Στην ελευθερία ανάπτυξης προσωπικότητας εμπίπτει και η ελευθερία επιλογής συζύγου, σύναψης γάμου, αναπαραγωγής και δημιουργίας οικογένειας καθώς και οικογενειακού προγραμματισμού
Από τις διατάξεις των άρθρων 57 και 59 του ΑΚ προκύπτουν τα ακόλουθα: Όποιος παράνομα προσβάλλεται στην προσωπικότητά του, νοούμενη ως το προστατευόμενο από το Σύνταγμα (άρθρο 2 παρ. 1) σύνολο των αξιών, που απαρτίζουν την ουσία του ανθρώπου, έχει δικαίωμα να απαιτήσει να αρθεί η προσβολή και να μην επαναληφθεί στο μέλλον. Σε περίπτωση δε που η παράνομη προσβολή της προσωπικότητας υπήρξε και υπαίτια, το Δικαστήριο μπορεί επιπλέον να καταδικάσει τον προσβολέα, κατά τα άρθρα 914 και 932 ΑΚ, να ικανοποιήσει την ηθική βλάβη, που τυχόν έχει επέλθει, ιδίως με πληρωμή χρηματικού ποσού. Από το περιεχόμενο των ως άνω διατάξεων συνάγεται ότι αυτές παρέχουν το δικαίωμα απόκρουσης κάθε παράνομης προσβολής της προσωπικότητας, δηλαδή των αγαθών που συνδέονται αναπόσπαστα με το πρόσωπο και συγκροτούν τη σωματική, ηθικοψυχική, πνευματική και κοινωνική ατομικότητα του ανθρώπου. Τα αγαθά αυτά δεν αποτελούν αυτοτελή δικαιώματα, αλλά επιμέρους εκδηλώσεις – «εκφάνσεις» ή «πλευρές» – του ενιαίου δικαιώματος επί της ίδιας προσωπικότητας, σε τρόπο ώστε η προσβολή οποιασδήποτε έκφανσης της προσωπικότητας να σημαίνει και προσβολή της συνολικής έννοιας «προσωπικότητα» (βλ. Ι. Καρακατσάνης σε ΕρμΑΚ Γεωργιάδη-Σταθόπουλου, άρθρο 57, αριθμ. 1-3, σελ. 99, Φουντεδάκη σε Απ. Γεωργιάδη, Σύντομη Ερμηνεία του ΑΚ, έκδ. 2010, εισαγ. παρατ. στα άρθρα 57-60, σελ. 128, αριθμ. 11, Ι. Καράκωστας, Το Δίκαιο της Προσωπικότητας, έκδ. 2012, σελ. 47 επ.). Κυριότερες από τις ανωτέρω εκδηλώσεις της προσωπικότητας είναι η ζωή, η υγεία και η σωματική ακεραιότητα καθώς και η ελευθερία για την ανάπτυξη της προσωπικότητας του ατόμου, η οποία προστατεύεται από το Σύνταγμα (άρθρο 5 παρ. 1), αναφέρεται στις σχέσεις αυτού με τους άλλους ανθρώπους, περιλαμβάνει δε μεταξύ άλλων κάθε πράξη που ανάγεται στην επαγγελματική, οικονομική, επιστημονική και κοινωνική δράση του ατόμου. Η κατά τα ανωτέρω παρεχόμενη προστασία του δικαιώματος της προσωπικότητας περιλαμβάνει θετικώς μεν τη δυνατότητα του ατόμου να μετέρχεται όλες τις εξουσίες που περικλείονται στο ανωτέρω δικαίωμα και να απολαμβάνει των αγαθών που το δικαίωμα αυτό του διασφαλίζει, αρνητικώς δε τη δυνατότητα του ατόμου να αποκρούει κάθε παράνομη προσβολή του εν λόγω δικαιώματος (ΑΠ 532/2011 Nomos, ΑΠ 543/2009 ΧρΙΔ 2010,253, ΑΠ 1609/2009 ΔίΜΕΕ 2010,51, ΑΠ 719/2007 ΕλλΔνη 2007,852, ΕφΑθ 3683/2010 ΕλλΔνη 2011,277, ΕφΘεσ 481/2010 Nomos). Ειδικότερα, η ελευθερία ανάπτυξης της προσωπικότητας, η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος ως γνήσιο και πλήρους ισχύος ατομικό δικαίωμα, έχει ευρύ περιεχόμενο, αφού περιλαμβάνει αναρίθμητες ανθρώπινες δραστηριότητες, όπως είναι, μεταξύ άλλων, η ελευθερία επιλογής συζύγου, σύναψης γάμου, αναπαραγωγής και δημιουργίας οικογένειας καθώς και οικογενειακού προγραμματισμού, με την έννοια της απόφασης των συζύγων να θέλουν ή όχι να αποκτήσουν τέκνο ή άλλο τέκνο (βλ. Φουντεδάκη σε Απ. Γεωργιάδη, ό.π., σελ. 131, αριθμ. 26, μελέτη Μ. Σταθόπουλου, Αποζημίωση και προστασία της προσωπικότητας ανάπηρου παιδιού, δημ. σε ΧρΙΔ 2009,97 επ.). Επίσης, ένα από αγαθά που απαρτίζουν την προσωπικότητα του ατόμου είναι η ψυχική υγεία και ο συναισθηματικός κόσμος που κατατάσσονται στην κατηγορία των ψυχικών αγαθών. Ο συναισθηματικός κόσμος προσβάλλεται κατά κανόνα δευτερογενώς, δηλαδή συνεπεία άλλης παράνομης πράξης, που στρέφεται κατά πρώτο λόγο κατά του ίδιου του προσβαλλόμενου και έχει ως αποτέλεσμα τον ψυχικό πόνο (ΕφΑθ 6720/2000 ΕλλΔνη 2002.1494, βλ. Ι. Καρακατσάνης, Σταθοπούλου-Γεωργιάδη ΕρμΑΚ, άρθρο 57 αριθ. 5).
Περαιτέρω, όπως συνάγεται από το άρθρο 304 παρ. 1-3 ΠΚ, ο κανόνας είναι ότι απαγορεύεται η τεχνητή διακοπή της εγκυμοσύνης και γι` αυτό άλλωστε τιμωρείται με τις ποινές που το άρθρο αυτό κατά περίπτωση ορίζει. Κατ` εξαίρεση, δεν είναι άδικη η τεχνητή διακοπή της εγκυμοσύνης (πάντοτε με τη συναίνεση της εγκύου), όταν γίνεται με τις προϋποθέσεις που ορίζονται στις αναφερόμενες στην παρ. 4 του ιδίου ως άνω άρθρου περιπτώσεις, που συνιστούν ειδικούς λόγους άρσεως του αδίκου. Μία απ` αυτές είναι η ευγονική ένδειξη, δηλαδή, όταν έχουν διαπιστωθεί, με τα σύγχρονα μέσα προγεννητικής διάγνωσης, ενδείξεις σοβαρής ανωμαλίας του εμβρύου που επάγονται τη γέννηση παθολογικού νεογνού και η εγκυμοσύνη δεν έχει διάρκεια περισσότερο από 24 εβδομάδες (παρ. 4 περ. β`). Σε μία τέτοια περίπτωση, εφόσον πληρούνται και οι λοιπές προϋποθέσεις του νόμου, η διακοπή της κύησης εμφανίζεται ως πράξη δικαιολογημένη και γι` αυτό όχι άδικη (ΕφΘεσ 2384/2005 Nomos). Από την ποινική αυτή ρύθμιση συνάγεται μία νόμιμη δυνατότητα της εγκύου γυναίκας να σταθμίσει ελεύθερα, στο πλαίσιο του άρθρου 5 παρ. 1 του Συντάγματος, αν, πειθόμενη στις θρησκευτικές, φιλοσοφικές ή άλλες πεποιθήσεις της, θα συνεχίσει την εγκυμοσύνη, αποδεχόμενη τη γέννηση του «παθολογικού νεογνού» ή θα τη διακόψει συναινώντας στην καταστροφή του εμβρύου χάριν της ελευθερίας της και του – ανθρωπίνως – δικαιολογημένου ενδιαφέροντος της να αποκτήσει ένα υγιές τέκνο. Εάν τελεί σε γάμο, η απόφαση αυτή πρέπει να ληφθεί από κοινού με το σύζυγο της, κατά το άρθρο 1387 εδ. α` ΑΚ, γιατί πρόκειται για βασικό θέμα του συζυγικού βίου. Η επιλογή της εγκύου να διακόψει τελικά μία τέτοια κύηση ως συνταγματικό θεμέλιο έχει τη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1 του Συντάγματος, η οποία προστατεύει την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας του ατόμου καθολικά, προστατεύοντας παράλληλα και όλα τα επί μέρους δικαιώματα που απορρέουν από αυτήν όπως λ.χ. της σωματικής ελευθερίας, της τιμής, της υγείας κ.λπ. αλλά και ορισμένες προεκτάσεις τους. Τέτοια (προέκταση) είναι και η επιλογή ή μη της μητρότητας στις περιπτώσεις που ο νόμος επιτρέπει μία τέτοια, υπό προϋποθέσεις, επιλογή. Αν, λοιπόν, η έγκυος παρακωλυθεί (είτε με πράξη είτε με παράλειψη τρίτου) στην απόλαυση της νόμιμης αυτής επιλογής, προσβάλλεται παράνομα στην προσωπικότητα της κατά την έννοια του άρθρου 57 ΑΚ και, αν η προσβολή είναι υπαίτια, δικαιούται να αξιώσει την ικανοποίηση της ηθικής της βλάβης κατ` άρθρο 59 ΑΚ (ΕφΛαρ 544/2007 ΕλλΔνη 2008,289). Τέτοια δε αξίωση έχει και ο σύζυγος-πατέρας, γιατί αυτός δεν είναι τρίτος ως προς το γεγονός της γέννησης ή μη του τέκνου, αλλά υπέχει την ίδια σχέση με το κυοφορούμενο όπως και η σύζυγος-μητέρα λόγω α) της μεταξύ τους ανυπαρξίας συγγένειας (άρθρα 1461 -1462 ΑΚ), β) της κοινότητας βίου που συγκροτείται στο πλαίσιο της έγγαμης συμβίωσης και γ) της υποχρέωσης για από κοινού λήψη των αποφάσεων για όλα τα θέματα του συζυγικού βίου (άρθρο 1387 εδ. α` ΑΚ), η οποία συνιστά νομική δέσμευση και ισχύει και έναντι των τρίτων.
Εξάλλου, το κυοφορούμενο συνιστά εκδήλωση και της προσωπικότητας του συζύγου (ήτοι του άνδρα από τον οποίο βιολογικά προέρχεται), αφού περιέχει και το δικό του γενετικό υλικό και ενσωματώνει τη δυνατότητα του να γίνει πατέρας (βλ. Φουντεδάκη σε Απ. Γεωργιάδη, ό.π., άρθρο 59, σελ. 152, αριθμ. 6). Επομένως, αφού ο σύζυγος δεν είναι τρίτος, δεν ζημιώνεται έμμεσα από την απώλεια ευκαιρίας για διακοπή της κύησης της συζύγου του και την συνακόλουθη γέννηση τέκνου με αναπηρία, αλλά ζημιώνεται εξίσου άμεσα όπως και η σύζυγος-μητέρα, με συνέπεια να είναι δικαιούχος χρηματικής ικανοποίησης ως αμέσως ζημιωθείς (βλ. μελέτη Π. Νικολόπουλου, Λέκτορα στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, Ζημιογόνος τεκνοποίηση και προσβολή της προσωπικότητας των γονέων – Ενοχικός ατομοκεντρισμός ή οικογενειακός κοινοτισμός; δημ. σε ΕφΑΔ 2011,812 επ.). Όμως, για να συντρέξει μία τέτοια προσβολή της προσωπικότητας των συζύγων πρέπει να στοιχειοθετούνται όλες οι κατ` άρθρο 304 παρ. 4 περ. β` ΠΚ προϋποθέσεις επιτρεπτής διακοπής της κύησης λόγω ευγονίας και κυρίως να έχουν διαπιστωθεί, με τα σύγχρονα μέσα προγεννητικής διάγνωσης, ενδείξεις σοβαρής ανωμαλίας του εμβρύου, που επάγονται τη γέννηση παθολογικού νεογνού. Ωστόσο, οι όροι «σοβαρή ανωμαλία του εμβρύου» και «παθολογικό νεογνό» συνιστούν ένα ερμηνευτικό πρόβλημα, του οποίου η ορθή λύση πρέπει να αναζητηθεί στα συνταγματικά πλαίσια του όλου ζητήματος. Συγκεκριμένα, το Σύνταγμα υποχρεώνει το κράτος να προστατεύει την ανθρώπινη ζωή, στην οποία κατά την ορθότερη γνώμη ανήκει και η αγέννητη. Αυτή η υποχρέωση προστασίας προκύπτει από το συνδυασμό των άρθρων 2 παρ. 1 και 5 παρ. 2 Συντάγματος, το οποίο υποχρεώνει το κράτος σε σεβασμό και προστασία της αξίας του ανθρώπου στην ολότητα του ως είδος και έμβιο ον, άρα και ως έμβρυο (βλ. Α. Ράικος, Παραδόσεις Συνταγματικού Δικαίου, Τα θεμελιώδη δικαιώματα, II, έκδοση Γ, σελ. 47 επ., Κ. Χρυσόγονος, Ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα, έκδ. 1998, σελ. 107). Δηλαδή, ανθρώπινη αξία έχει και η αγέννητη ζωή και γι` αυτό το έμβρυο προστατεύεται και έναντι της μητέρας του με την κατά κανόνα απαγόρευση από το νομοθέτη της διακοπής της κύησης (άλλως με την κατά κανόνα υποχρέωση αυτής να συνεχίσει την κυοφορία). Επειδή, όμως, η προστασία της αγέννητης ζωής δεν είναι κατά το Σύνταγμα απόλυτη, ώστε να έχει προτεραιότητα έναντι κάθε άλλου έννομου αγαθού, γι` αυτό και είναι συνταγματικά επιτρεπτή η άρση της δικαστικής υποχρέωσης προς κυοφορία σε εξαιρετικές μόνο περιπτώσεις, ο προσδιορισμός των οποίων έγινε από το νομοθέτη στο άρθρο 304 παρ. 4 ΠΚ. Με κριτήριο, επομένως, ότι συνταγματικός κανόνας είναι η υποχρέωση της εγκύου να συνεχίσει την κυοφορία και εξαίρεση η δυνατότητα διακοπής της, πρέπει οι ανωτέρω όροι να ερμηνευθούν στενά και να θεωρηθούν ως «σοβαρή ανωμαλία του εμβρύου», που συνεπάγεται γέννηση «παθολογικού νεογνού», μόνο εκείνες οι περιπτώσεις που πρόκειται να γεννηθεί τέκνο, το οποίο θα πάσχει από μία ιδιαίτερα βαριά νόσο ή βλάβη της υγείας του, σε κάθε περίπτωση μη ιάσιμη ή μη αντιμετωπίσιμη ιατρικά με διορθωτική παρέμβαση, ώστε να παρίσταται ιδιαίτερα σκληρό και καταχρηστικό να ζητηθεί από την έγκυο η συνέχιση της κύησης. Ενιαίος κανόνας ή ονομαστική αναφορά τέτοιων «ανωμαλιών» δεν μπορεί να συνταχθεί εκ των προτέρων, γιατί η ποικιλία αυτών είναι μεγάλη, ενώ και η ραγδαία εξέλιξη της ιατρικής επιστήμης αφενός περιορίζει καθημερινά τα όρια του ανίατου και αφετέρου διευρύνει τις δυνατότητες διορθωτικών επεμβάσεων. Κάθε περίπτωση πρέπει να κρίνεται αυτοτελώς με βάση τα ανωτέρω αυστηρά κριτήρια, τα οποία επιβάλλονται από τη διαπίστωση ότι συνταγματικός κανόνας είναι η διατήρηση της ζωής (ακόμη και της αγέννητης) και όχι η καταστροφή της (ΕφΛαρ 544/2007 ό.π.).
Πάντως στις ΗΠΑ, στη Γερμανία και στη Βρετανία έχουν γίνει επανειλημμένως δεκτές από τα δικαστήρια αγωγικές αξιώσεις των γονέων για περιπτώσεις που διεθνώς είναι γνωστές με τον αγγλικό όρο «wrongful birth» («ζημιογόνος τεκνοποίηση»), ήτοι για περιπτώσεις στις οποίες οι γονείς ενός τέκνου γεννηθέντος με γενετικές ανωμαλίες ζητούν αποζημίωση από τον ιατρό, που απέτυχε, από σφάλμα του, να διαγνώσει είτε την σχετική προδιάθεση αυτών, είτε τη γενετική βλάβη του κυοφορούμενου και να τους ενημερώσει σχετικά ώστε να μπορέσουν εκείνοι αντίστοιχα ή να αποφύγουν την σύλληψη ή να προχωρήσουν σε άμβλωση αποτρέποντας την γέννηση του άρρωστου τέκνου (βλ. μελέτη της Ε. Τρούλλη, Ιατρική ευθύνη για ζημιογόνο ζωή, δημ. σε Digesta 2008,421 επ. με τις εκεί παραπομπές στην αλλοδαπή νομολογία). Επίσης, η Ολομέλεια του Γαλλικού Αρείου Πάγου με την από 17.11.2000 απόφαση της στην υπόθεση Perruche (Cour de Cassation, ass. plen., 17.11.2000) δέχθηκε αγωγή των γονέων τέκνου γεννηθέντος με αναπηρία κατά του ιατρού που προέβη σε εσφαλμένη προγεννητική διάγνωση και επιδίκασε αποζημίωση υπέρ των γονέων, κρίνοντας ότι το ως άνω διαγνωστικό σφάλμα του ιατρού δεν επέτρεψε σ` αυτούς (γονείς) να αποφασίσουν ελεύθερα τη διακοπή της κύησης εκ μέρους της μητέρας, προκειμένου να αποφύγουν την γέννηση προσβεβλημένου από αναπηρία παιδιού (βλ. Ε. Μάλλιος, Γενετικές εξετάσεις και δίκαιο, έκδ. 2004, σελ. 30 επ.).
Μαρία Τζαβέλα
Δικηγόρος, LL.M.
E-mail: info@efotopoulou.gr