Προστασία των ζώων από την κακοποίηση, την εκμετάλλευση ή τη χρησιμοποίηση με κερδοσκοπικό σκοπό
Σύμφωνα με το άρθρο 16 του ν. 4039/2012 απαγορεύεται ο βασανισμός, η κακοποίηση, η κακή και βάναυση μεταχείριση οποιουδήποτε είδους ζώου, καθώς και οποιαδήποτε πράξη βίας κατ’ αυτού, όπως ιδίως η δηλητηρίαση, το κρέμασμα, ο πνιγμός, το κάψιμο, η σύνθλιψη και ο ακρωτηριασμός. Η στείρωση του ζώου καθώς και κάθε άλλη κτηνιατρική πράξη με θεραπευτικό σκοπό, δεν θεωρείται ακρωτηριασμός. Απαγορεύεται, εξαιρουμένων των περιπτώσεων κινηματογραφικών ταινιών και γενικότερα οπτικοακουστικού υλικού εκπαιδευτικού προσανατολισμού, η πώληση, εμπορία και παρουσίαση – διακίνηση μέσω διαδικτύου οποιουδήποτε οπτικοακουστικού υλικού, όπως βίντεο ή άλλου είδους κινηματογραφικού ή φωτογραφικού υλικού στα οποία απεικονίζεται οποιαδήποτε πράξη βίας εναντίον ζώου, καθώς και σεξουαλική συνεύρεση μεταξύ ζώων ή μεταξύ ζώου και ανθρώπου με σκοπό το κέρδος ή τη σεξουαλική ικανοποίηση ατόμων που παρακολουθούν ή συμμετέχουν σε αυτά. Στην ανωτέρω απαγόρευση συμπεριλαμβάνεται και η περίπτωση της μονομαχίας μεταξύ ζώων. Σε περίπτωση τραυματισμού ζώου συντροφιάς σε τροχαίο ατύχημα, ο υπαίτιος της πράξης αυτής, υποχρεούται να ειδοποιήσει άμεσα τον οικείο Δήμο, προκειμένου να παρασχεθεί στο τραυματισμένο ζώο η απαραίτητη κτηνιατρική φροντίδα.Κατά την υπ’ αριθ. 1/2013 εγκύκλιο- γνωμοδότηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου για την αποσαφήνιση των ζητημάτων που έχουν εγερθεί από την εφαρμογή του Ν.4039/2012 (προστασία ζώων), εκτός από την έννοια της ενεργητικής κακοποίησης, αντιληπτό καθίσταται το γεγονός ότι στην έννοια της παθητικής κακοποίησης του άρθρου 16 του ν.4039/12 ή του άρθρου 1 του ν.1197/81 ο οποίος δεν έχει καταργηθεί εισέτι, περιλαμβάνονται ενδεικτικά, η έλλειψη καταλύματος, το ακατάλληλο κατάλυμα ή τα στενά κλουβιά, η μόνιμη αλυσόδεση, η ακατάλληλη τροφή, η μόνιμη παραμονή σε μπαλκόνια, ταράτσες, η έλλειψη νερού ή νερού μη κατάλληλου, χώροι μη στεγνοί και καθαροί, προστατευόμενοι από τις καιρικές συνθήκες, η έλλειψη φροντίδας για κτηνιατρική περίθαλψη σε περίπτωση ασθενειών τους, αλλά και ο τακτικός εμβολιασμός και η αποπαρασίτωσή τους, η έλλειψη καθημερινής άσκησης και περιπάτου.Πρόκειται για αυτεπαγγέλτως διωκόμενο έγκλημα και η τήρηση της αυτοφώρου διαδικασίας, κρίνεται αναγκαία για τον κολασμό του εγκλήματος αυτού που έχει βαρύνουσα εγκληματική απαξία. Επίσης ως υποχρεώσεις του ιδιοκτήτη δεσποζόμενου ζώου συντροφιάς κατά το άρθρο 5, παρ. 1 του ίδιου νόμου ορίζονται οι εξής: α) να μεριμνά για τη σήμανση και την καταγραφή του ζώου του, καθώς και για την έκδοση βιβλιαρίου υγείας πριν εγκαταλείψει το ζώο τον τόπο γέννησης του και οπωσδήποτε μέσα σε προθεσμία δύο μηνών από τη γέννηση αυτού ή μέσα σε ένα μήνα από την εύρεση ή απόκτηση του, καθώς και να τοποθετεί σε εμφανές σημείο του περιλαίμιου του ζώου μεταλλική κονκάρδα, η οποία παρέχεται από τους κτηνιάτρους κατά την πραγματοποίηση του αντιλυσσικού εμβολιασμού του.β) να δηλώνει μέσα σε πέντε ημέρες την απώλεια του ζώου του σε κτηνίατρο, που έχει πιστοποιηθεί στη Διαδικτυακή Ηλεκτρονική Βάση σήμανσης και καταγραφής των ζώων συντροφιάς και των ιδιοκτητών τους,γ) να τηρεί τους κανόνες ευζωίας του ζώου και να μεριμνά για την κτηνιατρική εξέταση του, η οποία αποδεικνύεται από τη σχετική εγγραφή στο βιβλιάριο υγείας ή στο διαβατήριο του ζώου, καθώς και να μεριμνά για την εξασφάλιση άνετου, υγιεινού και κατάλληλου καταλύματος, προσαρμοσμένου στο φυσικό τρόπο διαβίωσης του ζώου, που να του επιτρέπει να βρίσκεται στη φυσική του όρθια στάση, χωρίς να εμποδίζονται οι φυσικές του κινήσεις και η δυνατότητα του για την πραγματοποίηση της απαραίτητης για την υγεία και την ευζωία του άσκησης, δ) να εφοδιάζεται με το διαβατήριο του ζώου του, εάν πρόκειται να ταξιδέψει με αυτό στο εξωτερικό και να μεριμνά για την ενημέρωση του σε κάθε αλλαγή του ιδιοκτήτη ή του προσωρινού κατόχου του, ε) να μην εγκαταλείπει το ζώο του, ενώ σε περίπτωση που επιθυμεί να αποχωριστεί το ζώο συντροφιάς, πρέπει να γνωστοποιεί στην αρμόδια υπηρεσία του Δήμου του τόπου της κατοικίας του την πρόθεση του αυτή, να το παραδίδει σε αυτόν και να λαμβάνει από πιστοποιημένο κτηνίατρο αντίγραφο της μεταβολής της εγγραφής του ζώου του στη Διαδικτυακή Ηλεκτρονική Βάση σήμανσης και καταγραφής των ζώων συντροφιάς, όπου θα αναφέρεται ο Δήμος ως προσωρινός κάτοχος του αδέσποτου πλέον ζώου,στ) να μεριμνά για τον άμεσο καθαρισμό του περιβάλλοντος από τα περιττώματα του ζώου εκτός αν πρόκειται για σκύλο βοήθειας,ζ) να μεριμνά για τη στείρωση τους, εφόσον δεν επιθυμεί τη διατήρηση των νεογέννητων ζώων ή δεν μπορεί να τα διαθέσει σε νέους ιδιοκτήτες,η) να προσκομίζει ή αποστέλλει ταχυδρομικά, επί αποδείξει, στον οικείο Δήμο αντίγραφο του πιστοποιητικού ηλεκτρονικής σήμανσης του ζώου του». Κατά το άρθρο 19 με εντολή του αρμόδιου Εισαγγελέα αφαιρείται προσωρινά ή οριστικά το ζώο συντροφιάς ή ζώο άλλης κατηγορίας από την κατοχή του παραβάτη των διατάξεων του άρθρου 5 παράγραφος 1 περιπτώσεις α`, β` και γ` και του άρθρου 16 και το ζώο παραδίνεται στο καταφύγιο αδέσποτων ζώων του αρμόδιου Δήμου ή σε ενδιαφερόμενη φιλοζωική εταιρεία ή σωματείο. Αν η μεταχείριση του ζώου είναι ιδιαίτερα σκληρή και βάναυση και προκάλεσε ιδιαίτερο πόνο ή φόβο στο ζώο, η αφαίρεση είναι οριστική. Ο Εισαγγελέας μπορεί επίσης με διάταξη του να απαγορεύσει την απόκτηση άλλου ζώου από τον παραβάτη. Επίσης, ο αρμόδιος Εισαγγελέας, όταν επιλαμβάνεται δημοσιεύματος ή καταγγελίας, μπορεί, με επιτόπια αυτοψία, να διαπιστώσει τις συνθήκες, που επικρατούν σε οποιοδήποτε καταφύγιο αδέσποτων ζώων συντροφιάς ή εκτροφείο, και αν αυτές δεν είναι σύμφωνες με τα οριζόμενα στο άρθρο 9 και στις ειδικές διατάξεις, που διέπουν τη λειτουργία τους, με προσωρινή διάταξη του, να καθορίσει τα μέτρα που πρέπει να λάβει ο ιδιοκτήτης του καταφυγίου ή εκτροφείου και το χρονικό διάστημα εντός του οποίου πρέπει να συμμορφωθεί. Επίσης μπορεί ο Εισαγγελέας, με διάταξη του να απαγορεύσει την απόκτηση άλλου ζώου από τον παραβάτη. Κατά την υπ’ αριθ. 4/2014 εγκύκλιο- γνωμοδότηση του Εισαγγελέα Αρείου Πάγου στο άρθρο 20 του ως άνω νόμου (4039/12), όπως η παράγρ. 2 αυτού αντικ. με το άρθρο 46 παρ. 11 Ν. 4235/2014 και η παράγ. 4.α προστέθηκε με το άρθρο 46 παρ. 11 Ν. 4235/2014, ορίζεται ότι οι ως άνω παραβάσεις των διατάξεων των περιπτώσεων γ και ε της παραγράφου 1 του άρθρου 5 και 16 τιμωρούνται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον ενός έτους και χρηματική ποινή από πέντε χιλιάδες (5.000) έως δεκαπέντε χιλιάδες (15.000) ευρώ». Περαιτέρω, στην περίπτωση ιδ του άρθρου 1 του Ν. 4039/12, όπως η περίπτωση αυτή αντικ. με το άρθρο 46 παρ. 1β Ν. 4235/2014, ορίζεται ότι αρμόδια όργανα για τη βεβαίωση των παραβάσεων είναι τα όργανα που τις διαπιστώνουν κατά την άσκηση των ελεγκτικών καθηκόντων τους και συγκεκριμένα οι υπάλληλοι της Ελληνικής Αστυνομίας, της Δασικής Υπηρεσίας, των Τελωνείων, των Σταθμών Υγειονομικού Κτηνιατρικού Ελέγχου (ΣΥΚΕ), του Λιμενικού Σώματος- Ελληνικής Ακτοφυλακής και οι ιδιωτικοί φύλακες Θήρας των κυνηγετικών οργανώσεων».
Στο άρθρο 33 Κ.Π.Δ. ορίζεται ότι η προανάκριση και η προκαταρκτική εξέταση {αρ. 31 παρ.1,στοιχ. α`, β`, γίνονται ύστερα από παραγγελία του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών και υπό τη διεύθυνση του: 1} από τους Πταισματοδίκες και Ειρηνοδίκες, 2} από τους βαθμοφόρους της χωροφυλακής που έχουν βαθμό, τουλάχιστον, υπενωματάρχη και 3} από τους υπαλλήλους που έχουν βαθμό, τουλάχιστον υπαρχιφύλακα, στο δε άρθρο 34 ορίζεται ότι η προκαταρκτική εξέταση και η προανάκριση ορισμένων εγκλημάτων ενεργείται και από δημοσίους υπαλλήλους, όπου αυτό προβλέπεται σε ειδικούς νόμους, πάντοτε υπό τη διεύθυνση και την εποπτεία του Εισαγγελέα Πλημ/κων. Οι ανακριτικοί υπάλληλοι οφείλουν να ανακοινώνουν, χωρίς χρονοτριβή, στον αρμόδιο Εισαγγελέα, οτιδήποτε πληροφορούνται με κάθε τρόπο, για αξιόποινη πράξη που διώκεται αυτεπαγγέλτως. Συμφώνως δε με το άρθρο 243 παρ.1 Κ.Π.Δ, η προανάκριση ενεργείται από οποιονδήποτε ανακριτικό υπάλληλο, μετά από γραπτή παραγγελία του Εισαγγελέα, οτιδήποτε πληροφορούνται με κάθε τρόπο για αξιόποινη πράξη που διώκεται αυτεπαγγέλτως. Η προανάκριση ενεργείται από οποιοδήποτε ανακριτικό υπάλληλο, μετά από γραπτή παραγγελία του Εισαγγελέα αν από τη καθυστέρηση απειλείται άμεσος κίνδυνος ή αν πρόκειται για αυτόφωρο κακούργημα ή πλημμέλημα, όλοι οι κατά τα άρθρα 33 και 34 ανακριτικοί υπάλληλοι είναι υποχρεωμένοι να επιχειρούν όλες τις προανακριτικές πράξεις που είναι αναγκαίες για να βεβαιωθεί η πράξη και να ανακαλυφθεί ο δράστης, έστω και χωρίς προηγούμενη παραγγελία του Εισαγγελέα. Στην περίπτωση αυτή ειδοποιούν τον Εισαγγελέα με το ταχύτερο μέσο και του υποβάλλουν, χωρίς χρονοτριβή τις εκθέσεις που συντάχθηκαν. Στο δε άρθρο 16 του ν.2800/2000, ορίζεται ότι καθήκοντα γενικών ανακριτικών υπαλλήλων, ασκεί το αστυνομικό προσωπικό που προβλέπεται από τις διατάξεις της παρ.1 του άρθρου 33 του Κ.Π.Δ.
Όμως οι αστυνομικοί της ΕΛ.ΑΣ., ως γενικοί προανακριτικοί υπάλληλοι, εφόσον υπάρχει σχετική Εισαγγελική παραγγελία ή πρόκειται για αυτόφωρο κακούργημα ή πλημμέλημα ή απειλείται κίνδυνος να ματαιωθεί ή δυσχερανθεί η βεβαίωση του εγκλήματος ή να αποκαλυφθεί ο δράστης, υποχρεούνται στις αναγκαίες προανακριτικές ενέργειες για τη βεβαίωση των αξιοποίνων πράξεων, την ανακάλυψη του δράστη και την ειδοποίηση του Εισαγγελέα. Παράλληλα, όμως, οφείλουν, να ενημερώνουν και τον οικείο Ο.Τ.Α για τις διοικητικές παραβάσεις. Επομένως, στην πραγματικότητα για την τήρηση του αυτοφώρου αρμόδια καθίσταται η Ελληνική αστυνομία, για το αυτεπαγγέλτως διωκόμενο αδίκημα της παραβάσεως του άρθρου 16 του ν.4039/2012.
Άλλωστε σύμφωνα με την υπ’ αριθ. πρωτοκόλλου 71377/13/989391 εγκύκλιο της Ε.Λ.Α.Σ με θέμα την Προστασία των ζώων- Εφαρμογή του Ν. 4039/2012, υποχρεούται η Ελληνική Αστυνομία για την αυστηρή εφαρμογή της ισχύουσας νομοθεσίας σε κάθε συντρέχουσα περίπτωση και την εκδήλωση των προβλεπομένων αστυνομικών ενεργειών στις οποίες υποχρεούνται να προβαίνουν στις περιπτώσεις αυτές.
Λένα Πολύζου
Δικηγόρος
Email: info@efotopoulou.gr