Δικηγορικό Γραφείο Ευγενίας Α. Φωτοπούλου
Βασιλίσσης Σοφίας 6 Αθήνα 106 74
Τηλέφωνο: 210 36 24 769, 211 7 80 80 80
210 30 09 019
Email: info@efotopoulou.gr

Ζητήματα παραγραφής σχετικά με μελλοντικές ζημιές

 

Το παρόν άρθρο άπτεται ενός λεπτού και ιδιαίτερου ζητήματος σχετικά με την παραγραφή μελλοντικών ζημιών που μπορεί να προβλεφθούν ήδη από την άσκηση της αρχικής αγωγής.

Πρόκειται για μια “παγίδα” στην οποία πολλοί συνάδελφοι δικηγόροι μπορεί να πέσουν, καθότι συχνά θεωρείται ότι η άσκηση μιας αγωγής διακόπτει την παραγραφή και άρχεται νέος χρόνος. Ωστόσο, κατωτέρω περιγράφονται ορισμένες περιπτώσεις που απαιτούν ιδιαίτερη προσοχή. Από υπόθεση του γραφείου μας έχει εκδοθεί και η υπ’ αρ. 5390/2009 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, η οποία αναλύει λεπτομερώς το συγκεκριμένο ζήτημα της παραγραφής μελλοντικών ζημιών:

Κατά το άρθρο 937 παρ. 1 ΑΚ, η απαίτηση από αδικοπραξία παραγράφεται μετά πενταετία, αφότου ο παθών έμαθε τη ζημία και τον υπόχρεο σε αποζημίωση. Σε κάθε περίπτωση η απαίτηση παραγράφεται μετά την πάροδο είκοσι ετών από την πράξη. Από την ανωτέρω διάταξη, σε συνδυασμό και με εκείνες των άρθρων 247 και 251 ΑΚ, προκύπτει ότι η αξίωση αποζημιώσεως από αδικοπραξία γεννάται από τότε που επήλθε η ζημία, σε περίπτωση δε εξακολουθητικής ζημίας, δεν αναγεννάται και η αξίωση αποζημιώσεως, εξακολουθητικώς, αλλά γενικά η αξίωση αποζημίωσης για όλη τη ζημία, συμπεριλαμβανομένης και εκείνης που είναι μέλλουσα και μπορεί, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων να προβλεφθεί, γεννάται αφότου η επιζήμια πράξη άρχισε να αναδίδει επιζήμιες συνέπειες. Εφόσον δε η ικανοποίηση της αξιώσεως αυτής είναι και δικαστικώς επιδιώξιμη, πράγμα που πάντοτε συμβαίνει αν δεν παρεμβληθεί νόμιμο κώλυμα για έγερση της σχετικής αγωγής, αρχίζει, για την όλη ζημία, η διαδρομή του χρόνου παραγραφής, που ορίζεται σε πέντε έτη από τότε που ο παθών έλαβε γνώση της ζημίας και του προς αποζημίωση υπόχρεου. Γνώση της ζημίας για την έναρξη της παραγραφής νοείται η γνώση των επιζήμιων συνεπειών της πράξεως, όχι όμως και της εκτάσεως της ζημίας ή του ποσού της αποζημιώσεως. Έτσι ο χρόνος της πενταετούς παραγραφής τρέχει και καταλαμβάνει όλες τις μερικότερες ζημίες του παθόντος, δηλαδή εκείνες, που έχουν επέλθει ή μέλλουν να επέλθουν, εκτός από εκείνες που δεν είναι προβλεπτή η επέλευσή τους κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων. Συνεπώς το γεγονός ότι ο παθών δεν μπορεί ακόμη να προσδιορίσει ακριβώς το μέγεθος της ζημίας δεν εμποδίζει την έναρξη της παραγραφής. Αυτό ισχύει μόνο για εκείνες τις επιζήμιες συνέπειες που μπορούν κατά την αντίληψη των συναλλαγών, να προβλεφθούν -το χρόνο που ο παθών έλαβε γνώση της ζημίας γενικά- ως δυνατή συνέπεια της άδικης πράξης. Αν όμως μεταγενέστερα γεννήθηκαν ή έγιναν αντιληπτές επιζήμιες συνέπειες, οι οποίες προηγουμένως ήταν απρόβλεπτες και απροσδόκητες, αρχίζει για την αξίωση προς αποκατάσταση αυτών νέα αυτοτελής παραγραφή, αφότου ο παθών έλαβε γνώση αυτών και της αιτιώδους συναφείας της με την αδικοπραξία (ΑΠ 940/2001 Δνη 42.940). Εξάλλου, κατά την έννοια του άρθρου 261 εδ. α΄ του ΑΚ, που ορίζει ότι η παραγραφή διακόπτεται με την έγερση της αγωγής σε συνδυασμό με το άρθρο 221 παρ. 1 ΚΠολΔ, σε περίπτωση ασκήσεως αγωγής για μέρος μόνον της αποζημιώσεως, η επίδοσή της διακόπτει την παραγραφή μόνο για το μέρος αυτό, ως προς το οποίο δημιουργείται αντιστοίχως εκκρεμοδικία (ΟλΑΠ 23/1994, Δνη 36.577). Επομένως αν ασκηθεί αγωγή αποζημιώσεως προς αποκατάσταση ορισμένων από τις ζημίες που προκλήθηκαν από την αδικοπραξία, όπως αυτή εξειδικεύεται στην αγωγή, μόνο οι ζημίες αυτές κατάγονται σε δικαστική κρίση και μόνον ως προς αυτές διακόπτεται η παραγραφή της αξιώσεως. Εάν μεταγενέστερα ασκηθεί άλλη κυρία αγωγή περί καταβολής πρόσθετου ποσού αποζημιώσεως από λόγους όμως που μπορούσαν να προβλεφθούν εξ υπαρχής, δεν ισχύει για την αξίωση αυτή η διακοπτική ενέργεια της πρώτης αγωγής, διότι η ζητούμενη με τη δεύτερη αγωγή πρόσθετη αποζημίωση, είναι διάφορη απαίτηση για άλλο μέρος της ζημίας του παθόντος, εκτός εκείνου που είχε καταχθεί στη δίκη με την πρώτη αγωγή. Έτσι αν από τον χρόνο γνώσεως από τον παθόντα των επιζήμιων συνεπειών της αδικοπραξίας παρήλθε πενταετία, η αξίωση αποζημιώσεως, που κατάγεται σε κρίση με τη δεύτερη αγωγή έχει υποκύψει στην παραγραφή (Ολ.Α.Π. 40/1996 Δνη 37.1534, Α.Π. 52/2002 Δνη. 43.761, Α.Π. 1239/2000 Δνη 43.95). Μόνον όταν οι συνέπειες της αδικοπραξίας δεν είναι δυνατόν να υπολογισθούν όταν καθορίσθηκε το ποσό της αρχικής αποζημίωσης, η παραγραφή της, με τη δεύτερη αγωγή, ασκουμένης αξιώσεως αρχίζει να διανύεται από τότε που ο δικαιούχος αυτής αντιλήφθηκε τις νέες επιζήμιες συνέπειες της αδικοπραξίας και την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ εκείνων και αυτής (Κρητικός, Αποζημίωση 1998 παρ. 919 και εκεί παραπομπές). Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 268 εδ. α΄ Α.Κ., κατά την οποία «κάθε αξίωση, που βεβαιώθηκε με τελεσίδικη απόφαση ή δημόσιο έγγραφο εκτελεστό, παραγράφεται μετά από είκοσι έτη και αν ακόμη η αξίωση καθ’ εαυτή υπαγόταν σε συντομότερη παραγραφή ή σε περίπτωση βεβαιώσεως με τελεσίδικη απόφαση της υπάρξεως αξιώσεως για θετική ζημία, χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης και αποθετική ζημία από αδικοπραξία, επέρχεται καταρχήν επιμήκυνση της πενταετούς παραγραφής του άρθρου 937 παρ. 1α Α.Κ. σε εικοσαετή αρχομένη από την τελεσιδικία και ως προς το μέρος της όλης αξιώσεως αποζημιώσεως, της αναγομένης σε χρόνο μεταγενέστερο εκείνου για τον οποίο επιδικάσθηκε αποζημίωση. Και τούτο γιατί και το μέρος αυτό της αξιώσεως, καίτοι δεν περιέχεται ειδική αναγνωριστική διάταξη στην απόφαση, θεωρείται ότι έχει βεβαιωθεί (εμμέσως) στην περίπτωση αυτή με την παρεμπίπτουσα δικαστική κρίση – η οποία είναι αναγκαία – για την ύπαρξη δικαιώματος αποζημιώσεως του παθόντος γενικώς για κάθε ζημία από την αδικοπραξία. Η επιμήκυνση όμως του χρόνου της παραγραφής κατά τους όρους του άρθρου 268 Α.Κ. προϋποθέτει αναγκαίως την ύπαρξη αξιώσεως, που δεν έχει υποκύψει στην μέχρι της τελεσιδικίας ισχύουσα παραγραφή, δεδομένου ότι η τελεσίδικη επιδίκαση της επίδικης τότε αξιώσεως δεν επιφέρει αναβίωση της αξιώσεως και κατά το μέρος που δεν έχει ασκηθεί και έχει πλέον αποσβεσθεί, λόγω παραγραφής, η οποία διέδραμε, χωρίς διακοπή κατ’ άρθρο 261 Α.Κ (Ολ. Α.Π. 24/2003 Δνη 44.1262, Ολ. Α.Π. 38/1996 Δνη 38.41, Α.Π. 1607/2003 Δνη 45.795, Α.Π. 1503/2000 Δνη 42.134, Εφ. Αθ. 6061/2003 Δνη 45.587). Τέλος ο εναγόμενος, που προτείνει την ένσταση παραγραφής της αξιώσεως αποζημιώσεως από αδικοπραξία, πρέπει να επικαλεστεί και σε περίπτωση αμφισβητήσεως να αποδείξει τα περιστατικά που την συγκροτούν. Συγκεκριμένα, ο εναγόμενος οφείλει ν’ αποδείξει πότε ο ενάγων – παθών έλαβε γνώση της ζημίας και του υποχρέου σε αποζημίωση. Ειδικότερα στην περίπτωση που από τη ζημιογόνα πράξη προκύπτει και δυσμενής συνέπεια που είναι απρόβλεπτη και συνεπώς για τη σχετική αξίωση που απορρέει από αυτή αρχίζει νέα χωριστή παραγραφή, ο σχετικός ισχυρισμός του ενάγοντος ότι η δυσμενής συνέπεια ήταν από την αρχή απρόβλεπτη, δεν αποτελεί αντένσταση, αλλά άρνηση της ενστάσεως παραγραφής. Έτσι ο ενάγων δεν έχει το βάρος να επικαλεστεί το χαρακτηρισμό της ζημίας του ως απρόβλεπτης, αλλά ο εναγόμενος, ως ενιστάμενος, έχει το βάρος να επικαλεστεί και να αποδείξει ότι η ζημία ήταν από την αρχή προβλεπτή, διότι αυτό είναι το περιεχόμενο της ενστάσεώς του (Ολ. Α.Π. 38/1999 ό.π., Ολ. Α.Π. 23/1994 Δνη 36.577, Α.Π. 57/2003, Δημ. Νόμος, Α.Π. 940/2001 Δνη 42.940).

 

     Ευγενία Φωτοπούλου

 

      info@efotopoulou.gr

 

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ

Το email σας δεν θα δημοσιευτεί