Προσωρινό δεδικασμένο απόφασης ασφαλιστικών μέτρων
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 695 ΚΠολΔ η απόφαση των ασφαλιστικών μέτρων ισχύει προσωρινά και δεν επηρεάζει την κύρια υπόθεση. Επομένως, από αυτή παράγεται προσωρινό δεδικασμένο, το οποίο με πρόταση διαδίκου ή και αυτεπαγγέλτως δεσμεύει το Δικαστήριο, όταν αυτό καλείται να δικάσει επί άλλης αιτήσεως λήψεως ασφαλιστικού μέτρου και για την ίδια μεταξύ των διαδίκων διαφορά μέχρι πιθανολογήσεως υπάρξεως νέων στοιχείων. Η απόφαση που περατώνει τη δίκη των ασφαλιστικών μέτρων έχει οριστικότητα, γι` αυτό και δεν ανακαλείται ούτε μεταρρυθμίζεται ελεύθερα. Ειδικότερα, η απόφαση που δέχεται την αίτηση και διατάσσει ασφαλιστικά μέτρα διαμορφώνει με δικονομικό θεμέλιο μια νέα κατάσταση που επιτρέπει την εξασφάλιση ή την προσωρινή απόλαυση του ουσιαστικού δικαιώματος του αιτούντος και τη ρύθμιση γενικότερα των εριζόμενων σχέσεων των διαδίκων. Συνεπώς, η απόφαση έχει άμεση διαπλαστική ενέργεια, την οποία ο αντίδικος και κάθε τρίτος είναι υποχρεωμένοι να σεβαστούν (Κονδύλης, Το δεδικασμένον, 1983, σελ. 391, ΕΣ Ολ33/1997 Δ. 1998.435). Η δέσμευση από το προσωρινό δεδικασμένο περιορίζεται στο πλαίσιο της διαδικασίας των ασφαλιστικών μέτρων (ΑΠ 283/1992 ΕλλΔνη 1993.1071, ΑΠ 1062/1991 ΕλλΔνη 1992.561) και εφαρμόζονται αναλόγως τα άρθρα 321-334 για τον προσδιορισμό τόσο των αντικειμενικών και υποκειμενικών του ορίων όσο και της λειτουργίας του, η οποία παρουσιάζεται ως αρνητική και θετική. Κατά την αρνητική του λειτουργία το προσωρινό δεδικασμένο εμποδίζει την αναδίκαση της υπόθεσης. Νέα αίτηση μεταξύ προσώπων που δεσμεύονται από το δεδικασμένο μπορεί να υποβληθεί, όταν δεν παρουσιάζει τις τυπικές ελλείψεις για τις οποίες απορρίφθηκε η προηγούμενη ή στηρίζεται σε διάφορη ιστορική και νομική αιτία με μεταβολή ενδεχομένως και του αντικειμένου της προσωρινής δικαστικής προστασίας. Η μεταβολή των συνθηκών υπό την έννοια του άρθρου 696 αριθ. 3 ΚΠολΔ αποτελεί λόγο κάμψεως του δεδικασμένου και αναλόγως δικαιολογεί είτε αίτηση ανακλήσεως ή μεταρρυθμίσεως της αποφάσεως που διέταξε ασφαλιστικά μέτρα είτε νέα αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, όταν η αρχική απόφαση είναι απορριπτική (Κεραμεύς / Κονδύλης / Νίκας, Ερμ ΚΠολΔ ΙΙ, 2000, αριθ. 5,6 σελ 1361).
Το προσωρινό αυτό δεδικασμένο παύει να ισχύει με την έκδοση αντίθετης ή μη απόφασης επί της κύριας δίκης (Π. Τζίφρα, 1980, Ασφαλιστικά Μέτρα, σελ. 68, αριθ. 24. α, ΑΠ 1077/2008 δημοσίευση Νόμος).
Επομένως, οι αποφάσεις των ασφαλιστικών μέτρων εφόσον δεν έχουν ανακληθεί, εξακολουθούν να ισχύουν και να παράγουν τις έννομες συνέπειές τους και επομένως το δεδικασμένο που απορρέει από αυτές ισχύει έως την ικανοποίηση του ασφαλιζόμενου δικαιώματος ή την τελεσίδικη κρίση για την ανυπαρξία του.
Η απόφαση που απορρίπτει την αίτηση για λήψη ασφαλιστικών μέτρων δημιουργεί οριστικό δεδικασμένο για το ότι ο αιτών δεν έχει δικαίωμα για προσωρινή δικαστική προστασία και δεν μπορεί η απόφαση αυτή να ανακληθεί.
Έτσι, αν, με τα ίδια πραγματικά περιστατικά, ζητηθεί η λήψη του ίδιου ή παρόμοιου ασφαλιστικού μέτρου, μεταξύ των ίδιων διαδίκων ή των διαδόχων τους, η αίτηση είναι απαράδεκτη λόγω ύπαρξης δεδικασμένου ως προς το ότι ο αιτών δεν έχει δικαίωμα προσωρινής δικαστικής προστασίας. Αν ζητηθεί η λήψη άλλου ασφαλιστικού μέτρου, η αίτηση είναι επίσης απορριπτέα λόγω ύπαρξης δεδικασμένου ως προς την ανυπαρξία δικαιώματος για προσωρινή δικαστική προστασία (Ιωάννης Κατράς: Αιτήσεις ασφαλιστικών μέτρων και άμυνα αντιδίκου, § 34.Β).
Συνεπώς, αν απορριφθεί κατ’ ουσίαν η αίτηση να ληφθούν ασφαλιστικά μέτρα, νέα αίτηση που στηρίζεται στον ίδιο λόγο και ζητεί να ληφθεί το ίδιο ασφαλιστικό μέτρο είναι απαράδεκτη (ΕφΑθ 11 73/99 ΕλΔ 42.764).
Μαρία Τζαβέλα
Δικηγόρος, LL.M.
E-mail: info@efotopoulou.gr