Δικηγορικό Γραφείο Ευγενίας Α. Φωτοπούλου
Βασιλίσσης Σοφίας 6 Αθήνα 106 74
Τηλέφωνο: 210 36 24 769, 211 7 80 80 80
210 30 09 019
Email: info@efotopoulou.gr

Ρυθμίσεις περί της «συνεπιμέλειας» κατά τον ν. 4800/2021

Με τον ν. 4800/2021 (ΦΕΚ Α’ 81/21.5.2021) περί «Μεταρρυθμίσεων αναφορικά με τις σχέσεις γονέων και τέκνων, άλλα ζητήματα οικογενειακού δικαίου και λοιπές επείγουσες διατάξεις» και δη με τα Κεφάλαια Β και Γ αυτού αντικαθίστανται ή τροποποιούνται σειρά διατάξεων του ενδέκατου Κεφαλαίου του Αστικού Κώδικα για τις σχέσεις γονέων και τέκνων και ιδίως για τα θέματα της γονικής μέριμνας των ανηλίκων τέκνων (άρθρα 1510-1541 του Αστικού Κώδικα), ως ίσχυαν ιδίως μετά τη μεταρρύθμιση του οικογενειακού δικαίου, η οποία συντελέσθηκε με τον ν. 1329/1983 και εναρμόνισε τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα προς το άρθρο 4 παρ. 2 του Συντάγματος για την ισότητα των φύλων και προς το άρθρο 21 παρ. 1 του Συντάγματος για την προστασία της παιδικής ηλικίας. Η ισχύς του άνω νόμου, ως προς τα ανωτέρω Κεφάλαια, αρχίζει από τις 16.9.2021 (ΚΕΦΑΛΑΙΟ Η’ άρθρο 30), ενώ κατά τη μεταβατική διάταξη του άρθρου 18 (ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε’) τα Κεφάλαια Β’ και Γ’ εφαρμόζονται και στις εκκρεμείς υποθέσεις επί των οποίων δεν έχει εκδοθεί, μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου, αμετάκλητη δικαστική απόφαση, ενώ συμφωνίες των γονέων σχετικά με την άσκηση της γονικής μέριμνας, ή την επικοινωνία με το τέκνο που έχουν καταρτιστεί μέχρι την έναρξη ισχύος των Κεφαλαίων Β’ και Γ’ ισχύουν, εκτός αν το δικαστήριο προβεί σε διαφορετική ρύθμιση, ύστερα από αίτηση ενός εκ των γονέων, η οποία υποβάλλεται εντός προθεσμίας δύο (2) ετών από την έναρξη ισχύος του νόμου. Το Κεφάλαιο Α\ υπό τον τίτλο «Σκοπός και Αντικείμενο», ορίζει ότι: «Ο παρών νόμος αποσκοπεί στην εξυπηρέτηση του βέλτιστου συμφέροντος του τέκνου διά της ενεργού παρουσίας και των δύο γονέων κατά την ανατροφή του και την εκπλήρωση της ευθύνης τους έναντι αυτού. Οι διατάξεις του ερμηνεύονται και εφαρμόζονται σύμφωνα με τις διεθνείς συμβάσεις, που δεσμεύουν τη Χώρα, ιδίως με τη Διεθνή Σύμβαση για τα δικαιώματα του παιδιού, που κυρώθηκε με τον ν. 2101/1992 (Α’ 192) και τη Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης για την πρόληψη και την καταπολέμηση της βίας κατά των γυναικών και της ενδοοικογενειακής βίας (Σύμβαση Κωνσταντινούπολης), που κυρώθηκε με τον ν. 4531/2018 (Α’ 62), και δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι δικαιολογούν τη μη τήρηση των υποχρεώσεων που απορρέουν από αυτές» (άρθρο 1) και ότι «Αντικείμενο του παρόντος νόμου αποτελεί η αναμόρφωση των σχέσεων μεταξύ γονέων και τέκνου μετά τη διακοπή της συμβίωσης, το διαζύγιο, την ακύρωση του γάμου ή τη λύση του συμφώνου συμβίωσης» (άρθρο 2).

Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 1510, 1511, 1512, 1513, 1514, 1518 και 1520 του ΑΚ όπως αντικαταστάθηκαν ή τροποποιήθηκαν με τον άνω νόμο συνάγεται, ότι η γονική μέριμνα του ανηλίκου τέκνου περιλαμβάνει την επιμέλεια του προσώπου του (η οποία εμπεριέχει την ανατροφή, την επίβλεψη, τη μόρφωση και την εκπαίδευση του τέκνου, καθώς και τον προσδιορισμό του τόπου της διαμονής του), επιπλέον δε και τη διοίκηση της περιουσίας του και την εκπροσώπηση του τέκνου σε κάθε υπόθεση ή δικαιοπραξία ή δίκη που αφορά το πρόσωπο ή την περιουσία του. Στην περίπτωση διαζυγίου, ακύρωσης του γάμου ή διακοπής της συζυγικής συμβίωσης, όταν ανατρέπονται πλέον οι συνθήκες της ζωής της οικογένειας, καταργείται ο συζυγικός οίκος, δημιουργείται χωριστή εγκατάσταση του καθενός από τους γονείς, ωστόσο οι γονείς εξακολουθούν να ασκούν από κοινού και εξίσου τη γονική μέριμνα. Με την εν λόγω ρύθμιση, η οποία βρίσκεται σε αρμονία με τη διάταξη του άρθρου 1510 εδ. α’ ΑΚ που αναφέρεται στην έγγαμη συμβίωση, καθιερώνεται εκ του νόμου κοινή άσκηση της γονικής μέριμνας, στην περίπτωση διαζυγίου, ακύρωσης του γάμου ή διακοπής της συζυγικής συμβίωσης, ακόμα και αν δεν υπάρχει συμφωνία των γονέων ή δικαστική απόφαση. Με τον όρο «εξακολουθούν» καταφάσκεται η αναγκαιότητα αδιατάρακτης και αδιάκοπης διαβίωσης του ανηλίκου υπό τις συνθήκες υπό τις οποίες ζούσε πριν από το χωρισμό των γονέων του και ιδίως αυτές που αφορούν τις μεθόδους και τη φιλοσοφία ανατροφής, διαπαιδαγώγησης, εκπαίδευσής του, τις επιλογές ως προς τις εξωσχολικές του δραστηριότητες, την ψυχαγωγία του και τις κοινωνικές του συναναστροφές, αφού η διάσταση, το διαζύγιο, η διακοπή της συμβίωσης ή η ακύρωση του γάμου των γονέων, δεν πρέπει να μεταβάλλουν τον τρόπο άσκησης της γονικής μέριμνας του ανηλίκου τέκνου, η οποία πρέπει να ασκείται από κοινού και από τους δύο γονείς, καθόσον βασικός σκοπός είναι η ψυχική υγεία του ανηλίκου τέκνου, η ομαλή ένταξή του στο κοινωνικό περιβάλλον και η ανάπτυξη της προσωπικότητάς του. Με τον όρο «εξίσου» αποδίδεται η θεμελιώδης αρχή του οικογενειακού δικαίου, η οποία εισήχθη με τον ν. 1329/1983 και εναρμόνισε, στο θέμα αυτό, τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα προς τα άρθρα 4 παρ. 2 και 21 παρ. 1 του Συντάγματος, περί της ισότιμης συμβολής και των δύο γονέων στην ανατροφή του τέκνου και την ανάπτυξη της προσωπικότητας, η οποία είναι κοινωνικά ίσης αξίας και εξίσου σπουδαία. Αντιθέτως, με τον όρο «εξίσου», δεν εισάγεται ρύθμιση περί υποχρεωτικής ισόχρονης άσκησης της γονικής μέριμνας, αφού, παρεκτός του ότι αν αυτή ήταν η βούληση του νομοθέτη θα το είχε προβλέψει ρητά, στις περιπτώσεις διαζυγίου, ακύρωσης του γάμου ή διακοπής της συζυγικής συμβίωσης, η ερμηνεία αυτή θα οδηγούσε στην υποχρεωτική ίση χρονική κατανομή της γονικής μέριμνας με επακόλουθο την εναλλασσόμενη κατοικία του ανηλίκου τέκνου η οποία ενίοτε μπορεί να αποβεί σε βάρος της ψυχοσυναισθηματικής ισορροπίας του (βλ. ΑΠ 1016/2019 δημ. ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, με το άρθρο 1514 ΑΚ, το οποίο έχει ως τίτλο «Παρέκκλιση από την από κοινού άσκηση της γονικής μέριμνας» ορίζεται ότι «1. Κατά παρέκκλιση του άρθρου 1513, οι γονείς μπορούν με έγγραφο βεβαίας χρονολογίας να ρυθμίζουν διαφορετικά την κατανομή της γονικής μέριμνας, ιδίως να αναθέτουν την άσκησή της στον έναν από αυτούς, και να καθορίζουν τον τόπο κατοικίας του τέκνου τους, τον γονέα με τον οποίο θα διαμένει, καθώς και τον τρόπο επικοινωνίας του με τον άλλο γονέα. Το ανωτέρω έγγραφο ισχύει τουλάχιστον για δύο (2) έτη και παρατείνεται αυτοδικαίως, εκτός αν κάποιος από τους δύο γονείς δηλώσει εγγράφως στον άλλο γονέα, πριν τη λήξη του συμφωνημένου χρόνου, ότι δεν επιθυμεί την παράτασή του. 2. Αν δεν είναι δυνατή η από κοινού άσκηση της γονικής μέριμνας, εξαιτίας διαφωνίας των γονέων και ιδίως αν ο ένας γονέας αδιαφορεί ή δεν συμπράττει σε αυτήν ή δεν τηρεί την τυχόν υπάρχουσα συμφωνία για την άσκηση ή τον τρόπο άσκησης της γονικής μέριμνας ή αν η συμφωνία αυτή είναι αντίθετη προς το συμφέρον του τέκνου ή αν η γονική μέριμνα ασκείται αντίθετα προς το συμφέρον του τέκνου, καθένας από τους γονείς προσφεύγει σε διαμεσολάβηση, εξαιρουμένων των περιπτώσεων ενδοοικογενειακής βίας, όπως ο νόμος ορίζει. Αν διαφωνούν, αποφασίζει το δικαστήριο. 3. Το δικαστήριο μπορεί ανάλογα με την περίπτωση: α) να κατανείμει την άσκηση της γονικής μέριμνας μεταξύ των γονέων, να εξειδικεύσει τον τρόπο άσκησής της στα κατ’ ιδίαν θέματα ή να αναθέσει την άσκηση της γονικής μέριμνας στον ένα γονέα ή σε τρίτο, β) να διατάξει πραγματογνωμοσύνη ή τη λήψη οποιουδήποτε άλλου πρόσφορου μέτρου, γ) να διατάξει διαμεσολάβηση ή την επανάληψη διακοπείσας διαμεσολάβησης, ορίζοντας συγχρόνως τον διαμεσολαβητή. Για τη λήψη της απόφασής του το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη τους έως τότε δεσμούς του τέκνου με τους γονείς και τους αδελφούς του, καθώς και τις τυχόν συμφωνίες που έκαναν οι γονείς του τέκνου για την άσκηση της γονικής μέριμνας». Με βάση την ως άνω διάταξη του άρθρου 1514 ΑΚ συνάγεται ότι σε περίπτωση διαφωνίας των γονέων, η ρύθμιση της γονικής μέριμνας των ανηλίκων τέκνων γίνεται από το δικαστήριο, ενώ ως περιπτώσεις διαφωνίας αναφέρονται ενδεικτικά («ιδίως»), οι περιπτώσεις που ο ένας γονέας αδιαφορεί ή δεν συμπράττει στη γονική μέριμνα ή δεν τηρεί την τυχόν υπάρχουσα συμφωνία για την άσκηση ή τον τρόπο άσκησής της, ή αν η συμφωνία αυτή είναι αντίθετη προς το συμφέρον του τέκνου, ή αν η γονική μέριμνα ασκείται αντίθετα προς το συμφέρον του τέκνου. Ένας τρόπος (λειτουργικής) κατανομής της γονικής μέριμνας συνιστά η ανάθεση ορισμένων λειτουργιών της (π.χ. επιμέλεια) στον ένα γονέα και των υπολοίπων (διοίκηση, περιουσία, εκπροσώπηση) στην από κοινού άσκηση. Αν η άσκηση της γονικής μέριμνας μοιραστεί ανάμεσα στους γονείς, λόγω διάστασής τους, ο γονέας στον οποίο έχει ανατεθεί η επιμέλεια αποφασίζει μόνος του για τα καθημερινά θέματα του τέκνου, δεν μπορεί, όμως, κατ’ άρθρο 1519 ΑΚ να αποφασίζει μόνος του για θέματα που επηρεάζουν καίρια τη ζωή του τέκνου, ήτοι για την ονοματοδοσία του τέκνου, για το θρήσκευμα, για σημαντικά ζητήματα της υγείας του, καθώς και για ζητήματα εκπαίδευσης που επιδρούν αποφασιστικά στο μέλλον του, για τα οποία απαιτείται κοινή απόφαση των γονέων, διότι η κρίση για σημαντικά ζητήματα παραμένει στον πυρήνα της γονικής μέριμνας, που εν προκειμένω ανήκει και στους δύο (πρβλ. υπό το προισχύσαν δίκαιο ΑΠ 945/2009 ΧρΙΔ 2010. 193, ΑΠ 730/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1321/1992, Αρμ.48.340, ΕφΘεσ 564/2008, Αρμ 2008/1836). Περαιτέρω, μία από τις επιτρεπόμενες από τον ελληνικό Αστικό Κώδικα λύσεις, σχετικά με την ανάθεση της άσκησης της γονικής μέριμνας (ή της επιμέλειας) των ανηλίκων τέκνων από το δικαστήριο σε περίπτωση διάστασης των συζύγων και διαφωνίας τους ως προς το ποιος εκ των δύο θα αναλάβει τη γονική μέριμνα ή την επιμέλεια των τέκνων είναι η χρονική κατανομή ή εναλλασσόμενη άσκηση όλων των εκφάνσεων της γονικής μέριμνας. Επιφυλάξεις διατυπώθηκαν από την ελληνική θεωρία ως προς τη σκοπιμότητα αυτής της ρύθμισης, καθόσον η παράλληλη ύπαρξη δυο κέντρων ζωής θεωρείται ότι προκαλεί στο τέκνο έλλειψη σταθερότητας και ανασφάλειας, που αναστατώνουν και απορρυθμίζουν τη ζωή του παιδιού. Επιπλέον προβλέπεται ότι ενδέχεται να δημιουργηθούν συνεχείς εντάσεις και τριβές μεταξύ των γονέων, καθόσον η εναλλασσόμενη ανατροφή απαιτεί μια πραγματική συνεργασία μεταξύ τους στις επιλογές και στη διαχείριση του ανηλίκου κατά τρόπο παραγωγικό (Παπαχρίστου, Αρμ 1985/101-103). Για να λειτουργήσει, δηλαδή, αποτελεσματικά η χρονικά κατανεμημένη γονική μέριμνα ή επιμέλεια μεταξύ των δύο γονέων απαιτείται η δυνατότητα συνεννόησης μεταξύ τους. Περαιτέρω, ως κατευθυντήρια γραμμή για την άσκηση της γονικής μέριμνας στην περίπτωση διαφωνίας των γονέων των τέκνων και της προσφυγής τους στο δικαστήριο, αλλά και πυρήνας για τον προσδιορισμό της άσκησής της είναι το βέλτιστο συμφέρον του τέκνου, που αποσκοπεί στην ανάπτυξη του ανηλίκου σε μια ανεξάρτητη και υπεύθυνη προσωπικότητα, το οποίο (βέλτιστο συμφέρον) εξυπηρετείται ιδίως από την ουσιαστική συμμετοχή και των δύο γονέων στην ανατροφή και φροντίδα του, καθώς επίσης και από την αποτροπή διάρρηξης των σχέσεων του με καθέναν από αυτούς. Ο όρος «βέλτιστο συμφέρον» κατ’ ουσίαν, αποδίδει την ισχύουσα έννοια του «συμφέροντος του τέκνου», ο οποίος, όπως έχει εξειδικευθεί από τη νομολογία, δεν είναι δεκτικός διαβαθμίσεων και συνεπώς η εν λόγω ρύθμιση δεν εισάγει ουσιαστική/εννοιολογική διαφοροποίηση, αλλά μόνο λεκτική/ορολογική. Ως συμφέρον του τέκνου νοείται το σωματικό, υλικό, πνευματικό, ψυχικό, ηθικό και, γενικότερα, κάθε είδους συμφέρον το οποίο αποσκοπεί στην ανάπτυξη του ανηλίκου σε ανεξάρτητη και υπεύθυνη προσωπικότητα. Για την εξειδίκευση της αόριστης αυτής νομικής έννοιας παρέχονται για πρώτη φορά από τον νομοθέτη εκ των προτέρων προσδιοριστικά στοιχεία πέραν από το επιβαλλόμενο στον δικαστή καθήκον να σεβαστεί την ισότητα μεταξύ των γονέων και να μην κάνει διακρίσεις εξαιτίας του φύλου, του σεξουαλικού προσανατολισμού, της φυλής, της γλώσσας, της θρησκείας, των πολιτικών ή όποιων άλλων πεποιθήσεων, της ιθαγένειας, της εθνικής ή κοινωνικής προέλευσης ή της περιουσίας. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1511 παρ. 2 ΑΚ, η απόφαση του δικαστηρίου συνεκτιμά παραμέτρους, όπως την ικανότητα και πρόθεση καθενός εκ των γονέων να σεβαστεί τα δικαιώματα του άλλου, τη συμπεριφορά κάθε γονέα κατά το προηγούμενο χρονικό διάστημα και τη συμμόρφωσή του με τις νόμιμες υποχρεώσεις του, δικαστικές αποφάσεις, εισαγγελικές διατάξεις και προηγούμενες συμφωνίες που είχε συνάψει με τον άλλο γονέα και αφορούν το τέκνο. Τα κριτήρια αυτά αναδεικνύονται από τον νομοθέτη και ισχυροποιούνται έναντι άλλων, χωρίς ωστόσο, να δεσμεύουν το δικαστήριο ως προς την ιεράρχηση ή την υιοθέτησή τους στο σύνολό τους. Στη δικαστική, συνεπώς, κρίση καταλείπεται ευρύ πεδίο ώστε, αφού ληφθούν υπόψη όλες οι σχέσεις και οι περιστάσεις, να καταλήξει σε ρύθμιση τέτοια, που να εξυπηρετείται καλύτερα το βέλτιστο συμφέρον του συγκεκριμένου ανηλίκου τέκνου με κριτήρια αξιολογικά, τα οποία αντλούνται, μεταξύ άλλων, και από τα πορίσματα της ψυχολογίας (ΑΠ 414/2010, ΑΠ 2130/2007 δημ. ΝΟΜΟΣ). Παρέχεται, συνεπώς, στον δικαστή η δυνατότητα να δίνει σε αυτή διαφορετικό περιεχόμενο σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, υπό το φως της ιδιαιτερότητας κάθε έννομης σχέσης και των υποκειμένων της (ΑΠ 1358/1995, βλ. και Π. Αγαλλοπούλου, σε Γεωργιάδη- Σταθόπουλου ΑΚ, άρθρο 1511, αρ. 17), εξατομικεύοντας τα κριτήρια που καθορίζει ο νομοθέτης είτε κατά τρόπο ειδικό είτε κατά τρόπο γενικό και που αφορούν το βέλτιστο συμφέρον του τέκνου. Η εξατομικευμένη κρίση γίνεται δεκτό ότι συνιστά και εφαρμογή της επιταγής του άρθρου 2 παρ. 1 του Συντάγματος, η οποία αποκλείει τη στερεότυπη αντιμετώπιση ως προς την αξιολόγηση ατόμων και προσωπικών σχέσεων [βλ., αντί πολλών, Στ. Κουτσουμπίνα, Η συνταγματική θέση του ανηλίκου, σελ. 139 (150)]. Η κρίση του δικαστή πρέπει να σχηματίζεται, αφού ληφθούν υπόψη όλα τα στοιχεία, χωρίς να είναι αποφασιστικό ένα και μόνο κριτήριο (Απ. Γεωργιάδης, ό. π., σελ. 575). Έτσι, κρίσιμα προς τούτο στοιχεία, όπως έχουν υιοθετηθεί μέχρι σήμερα από τη νομολογία και τη θεωρία είναι, μεταξύ άλλων, η καταλληλότητα του ή των γονέων για την ανάληψη του έργου της διαπαιδαγώγησης και της περίθαλψης του ανηλίκου τέκνου, και οι έως τότε δεσμοί του τέκνου με τους γονείς και (τυχόν) αδελφούς του. Για τον σκοπό αυτό λαμβάνεται υπόψη η προσωπικότητα και η παιδαγωγική καταλληλότητα του κάθε γονέα και συνεκτιμώνται οι συνθήκες κατοικίας και η οικονομική κατάσταση τούτων. Η μικρή ηλικία του ανηλίκου τέκνου και το φύλο του δεν αποτελούν κυρίαρχο κατά νόμο στοιχείο για τον προσδιορισμό του συμφέροντος του ανηλίκου αναφορικά με την ανάθεση της γονικής μέριμνας ή της επιμέλειας στον ένα από τους γονείς του, γιατί η άποψη, ότι η γονική μέριμνα των μικρής ηλικίας τέκνων πρέπει να ανατίθεται στη μητέρα τους λόγω του ότι έχουν ανάγκη της μητρικής στοργής και ιδιαίτερων περιποιήσεων, εξακολουθεί να ισχύει, κατά τις νεότερες ιατρικές παιδαγωγικές και ψυχολογικές έρευνες, μόνο για την νηπιακή ηλικία, για την οποία αναγνωρίζεται σαφής βιοκοινωνική υπεροχή στη μητέρα, ενώ για το μεταγενέστερο χρόνο αναγνωρίζεται ο σοβαρός ρόλος του πατέρα στην όλη διαμόρφωση των διαπροσωπικών σχέσεων του τέκνου (ΑΠ 426/2021, ΑΠ 616/2020, ΑΠ 1175/2020, ΑΠ 1016/2019, ΑΠ 1422/2019, ΑΠ 824/2018, ΑΠ 550/2017, ΑΠ 1612/2017, ΑΠ 317/2015, ΕφΠειρ 298/2021 όλες δημοσιευμένες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Επίσης, από τις ίδιες ως άνω διατάξεις συνάγεται και ότι το βέλτιστο συμφέρον του τέκνου λαμβάνεται υπό ευρεία έννοια, προς διαπίστωση δε της συνδρομής του εξετάζονται πάντα τα επωφελή και πρόσφορα για τον ανήλικο στοιχεία και περιστάσεις. Ουσιώδους σημασίας είναι και η επισημαινόμενη στον νόμο ύπαρξη ιδιαίτερου δεσμού του τέκνου προς τον ένα από τους γονείς του και η περί αυτού ρητώς εκφραζόμενη προτίμησή του, την οποία συνεκτιμά το δικαστήριο ύστερα και από τη στάθμιση του βαθμού της ωριμότητας του. Με δεδομένη την ύπαρξη του εν λόγω δεσμού του τέκνου προς τον συγκεκριμένο γονέα, αυτός θεωρείται ότι έχει τη δυνατότητα αποτελεσματικότερης διαπαιδαγώγησης προς όφελος του ανηλίκου και επομένως ότι είναι ο πλέον κατάλληλος για την επιμέλεια του, όμως υπό την αυτονόητη προϋπόθεση ότι ο ιδιαίτερος αυτός δεσμός του τέκνου προς τον ένα από τους γονείς του έχει αναπτυχθεί φυσιολογικά και αβίαστα ως ψυχική στάση, η οποία είναι προϊόν της ελεύθερης και ανεπηρέαστης επιλογής του ανηλίκου, που έχει τη στοιχειώδη ικανότητα διάκρισης. Πρέπει δε να λαμβάνεται ιδιαίτερα υπόψη, ότι ο ανήλικος, που έχει ακόμη ατελή την ψυχοπνευματική ανάπτυξη και την προσωπικότητά του υπό διαμόρφωση, υπόκειται ευχερώς σε επιδράσεις και υποβολές των γονέων ή άλλων, οι οποίες, έστω και χωρίς επίγνωση γενόμενες, οδηγούν ασφαλώς στον σχηματισμό της μονομερούς διαμόρφωσης και προτίμησης προς τον έναν από τους γονείς, οπότε η προτίμησή του δεν εξυπηρετεί πάντοτε και το βέλτιστο συμφέρον του (ΑΠ 1016/2019, ΕφΑΔ & ΠολΔ 2020, σελ. 640, ΕφΠειρ 298/2021 δημ. ΝΟΜΟΣ, ΜονΠρΑθ 1276/2025 αδημ.).

Ευγενία Α. Φωτοπούλου, δικηγόρος

info@efotopoulou.gr

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ

Το email σας δεν θα δημοσιευτεί