Παρεμπόδιση της ακώλυτης θέας προς τη θάλασσα της γειτονικής οικοδομής ως συνέπεια ανέγερσης κτηρίου κατά παράβαση του Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού: Θεμελιώνεται αξίωση προς αποζημίωση λόγω αδικοπραξίας; (ΑΠ 698/2017 ΤΝΠ Νόμος) – Πότε η παράβαση των πολεοδομικών διατάξεων δικαιολογεί αξίωση προς αποζημίωση λόγω αδικοπραξίας; – Θεωρία του προστατευτικού σκοπού του παραβιασθέντος κανόνα δικαίου
Κατά την κρατούσα άποψη, η διάταξη του άρθρου ΑΚ 914 περιέχει, αναφορικά με την προϋπόθεση του παρανόμου, «λευκό» κανόνα δικαίου. Αυτό σημαίνει ότι το τι συνιστά παράνομη συμπεριφορά, η οποία έχει ως συνέπεια την πρόκληση ζημίας σε άλλον, δεν θα μας το πει αυτή η ίδια η διάταξη, η οποία ορίζει μόνο την κύρωση / την έννομη συνέπεια της παράνομης και υπαίτιας πρόκλησης της ζημίας, ήτοι την υποχρέωση αποζημίωσης, αλλά το σύνολο των κανόνων δικαίου της έννομης τάξης, στο οποίο και παραπέμπει (σιωπηρά) η περί ου ο λόγος διάταξη. Έτσι, το πότε μια πράξη ή παράλειψη είναι παράνομη ή νόμιμη θα κριθεί όχι μόνο από το σύνολο της νομοθεσίας (αστικής, διοικητικής, ποινικής κλπ.), αλλά και από τους εθιμικούς κανόνες δικαίου (βλ. ΑΚ 1), όπως επίσης και από τις γενικές αρχές του δικαίου και τις θεμελιώδεις ηθικοδικαϊκές αξιολογήσεις που διέπουν και εμπνέουν το καθολικό σύστημα της έννομης τάξης.
Αρχικώς, ως αφετηρία του ορισμού της παρανομίας τίθεται η -κατά την κρατούσα αντικειμενική θεωρία- αντίθεση της συμπεριφοράς σε ορισμένο απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, τουτέστιν σε επιμέρους διάταξη νόμου. Αυτή, ωστόσο, η υπεραπλούστευση ούτε ικανοποιεί το αίσθημα δικαίου, ούτε και ανταποκρίνεται πλήρως στο πνεύμα του νόμου. Για το λόγο αυτό προτείνονται δύο διορθωτικές επεμβάσεις: η μία προς την κατεύθυνση του περιορισμού της έννοιας του παρανόμου και η άλλη προς την κατεύθυνση της διεύρυνσης της έννοιας αυτής. Η πρώτη περιορίζει το πεδίο ευθύνης του παραπάνω ορισμού, ενώ η δεύτερη το διευρύνει (βλ. Μιχ. Σταθόπουλο, Γενικό Ενοχικό Δίκαιο, τρίτη έκδοση, 1998, σελ. 299, παρ. 3). Στο παρόν άρθρο θα μας απασχολήσει η πρώτη.
Σύμφωνα με τον προτεινόμενο περιορισμό της έννοιας του παρανόμου, για την ύπαρξη παρανομίας, ως προϋπόθεσης του ΑΚ 914, δεν αρκεί η παράβαση οποιασδήποτε διάταξης νόμου, αλλά προσαπαιτείται η παράβαση διάταξης που είτε απονέμει δικαίωμα, είτε προστατεύει συγκεκριμένο ιδιωτικό έννομο συμφέρον του ζημιωθέντος (ΑΠ 683/1995 ΝοΒ 45, 607). Δεν συνιστά, λοιπόν, παράνομη πράξη, παράγουσα αδικοπρακτική ευθύνη προς αποζημίωση, κάθε παράβαση κανόνα δικαίου, αλλά μόνο η παράβαση εκείνη με την οποία προσβάλλονται δικαιώματα, συμφέροντα ή αγαθά που εμπίπτουν στον προστατευτικό σκοπό του παραβιασθέντος κανόνα δικαίου [1]. Αν πάλι με την παράβαση προσβληθούν δικαιώματα, συμφέροντα ή αγαθά έτερα από αυτά που εμπίπτουν στον προστατευτικό σκοπό του παραβιασθέντος κανόνα δικαίου, δεν νομιμοποιείται ο φορέας τους να επικαλεσθεί τον κανόνα αυτόν και την παράβασή του, καθότι ειδικά ως προς αυτόν δεν υφίσταται παρανομία.
Όπως γίνεται αντιληπτό, αποτελεί ζήτημα ερμηνείας της εκάστοτε παραβιαζόμενης διάταξης το ποια ακριβώς συμφέροντα και ποια αγαθά αυτή επιδιώκει να προστατεύσει και σε ποια έκταση εκτείνεται η επιδιωκόμενη προστασία αυτή. Καθοριστικής σημασίας για την ερμηνεία αυτή αποδεικνύεται η λεγόμενη «θεωρία του προστατευτικού σκοπού του κανόνα δικαίου», η οποία εξετάζει αν το συμφέρον που προσβλήθηκε περιλαμβάνεται στην προστατευτική σφαίρα της διάταξης που παραβιάζεται στη συγκεκριμένη εκάστοτε περίπτωση. Ειδικότερα, το κρίσιμο ερμηνευτικό ερώτημα που πρέπει, σύμφωνα με τη θεωρία αυτή, να απαντηθεί είναι το μέχρι ποιου σημείου φθάνει το βεληνεκές του κανόνα δικαίου που παραβιάσθηκε, τουτέστιν ποια συμφέροντα επιδιώκει αυτός ο κανόνας δικαίου να προστατεύσει και ποια η έκταση της παρεχόμενης απ’ αυτόν προστασίας. Ο πυρήνας του ερωτήματος εντοπίζεται στην -με τη βοήθεια των οικείων ερμηνευτικών κριτηρίων της βούλησης του νομοθέτη, της συστηματικής, ήτοι χρονικής, λογικής, ιεραρχικής και ιδίως αξιολογικής ένταξης της ερμηνευόμενης διάταξης εντός του συνολικού πλαισίου της έννομης τάξης και, τέλος, του σκοπού του νόμου [2]- αναζήτηση του προστατευτικού σκοπού, στον οποίο αποβλέπει ο παραβιασθείς κανόνας δικαίου που θεμελιώνει την ευθύνη. Το ζητούμενο της ερμηνείας είναι να βρεθεί αν τα ιδιωτικά αγαθά που προσβλήθηκαν άμεσα ή έμμεσα από ορισμένη συμπεριφορά εμπίπτουν σ’ εκείνα που είχε σκοπό να προστατεύσει η παραβιασθείσα διάταξη νόμου, οπότε και, σε καταφατική περίπτωση, η υπό κρίση συμπεριφορά χαρακτηρίζεται ως παράνομη, γεννώντας ευθύνη αποκατάστασης της ζημίας που επήλθε από την προσβολή αυτή. Αντιθέτως, αν το προσβαλλόμενο αγαθό δεν εμπίπτει στο πεδίο προστασίας του παραβιασθέντος κανόνα δικαίου -είτε γιατί το πρόσωπο του φορέα του προσβαλλόμενου αγαθού δεν προστατεύεται από τον κανόνα δικαίου, είτε γιατί ο κανόνας προστατεύει μεν το πρόσωπο αυτό, πλην όμως σε σχέση με άλλο αγαθό του και όχι με εκείνο που προσβλήθηκε- ο ζημιωθείς δεν νομιμοποιείται να επικαλεσθεί τον κανόνα αυτό, για την αποκατάσταση της ζημίας του (ΑΠ 698/2017).
Από τα ως άνω καθίσταται σαφές ότι δεν αποτελεί κάθε απαγορευτική διάταξη πάντοτε εν ταυτώ και προστατευτική ιδιωτικών εννόμων συμφερόντων διάταξη, και τούτο διότι είναι πιθανόν η θέσπισή της να εξυπηρετεί αποκλειστικά και μόνο το γενικότερο κοινωνικό συμφέρον, όπως είναι επί παραδείγματι οι φορολογικές διατάξεις ή οι διατάξεις που απαγορεύουν την κτήση κυριότητας ακινήτων από υπηκόους κρατών εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε παραμεθόριες περιοχές κλπ. Αρκεί, πάντως, για το χαρακτηρισμό μιας διάταξης ως προστατευτικής η διάταξη αυτή να προστατεύει παράλληλα με το δημόσιο συμφέρον και το συμφέρον των ιδιωτών, όπως είναι π.χ. οι διατάξεις του Κ.Ο.Κ. ή, κατά μια άποψη, και αυτές του Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού, ζήτημα το οποίο κρίνεται κάθε φορά ερμηνευτικά. Για τη γένεση, συνεπώς, δικαιώματος αποζημίωσης σε περίπτωση προσβολής ιδιωτικού / ατομικού εννόμου συμφέροντος, απαιτείται η υπαιτίως παραβιασθείσα διάταξη να αποβλέπει, κατά το γράμμα ή το πνεύμα της, τουλάχιστον και στην προστασία του προσβαλλόμενου ατομικού συμφέροντος. Μόνη περίπτωση που δεν γεννά δικαίωμα αποζημίωσης είναι η παράβαση διάταξης που θεσπίστηκε χάριν αποκλειστικά της προστασίας του γενικού συμφέροντος, έστω και αν με την εν λόγω διάταξη προστατεύεται εμμέσως και το θιγόμενο με την παράβαση ατομικό συμφέρον, το οποίο, όμως, δεν σκόπευε να προστατεύσει ο νομοθέτης (ΑΠ 698/2017, ΑΠ 900/2003, ΑΠ 508/2003. Βλ. και Βασίλη Βαθρακοκοίλη, ΕρΝομΑΚ, Τόμος Γ΄, Ημίτομος Γ΄, Ειδικό Ενοχικό, 2006, σελ. 868) και Γεωργιάδη, στον ΑΚ Γεωργιάδη – Σταθόπουλου, άρθρο 914, σελ. 706-707).
Ζήτημα ανακύπτει κατά πόσο η παράβαση των πολεοδομικών διατάξεων δικαιολογεί αξίωση προς αποζημίωση λόγω αδικοπραξίας του πολίτη εκείνου που ζημιώθηκε στα ιδιωτικά έννομα συμφέροντά του (π.χ. κύριος του γειτονικού ακινήτου) ή, αν αντίθετα, οι διατάξεις αυτές έχουν τεθεί χάριν αποκλειστικά και μόνο του δημοσίου συμφέροντος, χωρίς συγχρόνως να αποσκοπούν σε παράλληλη προστασία και των ιδιωτικών συμφερόντων. Σχετικά έχουν υποστηριχθεί και οι δύο απόψεις. Ορθότερη, ωστόσο, και δικαιότερη κατά την άποψη της γράφουσας φαίνεται να είναι η άποψη που υποστηρίζει ότι ο Γ.Ο.Κ. (Γενικός Οικοδομικός Κανονισμός) προστατεύει παράλληλα με το γενικό κοινωνικό συμφέρον και δικαιολογημένα ιδιωτικά συμφέροντα. Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του νέου Γ.Ο.Κ. (Ν. 4067/2012, ΦΕΚ Α’ 79/09.04.2012, βλ. εις www.hellenicparliament.gr), ο διά του καθορισμού των όρων και προϋποθέσεων δόμησης σκοπός του παρόντος νόµου, είναι μεταξύ άλλων, η σύµφωνη και µε τις αρχές του Συντάγµατος αναβάθμιση της ποιότητας ζωής και η προστασία του φυσικού περιβάλλοντος και της οικιστικής, αρχιτεκτονικής και πολιτιστικής κληρονομιάς, ενώ είναι διάχυτη σε όλο το νομοθετικό πόνημα η μέριμνα του νομοθέτη αφενός μεν για την υιοθέτηση πρακτικών και συνηθειών που θα συμβάλλουν στην επιβράδυνση της κλιματικής υποβάθμισης και, αντίστοιχα, στην περιβαλλοντική αναβάθµιση, αφετέρου δε για τη βελτίωση της ποιότητας ζωής στις πυκνοδοµηµένες και αστικές περιοχές της χώρας, με τη, μεταξύ άλλων, αισθητική αναβάθμιση και ασφάλεια των δημόσιων κοινόχρηστων χώρων και των πεζόδρομων, τη μέγιστη δυνατή εξυπηρέτηση του προορισμού των χώρων αυτών, καθώς και τη δημιουργία υποδομών για την εξυπηρέτηση και τη διευκόλυνση της μετακίνησης των εμποδιζόμενων ατόμων και των ατόμων με αναπηρία (βλ. άρθρο 20 και 26 του νέου Γ.Ο.Κ.). Ήδη, από τους ως άνω ενδεικτικά αναφερόμενους στόχους του νέου οικοδομικού κανονισμού διαφαίνονται ξεκάθαρα τα πιθανά ιδιωτικά έννομα συμφέροντα που έλκουν από την τήρησή του οι πολίτες, με αποτέλεσμα να έχουν κάθε εύλογο και δικαιολογημένο ενδιαφέρον στην ορθή και συνεπή εφαρμογή του, χωρίς να αποκλείεται παντάπασι και εκ των προτέρων η δυνατότητα εξειδίκευσης και χρηματικής αποτίμησης της καταρχήν ηθικής ζημίας που τυχόν υφίστανται σε ατομικά τους συμφέροντα από την παράβαση συγκεκριμένων διατάξεων του κανονισμού.
Σημειωτέον ότι στο διοικητικό δίκαιο οι κύριοι ή οι νομείς όμορου ακινήτου ή οι συγκύριοι του ακινήτου που έλαβε οικοδομική άδεια κατά παράβαση της πολεοδομικής νομοθεσίας δικαιολογούν το κατά το άρθρο 47 ΠΔ 18/1989 έννομο συμφέρον για την άσκηση αίτησης ακύρωσης στο Συμβούλιο της Επικρατείας κατ’ αυτής της οικοδομικής άδειας, ασχέτως αν και οι ίδιοι έχουν παραβιάσει τις ίδιες ή άλλες πολεοδομικές διατάξεις κατά την οικοδόμηση του ακινήτου τους (Κυριακόπουλος Διοικητικό Δίκαιο σελ. 348 επ. Βλ. και ΣτΕ 2189/1994 [3], ΑΠ 983/1990, ΕΦΠΕΙΡ 15/2008 ΤΝΠ Νόμος). Να τονιστεί μάλιστα ότι, καίτοι γίνεται γενικώς δεκτό ότι το απαιτούμενο εκ του άρθρου 47 ΠΔ 18/1989 έννομο συμφέρον πρέπει να είναι προσωπικό, άμεσο και ενεστώς, με την έννοια του «προσωπικού» να σημαίνει ότι μεταξύ αιτούντος και προσβαλλόμενης πράξης απαιτείται να υπάρχει ειδικός δεσμός αναγνωριζόμενος από το δίκαιο, αποκλειομένης τοιουτοτρόπως της φύσης της αίτησης ακυρώσεως ως «λαϊκής αγωγής», που παρέχεται σε οποιονδήποτε πολίτη ενδιαφέρεται για το δικαστικό έλεγχο της Διοίκησης και την τήρηση της αρχής της νομιμότητας, παρόλα αυτά η νομολογία του ΣτΕ έχει, τα τελευταία χρόνια, διευρύνει σημαντικά την έννοια του εννόμου συμφέροντος σχετικά με την προστασία του περιβάλλοντος από κάθε άποψη, δικαιολογώντας έννομο συμφέρον ακόμα και όταν μια κατάσταση έχει ηθική απλώς -όχι δε και υλική- αξία για τον αιτούντα την ακύρωση. Εξάλλου, οι πολεοδομικές ρυθμίσεις δεν είναι άμοιρες ενδιαφέροντος για τον μέσο πολίτη, δεδομένου ότι, όπως έχει ήδη αναφανεί, άπτονται σε μεγάλο βαθμό των όρων διαβίωσης των πολιτών, καθώς και του βιοτικού τους επιπέδου, ήτοι της ποιότητας ζωής τους, σε μεγάλο βαθμό εξαρτώμενης, μεταξύ άλλων, και από το φυσικό και οικιστικό περιβάλλον [4], ένα έννομο αγαθό που αποτελεί συγχρόνως και συνταγματικώς κατοχυρωμένο ατομικό δικαίωμα του καθενός (άρθρο 24 του Συντάγματος), άμεσα συνδεόμενο -κατά την πάγια νομολογία των δικαστηρίων της Χώρας- με το απόλυτο, προσωποπαγές και αναπαλλοτρίωτο δικαίωμα της προσωπικότητας (ΑΚ 57).
Ειδικότερα, κατά τις διατάξεις του άρθρου 24 §§ 1 και 2 του Συντάγματος: «Η προστασία του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος αποτελεί υποχρέωση του Κράτους και δικαίωμα του καθενός. Για τη διαφύλαξή του το Κράτος έχει υποχρέωση να παίρνει ιδιαίτερα προληπτικά μέτρα ή κατασταλτικά μέτρα. Η χωροταξική αναδιάρθρωση της Χώρας, η διαμόρφωση, η ανάπτυξη, η πολεοδόμηση και η επέκταση των πόλεων και των οικιστικών γενικά περιοχών υπάγεται στη ρυθμιστική αρμοδιότητα και τον έλεγχο του Κράτους, με σκοπό να εξυπηρετείται η λειτουργικότητα και η ανάπτυξη των οικισμών και να εξασφαλίζονται οι καλύτεροι δυνατοί όροι διαβίωσης». Από τους ορισμούς του ως άνω άρθρου του Συντάγματος συνάγεται ότι η χωροταξική αναδιάρθρωση της χώρας, καθώς και η ανάπτυξη και η πολεοδόμηση των οικιστικών εν γένει περιοχών επιβάλλεται να γίνονται με κριτήρια την εξυπηρέτηση της λειτουργικότητας και της ανάπτυξης των οικισμών, λαμβανομένων των κατάλληλων μέτρων για την αναβάθμιση και την αποφυγή της επιδείνωσης του οικιστικού περιβάλλοντος. Από τη συνδυαστική ερμηνεία των ανωτέρω διατάξεων με τις διατάξεις του ισχύοντος Γ.Ο.Κ. (Ν. 4067/2012, ΦΕΚ Α’ 79/09.04.2012), λαμβανομένων υπόψη και των σκοπών του τελευταίου, οι οποίοι βρίσκονται σε συστοιχία με τις επιταγές του Συντάγματος, σαφώς συνάγεται ότι οι διατάξεις του Γ.Ο.Κ., οι οποίες αφορούν την ανάγκη έκδοσης οικοδομικής άδειας για το υπό ανέγερση κτίριο, το ύψος αυτού, την κάλυψη του οικοπέδου, την τήρηση αποστάσεων της οικοδομής από τα όρια του οικοπέδου και τους λοιπούς όρους δόμησης αυτού, δεν έχουν θεσπισθεί αποκλειστικά και μόνο για το γενικό δημόσιο συμφέρον, αλλά και για την προστασία του ατομικού εννόμου συμφέροντος των ιδιοκτητών των παρακείμενων ακινήτων (βλ. και άρθρο 162 του Κώδικα Βασικής Πολεοδομικής Νομοθεσίας, καθώς και αιτιολογική έκθεση του Ν. 1337/1983, ΦΕΚ Α’ 33/14.03.1983 «Επέκταση των πολεοδομικών σχεδίων, οικιστική ανάπτυξη και σχετικές ρυθμίσεις»), αφού με τους τιθέμενους περιορισμούς στη δόμηση προστατεύονται και εξυπηρετούνται συνάμα και οι ανάγκες επαρκούς ηλιασμού, αερισμού και φωτισμού των κτηρίων, για την εξασφάλιση των καλύτερων δυνατών όρων διαβίωσης των κατοίκων (ΑΠ 698/2017, ΑΠ 900/2003, ΟλΣτΕ 1159/1989, ΕΦΑΘ 9/2007 ΤΝΠ Νόμος).
Εξάλλου, δεν αποκλείεται η παράβαση των κανόνων της πολεοδομικής νομοθεσίας να συνιστά ad hoc παραβίαση κάποιας διάταξης από το λεγόμενο «γειτονικό δίκαιο», των άρθρων ΑΚ 1003 επ., τα οποία δεν χωρεί καμία αμφιβολία ότι έχουν τεθεί για την προστασία ιδιωτικών κυρίως συμφερόντων [5] και, για την ακρίβεια, χάριν προστασίας του δικαιώματος της κυριότητας των ιδιοκτητών όμορων ακινήτων από τις βλαπτικές επενέργειες που προέρχονται από το γειτονικό ακίνητο και εξασφάλισης, εντεύθεν, της ομαλότητας στη συμβίωση των γειτόνων, διά της προσήκουσας νομοθετικής στάθμισης των εκατέρωθεν συμφερόντων τους. Στις περιπτώσεις αυτές, που η προσβολή του δικαιώματος κυριότητας συνίσταται σε κάποιας μορφής διατάραξη ή βλαπτική επενέργεια (λ.χ. εκπομπές καπνού, αιθάλης, αναθυμιάσεων, θορύβου, ρίζες ή κλαδιά γειτονικού ακινήτου, καρποί που πέφτουν, μερική ενοικοδόμηση σε γειτονικό ακίνητο, κλπ) δεν αποκλείεται, παράλληλα με την αρνητική αγωγή της διάταξης του άρθρου ΑΚ 1108 [6] και κατά την αδιάστικτη διατύπωση της διάταξης αυτής, ο κύριος του ζημιωθέντος ακινήτου να μπορεί να ασκήσει και αγωγή αποζημίωσης κατά τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες, εφόσον -εννοείται- συντρέχουν όλες οι προϋποθέσεις της αδικοπραξίας (ΑΠ 1945/1986 Δνη 28/1425).
Αξίζει δε να σημειωθει ότι κατά την υπ’ αριθμ. 698/2017 απόφαση του Αρείου Πάγου (ΤΝΠ Νόμος), στις εκφάνσεις του ατομικού εννόμου συμφέροντος των ιδιοκτητών των παρακείμενων οικοπέδων που σκόπευε ο νομοθέτης να προστατεύσει με τη θέσπιση των περιορισμών του Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού δεν περιλαμβάνονται μόνο οι ανάγκες για επαρκή ηλιασμό, αερισμό και φωτισμό των κτηρίων τους, αλλά και το συμφέρον τους στην ακώλυτη θέα προς τη θάλασσα, η οποία εμπίπτει και αυτή στο πεδίο προστασίας των ως άνω διατάξεων. Με την απόφασή του αυτή ο Άρειος Πάγος έκρινε ότι το Εφετείο, με την κρίση του ότι «η αγωγή δεν είναι νόμιμη, διότι το θιγόμενο συμφέρον, που, κατά τα εκτιθέμενα, είναι μόνο η παρεμπόδιση της θέας των εναγόντων προς τη θάλασσα, εξαιτίας της αυθαίρετης οικοδομής που ανήγειραν οι εναγόμενοι στο όμορο ακίνητό τους, δεν εμπίπτει στον προστατευτικό σκοπό του κανόνα δικαίου που παραβιάστηκε» και ότι «με τη θέσπιση των περιορισμών του Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού ο νομοθέτης δεν σκόπευε να προστατεύσει τη θέα των ακινήτων, καθόσον η ανέγερση οικοδομής και με νόμιμη οικοδομική άδεια, συνεπάγεται αφ’ εαυτής την παρεμπόδιση της θέας της γειτονικής οικοδομής», παραβίασε, με εσφαλμένη ερμηνεία και μη εφαρμογή τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων ΑΚ 914, 24 του Συντάγματος, 9 και 22 του Ν. 1577/1985, αλλά και εκείνες των άρθρων 17 και 25 του νόμου 1337/1983, και 162 του Κώδικα Βασικής Πολεοδομικής Νομοθεσίας (γενικοί όροι και περιορισμοί δόμησης).
Εν κατακλείδι, δεν αποκλείεται ο ιδιοκτήτης ενός ακινήτου που προσβάλλεται στο δικαίωμα της κυριότητάς του να έχει την παράλληλη προστασία τόσο της αρνητικής αγωγής του ΑΚ 1108, με ενδεχόμενη αξίωση αποζημίωσης λόγω αδικοπραξίας (ΑΚ 914 επ.), όσο και της αίτησης ακύρωσης στο Συμβούλιο της Επικρατείας της παρανόμως εκδοθείσας άδειας της αρμόδιας διοικητικής αρχής. Αν βέβαια η παράνομη συμπεριφορά του ενός ιδιοκτήτη προσβάλλει τα συμφέροντα του άλλου λόγω παράβασης των ΑΚ 1003 – 1032, ο τελευταίος προστατεύεται και από τις διατάξεις αυτές. Εννοείται ότι ο ιδιοκτήτης ακινήτου του οποίου προσβάλλονται τα έννομα συμφέροντα από παραβίαση κάποιας διάταξης της νομοθεσίας περί σχεδίου πόλεων ή του Γ.Ο.Κ. εκ μέρους του γείτονα μπορεί πάντοτε να καταγγείλει την παράβαση στην αρμόδια διοικητική αρχή.
Μπενάκη Βικεντία – Άννα
Δικηγόρος Αθηνών
Μ.Δ.Ε. Φιλοσοφίας Δικαίου Νομικής Αθηνών
info@efotopoulou.gr
[1] Βλ. όμως Δεληγιάννη/Κορνηλάκη σελ. 142, σύμφωνα με τους οποίους κάθε παράβαση διάταξης νόμου αποτελεί παρανομία και όχι μόνο η παράβαση των διατάξεων των προστατευτικών (και) ιδιωτικών συμφερόντων. Απλώς, σε περίπτωση παράβασης και ιδιωτικών συμφερόντων είναι πιθανότερο να υπάρχει επιπλέον και ζημία και αιτιώδης συνάφεια, οπότε και υποχρέωση προς αποζημίωση, βάσει του ΑΚ 914.
[2] Οπότε και γίνεται λόγος για υποκειμενική – ιστορική ερμηνεία, συστηματική ερμηνεία και αντικειμενική – τελολογική ερμηνεία, αντίστοιχα (βλ. σχετικά Παύλο Σούρλα, Μια Εισαγωγή στην Επιστήμη του Δικαίου, 1995, §19, σελ. 169 επ.).
[3] Βλ. υπ’ αριθμ. 5 σκέψη της απόφασης αυτής, κατά την οποία: «Επειδή η ιδιότητα του ιδιοκτήτη ή νομέα ακινήτου όμορου προς το ακίνητο, στο οποίο αφορά οικοδομική άδεια, αρκεί προς θεμελίωση του εννόμου συμφέροντος, για την άσκηση αιτήσεως ακυρώσεως κατά της ως άνω αδείας (ή κατά της πράξεως αναθεωρήσεώς της) και την προβολή κάθε λόγου ακυρώσεως, αφορώντος σε παράβαση οποιασδήποτε διατάξεως της πολεοδομικής νομοθεσίας, το έννομο δε τούτο συμφέρον δεν αναιρείται εκ της τυχόν παραβάσεως, εκ μέρους του αιτούντος, διατάξεων της πολεοδομικής νομοθεσίας κατά την ανέγερση στο ακίνητό του οικοδομής ή κτίσματος».
[4] Κατά την έννοια του άρθρου 24 § 1 και 2 του Συντάγματος, ο κοινός νομοθέτης δύναται κατ’ αρχήν να τροποποιεί τις ισχύουσες πολεοδομικές διαρρυθμίσεις και να μεταβάλλει τους υφισταμένους όρους δόμησης των σχεδίων πόλεων, η εισαγομένη, όμως, ρύθμιση πρέπει να βελτιώνει τις συνθήκες διαβιώσεως των κατοίκων. Σε καμία περίπτωση δεν επιτρέπεται να επέρχεται με τις νέες πολεοδομικές ρυθμίσεις επιδείνωση των όρων διαβίωσης, δηλαδή υποβάθμιση του υπάρχοντος φυσικού ή οικιστικού περιβάλλοντος. Η τήρηση της συνταγματικής αυτής επιταγής υπόκειται στον οριακό έλεγχο του ακυρωτικού δικαστού, που είναι και αυτός ο οποίος οφείλει, βάσει των διδαγμάτων της κοινής πείρας, να σταθμίσει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση κατά πόσον υποβαθμίζεται το περιβάλλον (βλ. ΟλΣτΕ 1159/1989, ΟλΣτΕ 10/1988). Βλ. την υπ’ αριθμ. 2189/1994 απόφαση του ΣτΕ, κατά την οποία «η ποιότητα του φυσικού και οικιστικού περιβάλλοντος και των υφισταμένων σε ορισμένη περιοχή όρων διαβίωσης επηρεάζεται, κατά τρόπο καίριο, από την υφισταμένη στην περιοχή οικιστική πυκνότητα, η οποία προσδιορίζεται, κατά κύριο λόγο, από τον ισχύοντα στην περιοχή συντελεστή δόμησης».
[5] Με τους νόμιμους περιορισμούς του δικαιώματος κυριότητας που τίθενται από τα άρθρα ΑΚ 1003 επ. αποκλείονται από αυτό ορισμένες εξουσίες που έχουν επιβλαβείς συνέπειες για τους ιδιοκτήτες όμορων ακινήτων, προσδιοριζομένης έτσι της έννοιας και της έκτασης του δικαιώματος κυριότητας και κατά το γενικό κοινωνικό συμφέρον, και της ιδιοκτησίας καθισταμένης και κοινωνικής λειτουργίας θεσμός, υπό την έννοια ότι συνεπάγεται όχι μόνο δικαιώματα, αλλά και υποχρεώσεις τόσο έναντι τρίτων δικαιούχων όσο και έναντι του κοινωνικού συνόλου (βλ. Βασίλη Βαθρακοκοίλη, ΕρΝομΑΚ, Τόμος Δ’, Ημίτομος Α’, Εμπράγματο Δίκαιο, 2007, §2, σελ. 296). Παρατηρεί, λοιπόν, κανείς ότι συχνά η προστασία των ιδιωτικών συμφερόντων διαπλέκεται, συνυπάρχει και συμπορεύεται με το δημόσιο κοινωνικό συμφέρον και τανάπαλιν, αφού δεν επιτρέπεται το καθένα από αυτά να προάγεται ανισόρροπα εις βάρος του άλλου, έτσι που η κρίση -στο πλαίσιο της θεωρίας του προστατευτικού σκοπού του κανόνα δικαίου- για το αν ένας κανόνας δικαίου έχει τεθεί και για ή αποκλειστικώς για την προστασία του ενός ή του άλλου να αποβαίνει, ενίοτε, έργο εξαιρετικά δυσχερές, αφού οι δυο αυτές κατηγορίες συμφερόντων (τα ιδιωτικά συμφέροντα από τη μια και το γενικό κοινωνικό συμφέρον από την άλλη) οφείλουν να συνυπάρχουν, προωθώντας η μία την άλλη (βλ. άρθρο 25 § 1 του Συντάγματος που κάνει λόγο για «τα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου»).
[6] ΑΠ 626/2005 ΕΕΝ 2005/745. Αν γίνει δεκτή η αρνητική αγωγή του ΑΚ 1108, με την απόφαση θα διαταχθεί η παύση της ενόχλησης διά της άρσης της ενοχλητικής κατάστασης και η παράλειψη των ενοχλήσεων για το μέλλον. Δεν είναι υποχρεωτική η διάταξη της άρσης του ενοχλητικού έργου. Η ενόχληση μπορεί να αποτραπεί π.χ. με την κατασκευή κάποιου άλλου έργου (βλ. Βασίλη Βαθρακοκοίλη, ΕρΝομΑΚ, Τόμος Δ’, Ημίτομος Α’, Εμπράγματο Δίκαιο, Άρθρα 947 – 1141, 2007, §26, σελ. 305.