των  καταλογιστηκών πράξεων μετ’ επιταγής, συνιστά λόγο διακοπής παραγραφής των αξιώσεων του Ι.Κ.Α. έναντι των οφειλετών του, υιοθέτησε η με αριθμ.πρωτ. 20/Ε33/16/10-2-1998 εγκύκλιος της Διεύθυνσης Ασφάλισης-Εσόδων-Τμήμα Αναγκαστικών Μέτρων του Ι.Κ.Α. με θέμα «Κοινοποίηση διατάξεων ν.2556/97 που αφορούν θέματα αναγκαστικών μέτρων είσπραξης εσόδων», αλλά και οι προηγηθείσες 110/1987 και72/1991. Ειδικότερα, στην ως άνω εγκύκλιο (20/1998), αφού παρατίθενται αναλυτικά όλοι οι λόγοι διακοπής της παραγραφής που περιλαμβάνονται τόσο στο άρθρο 88 του ν. 2362/1995 όσο και στον Α.Κ., στη συνέχεια, δίνονται οδηγίες για την εφαρμογή τους. Ειδικότερα σημειώνεται: «…5. Σύμφωνα με το εδάφιο 4 του άρθρου 88 του ν. 2362/95, το οποίο πλέον εφαρμόζεται και για τις απαιτήσεις του Ι.Κ.Α., οι διατάξεις περί διακοπής παραγραφής σύμφωνα με το νόμο αυτό έχουν τον πρώτο λόγο στην εφαρμογή και μετά αυτές του ΑΚ τις οποίες ήδη έχουμε εκθέσει. Σε κάθε περίπτωση, τα ως άνω διακοπτικά μέτρα πρέπει να λαμβάνονται προκειμένου να παραταθεί ο χρόνος είσπραξης των οφειλομένων. Για τις παραγραφόμενες απαιτήσεις του Ιδρύματος, θα γίνεται διακοπή της παραγραφής με την έκδοση προγράμματος πλειστηριασμού, όπου υπάρχουν περιουσιακά στοιχεία (κινητά ή ακίνητα) ή κοινοποίηση ΠΕΕ μετ’ επιταγής όπου δεν υπάρχουν περιουσιακά στοιχεία…».

Ωστόσο, η δημόσια διοίκηση δεσμεύεται από την αρχή της νομιμότητας, όπως αυτή καθιερώνεται με τις διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 2, 43, 50, 82, 83 και 95 & 1 του Συντάγματος (ΣτΕ 8721/1992, 2987/1994), και η οποία συνεπάγεται ότι η διοίκηση οφείλει ή μπορεί να προβαίνει μόνο σε ενέργειες που προβλέπονται και επιβάλλονται ή επιτρέπονται από τους κανόνες που θεσπίζουν το Σύνταγμα, οι νομοθετικές πράξεις, οι διοικητικές κανονιστικές πράξεις, που έχουν εκδοθεί βάσει νομοθετικής εξουσιοδότησης, καθώς και από κάθε κανόνα ανώτερης ή ισοδύναμης προς αυτούς τυπικής ισχύος.

Αντίθετα, από τις γενικές αρχές του διοικητικού δικαίου προκύπτει σαφώς ότι η Εγκύκλιος είναι μια πράξη της Διοίκησης που εξαντλεί τη δεσμευτική ισχύ της μέσα στα πλαίσια της Διοίκησης και δεν έχει ισχύ νόμου (ΑΠ 788/2019). Ειδικότερα οι Εγκύκλιοι διακρίνονται σε Ερμηνευτικές και Κανονιστικές. Τις Ερμηνευτικές Εγκυκλίους εκδίδουν οι ιεραρχικά Προϊστάμενοι των διαφόρων υπηρεσιακών σχηματισμών του Κράτους και των ΝΠΔΔ (π.χ. Υπουργοί, Περιφερειάρχες, Γενικοί Γραμματείς, Διοικητές) κατά την άσκηση του προληπτικού ιεραρχικού ελέγχου και με αυτές επαναλαμβάνουν, σχολιάζουν και επεξηγούν τις διατάξεις των νομοθετικών και κανονιστικών πράξεων και παρέχουν οδηγίες για τον τρόπο εφαρμογής τους. Με τις Κανονιστικές Εγκυκλίους καθορίζονται καθήκοντα των ιεραρχικά υφισταμένων υπαλλήλων έναντι των προϊσταμένων τους και επιβάλλονται υποχρεώσεις και αναγνωρίζονται δικαιώματα των διοικούμενων. Οι εγκύκλιοι διαταγές, οι οποίες εκδίδονται από προϊστάμενες διοικητικές αρχές, οι οποίες ασκούν είτε τον ιεραρχικό έλεγχο είτε τη διοικητική εποπτεία, απευθύνονται στις υφιστάμενες αρχές ή σε εποπτευόμενα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, τα οποία πρόκειται να εκδώσουν την εκτελεστή πράξη και παρέχουν οδηγίες ή έκφραση αντιλήψεων σχετικά με την ορθή ερμηνεία νεοπαγούς εφαρμοστέου νόμου ή κανονιστικής απόφασης ή την εφαρμογή τους σ’ ένα ορισμένο θέμα. Γι’ αυτό ονομάζονται ερμηνευτικές εγκύκλιοι κι έχουν ως σκοπό την ομοιόμορφη ερμηνεία κι εφαρμογή των νόμων και συνεπώς τον περιορισμό ανασφαλειών, που συνδέονται με τη νομική ερμηνεία. Ως εκ τούτου, εξομοιώνονται με τις διατυπωθείσες στην επιστήμη και τις διαμορφωθείσες στη νομολογία ερμηνείες, οι οποίες λαμβάνονται συχνά υπόψη για την αντιμετώπιση μιας συγκεκριμένης περίπτωσης. Σ’ αυτήν την κατηγορία ανήκουν και οι πράξεις που απλώς κοινοποιούν το νόμο ή τη διοικητική κανονιστική απόφαση, καθώς κι εκείνες με τις οποίες παρέχονται συστάσεις όπως τηρηθεί σ’ ένα συγκεκριμένο θέμα ορισμένος τρόπος ενεργείας {Eπ. Σπηλιωτόπουλος: Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου Τόμος.1, 13η έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, 2010, σελ.256, Γέροντας Α., Οι Εγκύκλιοι (νομική φύση, διακρίσεις, δικαστικός έλεγχος), 1993 Αθήνα-Κομοτηνή}.

Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω είναι αδύνατη η θέση, τροποποίηση, κατάργηση ή αντικατάσταση κανόνων δικαίου με έγγραφα της Διοίκησης για την έκδοση των οποίων δεν υφίσταται εξουσιοδότηση από τυπικό νόμο και σύμφωνα με τους λοιπούς όρους των διατάξεων του άρθρου 43 παρ. 2 και 4 του Συντάγματος.

Επομένως, ούτε με την προαναφερθείσα εγκύκλιο 20/1998 ούτε με κανένα άλλο από τα έγγραφα που το Ι.Κ.Α. εξέδωσε προς τις υπηρεσίες του ή τους πολίτες προς παροχή οδηγιών ή διευκρινίσεων, είναι δυνατόν να προστίθεται λόγος διακοπής της παραγραφής των αξιώσεων του Ιδρύματος και κατά συνέπεια, η σε τέτοιου είδους έγγραφα διατυπωμένη θέση ότι η κοινοποίηση των ΠΕΕ διακόπτει την παραγραφή των αξιώσεων είναι μη νόμιμη και δεν παράγει αποτελέσματα για τους διοικούμενους.

Περαιτέρω η πρακτική κοινοποίησης στους οφειλέτες ΠΕΕ και άλλων συναφών Πράξεων, συνοδευόμενων με επιταγή προς πληρωμή, αποτελεί πρακτική που δεν προβλέπεται από καμία σχετική διάταξη νόμου. Η διοικητική εκτέλεση δεν γνωρίζει ούτε την επιταγή προς εκτέλεση, ούτε άλλη προδικασία της εκτέλεσης, αλλά από την επόμενη ημέρα, κατά την οποία τα χρέη καθίστανται ληξιπρόθεσμα, ο διευθυντής του Ταμείου δικαιούται στη λήψη αναγκαστικών μέτρων κατά των οφειλετών. Το άρθρο 264 Α.Κ. που προβλέπει διακοπή της παραγραφής με επίδοση επιταγής πληρωμής αναφέρεται στην επίδοση επιταγής κάτω από εκτελεστό δικαιόγραφο από τα αναφερόμενα στην ΚΠολΔ 904, όπως αυτή προβλέπεται και επιβάλλεται ως αναγκαία διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης από το άρθρο 924 Κ.Πολ.Δ. και δεν παρέχει στα όργανα της διοικητικής εκτέλεσης ευχέρεια να δημιουργήσουν ιδίαν μορφή επιταγής προς πληρωμή. (ΝΣΚ 267/1990, Β. Βαθρακοκοίλης, Ερμηνεία- Νομολογία ΑΚ, Αθήνα 2001, τ. Α΄σελ.1082) [βλ. για όλα τα ανωτέρω Γνωμ. ΝΣΚ 42/2020].

Σε κάθε όμως περίπτωση, το γεγονός ότι η κοινοποίηση  καταλογιστηκών πράξεων που επιδόθηκαν – κοινοποιήθηκαν πριν την έναρξη ισχύος του Ν. 4387/2016 (ΦΕΚ Α 85 12.5.2016) δεν αποτελεί λόγο διακοπής της παραγραφής συνομολογεί και ο ίδιος ο Φορέας (e ΕΦΚΑ στον οποίο εντάσσονται πλέον όλοι οι υφιστάμενοι αντίστοιχοι φορείς κοινωνικής ασφάλισης, μεταξύ των οποίων και ο Ι.Κ.Α.) με την υπ’ αριθ. 43/27.12.2022 ΕΓΚΥΚΛΙΟ της Κεντρικής Υπηρεσίας και ειδικότερα της Διεύθυνση Αναγκαστικών Μέτρων Είσπραξης και Νομικής Υποστήριξης κατά την οποία « […] Στο σημείο αυτό θα πρέπει να αποσαφηνιστεί κατά πόσον οι κοινοποιούμενες κατά το παρελθόν  καταλογιστηκές πράξεις αποτέλεσαν διακοπτικό λόγο της παραγραφής ή όχι. Στο παρελθόν είχε παρασχεθεί ως οδηγία από τη Διοίκηση του τ. ΙΚΑ-ΕΤΑΜ ιδίως με τις υπ’ αρ.110/1987, 72/1991 και 20/1998 Εγκυκλίους της Δ/νσης Ασφάλισης-Εσόδων ότι η παραγραφή των απαιτήσεων από μη καταβληθείσες εισφορές διακόπτεται με την κοινοποίηση μεν των  καταλογιστηκών πράξεων αλλά μόνο μετ’ επιταγής προς πληρωμή και όχι με την απλή κοινοποίηση. Στο πέρασμα των χρόνων δημιουργήθηκε η πρακτική της κοινοποίησης των  καταλογιστηκών πράξεων χωρίς επιταγή πληρωμής, η οποία σε καμία περίπτωση δεν αποτελούσε μέχρι και την δημοσίευση των κοινοποιούμενων διατάξεων διακοπτικό μέσο. Ως εκ τούτου, η προθεσμία παραγραφής διακόπτεται μεν με την κοινή κοινοποίηση των  καταλογιστηκών πράξεων αλλά μόνο εφόσον η κοινοποίηση έχει πραγματοποιηθεί από τις 12/5/2016 κι εντεύθεν διότι προγενέστερα καμία διάταξη νόμου δεν όριζε την απλή κοινοποίηση των  καταλογιστηκών πράξεων ως διακοπτικό γεγονός […]».

Πλέον, σύμφωνα με την νέα διάταξη του άρθρου 95 του Ν. 4387/2016, όπως αυτή τροποποιήθηκε με το άρθρο 29 του Ν. 445/2016, ΦΕΚ Α 236/19.12.2016 και διαμορφώθηκε με το άρθρο 6 παρ. 1 του Ν. 4997/2022 (ΦΕΚ Α 219/25.11.2022) ορίζεται ότι ««1. Από την έναρξη ισχύος του παρόντος […].Η παραγραφή διακόπτεται στις περιπτώσεις της παρ. 1 του άρθρου 138 του ν. 4270/2014 (Α’ 143), περί του καθορισμού των περιπτώσεων διακοπής της παραγραφής των χρηματικών απαιτήσεων του Δημοσίου, καθώς και με την κοινοποίηση πράξης βεβαίωσης, εν ευρεία ή εν στενή έννοια, προς τον υπόχρεο» (βλ. αρ. 95 παρ. 1 αυτής, εδ. β΄ του Ν. 4387/2016).

Ναταλία Κ.Νεραντζάκη, Δικηγόρος

info@efotopoulou.gr

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ

Το email σας δεν θα δημοσιευτεί