Παραίτηση από σύνταξη – Ανάκληση νόμιμων επωφελών ατομικών διοικητικών πράξεων ή και παραίτησης από κεκτημένα συνταξιοδοτικά δικαιώματα
Σύμφωνα με την με αριθμ. πρωτ. 12420/19-11-2010 γνωμοδότηση του Γραφείου Νομικού Συμβούλου του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ και σύμφωνα με το με αριθμ. πρωτ. Σ82/2/28-3-2014 Γενικό Έγγραφο του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ με θέμα «Αντιμετώπιση αιτήσεων περί ανάκλησης νόμιμων επωφελών ατομικών διοικητικών πράξεων ή και παραίτησης από κεκτημένα συνταξιοδοτικά δικαιώματα, γίνονται δεκτά τα ακόλουθα:
Οι νόμιμες επωφελείς διοικητικές πράξεις, από τις οποίες οι διοικούμενοι απέκτησαν δικαιώματα, δεν ανακαλούνται (ΣτΕ 453/1968). Για την εφαρμογή του κανόνα αυτού, η έννοια του δικαιώματος δεν περιορίζεται στα δικαιώματα που αναγνωρίζονται από το ιδιωτικό ή το διοικητικό δίκαιο και παρέχουν αξίωση κατά της Δημόσιας Διοίκησης ή των ιδιωτών για παροχή ή παράλειψη, αλλά είναι ευρύτερη και περιλαμβάνει την ωφέλεια, την οποία ο διοικούμενος αντλεί από νομικές ή πραγματικές καταστάσεις και η ανατροπή των οποίων είναι αντίθετη προς τις αρχές της εύρυθμης και χρηστής διοίκησης (ΣτΕ 1171/1962) και της προστατευόμενης εμπιστοσύνης του διοικουμένου. Σύμφωνα με τον κανόνα αυτό, η ανάκληση των ατομικών επωφελών διοικητικών πράξεων αποκλείεται λόγω μεταγενέστερης διαφορετικής εκτίμησης (επειδή η Διοίκηση μετέβαλε αντιλήψεις) των δεδομένων που υπήρχαν κατά την έκδοση της πράξης και στα οποία η πράξη στηρίζεται (ΣτΕ 4045/1976, 4412/1987, 2277/1961, 1269/1966), καθώς και για λόγους σκοπιμότητας (ΣτΕ 1317/76, 2276/1982).
Ούτε μπορεί να ληφθούν υπόψη για τη στήριξη της ανακλητικής πράξης στοιχεία μεταγενέστερα της αρχικής κρίσης τα οποία μπορούσαν ενδεχομένως να στηρίξουν την κατάργηση της αρχικής πράξης, όχι όμως και την ανάκλησή της (1269/1966). Με άλλα λόγια, η Διοίκηση δεν μπορεί προκειμένου να ανακαλέσει μία διοικητική πράξη να προβεί σε διαφορετική εκτίμηση των δεδομένων που συνέτρεχαν κατά την έκδοση της πράξης αυτής, ούτε και για λόγους σκοπιμότητας, ούτε λαμβάνοντας υπόψη μεταγενέστερα της έκδοσης της πράξης στοιχεία.
Κατ’ εξαίρεση από τον προηγούμενο κανόνα είναι επιτρεπτή η ανάκληση νόμιμων ευμενών διοικητικών πράξεων:
- Για λόγους δημοσίου συμφέροντος και μάλιστα επιτακτικού.
- Αν ο διοικούμενος δεν συμμορφώνεται προς τους όρους από τους οποίους εξαρτάται η ισχύς της πράξης.
- Αν δεν συντρέχουν πλέον οι προϋποθέσεις βάσει των οποίων εκδόθηκε η πράξη.
- Αν πέρασε άπρακτη η προθεσμία που έθετε η πράξη στον διοικούμενο για ορισμένη ενέργεια ή αν δεν τηρηθούν οι προϋποθέσεις που θεσπίζουν οι σχετικές διατάξεις, οι οποίες αποβλέπουν στην εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος.
Εξάλλου επιτρέπεται ελεύθερα η ανάκληση των νόμιμων ατομικών διοικητικών πράξεων από τις οποίες δεν έχουν απορρεύσει δικαιώματα του διοικουμένου κατά την προαναφερόμενη έννοια ή ευνοϊκές για τον διοικούμενο πραγματικές καταστάσεις, καθώς και εκείνων που περιέχουν την επιφύλαξη της ανάκλησης, είτε η επιφύλαξη αυτή διατυπώνεται ρητά στην πράξη, είτε προκύπτει από τις σχετικές διατάξεις (ΣτΕ 2383/1964 και 1799/1987).
Περαιτέρω, επάνοδος της Διοίκησης μετά την οριστικοποίηση της κρίσης των αρμοδίων ασφαλιστικών οργάνων επί ασφαλιστικού – συνταξιοδοτικού αιτήματος δεν είναι κατ’ αρχήν επιτρεπτή και αποκλείεται τόσο λόγω μεταγενέστερης διαφορετικής εκτίμησης, όσο και για λόγους σκοπιμότητας. Μόνον κατ’ εξαίρεση και για λόγους επιείκειας μπορεί να γίνει δεκτή επάνοδος της διοίκησης και συγκεκριμένα:
- Ο ενδιαφερόμενος με νεώτερη αίτησή του επικαλείται τη μεταβολή των κρίσιμων προϋφιστάμενων πραγματικών στοιχείων με βάση νεώτερα στοιχεία που αποδεικνύονται και τα οποία κατά το χρόνο έκδοσης της διοικητικής πράξης ήταν άγνωστα στον ίδιο και την υπηρεσία που εξέδωσε την απόφαση της οποίας ζητείται η ανάκληση ή τροποποίηση (περίπτωση πεπλανημένης εκτίμησης).
- Εάν συντελεστεί μεταβολή της νομοθεσίας που δεν ελήφθη υπόψη κατά το χρόνο έκδοσης της διοικητικής πράξης.
- Έχουν παγιωθεί οι νομολογιακές και ερμηνευτικές απόψεις των αρμόδιων ανώτατων δικαστηρίων που επηρεάζουν επίμαχα ασφαλιστικά θέματα επί των οποίων έχουν κρίνει διαφορετικά τα αρμόδια ασφαλιστικά όργανα (υπό την προϋπόθεση ότι η Διοίκηση συναινεί στην καθολική εφαρμογή της μεταβληθείσας νομολογίας).
Εξάλλου αναγνωρίζονται ως δημοσίας τάξης οι περί κοινωνικής ασφαλίσεως διατάξεις, αφού αποσκοπούν στην προστασία των δικαιωμάτων των ασθενέστερων κοινωνικών τάξεων για την εξασφάλιση των στοιχειωδών προϋποθέσεων αντιμετωπίσεως των δυσχερειών της ζωής των πολιτών και των μελών της οικογένειάς τους η οποία (εξασφάλιση) αποτελεί γενικό συμφέρον της πολιτείας διότι κατατείνει στην κοινωνική ευημερία και ειρήνη. Επομένως η ιδιωτική βούληση δεν δύναται να αποκλείσει την εφαρμογή τους ή να ρυθμίσει διαφορετικά την υπό διατάξεων δημοσίας τάξεως ρυθμιζόμενη έννομη σχέση με αποτέλεσμα να είναι ανίσχυρη η παραίτηση από της αξιώσεως περί απονομής ασφαλιστικών παροχών. Εκ τούτων παρέπεται ότι είναι ανίσχυρη και δεν παράγει έννομα αποτελέσματα η συναίνεση του διοικουμένου περί της ανακλήσεως ευμενούς γι’ αυτόν νομίμου ατομικής διοικητικής πράξεως στον χώρο του δικαίου της κοινωνικής ασφαλίσεως (βλ. Αντ. Πετρόγλου «το επιτρεπτόν της παραιτήσεως από δικαιώματος απονομής ασφαλιστικής παροχής» σε ΕΔΚΑ Ζ’, σελ. 545).
Ενόψει των ανωτέρω έχει κριθεί και σύμφωνα με την προπαρατεθείσα γνωμοδότηση του Νομικού Συμβούλου του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ και το ανωτέρω Γενικό Έγγραφο του ΙΚΑ ότι δεν είναι επιτρεπτή η ικανοποίηση αιτημάτων περί ανάκλησης νόμιμων ευμενών ατομικών διοικητικών πράξεων και, επομένως, παραίτησης από συνταξιοδοτικό δικαίωμα, καθώς η ιδιωτική βούληση (ΑΚ 3) δεν μπορεί να αποκλείσει την εφαρμογή κανόνων δημοσίας τάξης στο χώρο του δικαίου της ιδιωτικής ασφάλισης και η γενόμενη από τον διοικούμενο παραίτηση από την αξίωση περί απονομής ασφαλιστικών παροχών με την συναίνεση του διοικουμένου είναι ανίσχυρη.
Πέραν του ανωτέρω σχετικού εγγράφου του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ και ο Ο.Α.Ε.Ε. διά της εγκυκλίου του με αριθμ. 11/03-02-2009 έκρινε ότι το δικαίωμα στη σύνταξη, το οποίο είναι απαράγραπτο, είναι ανεπίδεκτο παραιτήσεως.
Σημειώνεται ότι δεν θα πρέπει να συγχέεται η παραίτηση από το δικαίωμα απονομής σύνταξης με την παραίτηση από υποβληθείσα αίτηση για απονομή σχετικής παροχής, η οποία σύμφωνα με το Δίκαιο Κοινωνικής Ασφάλισης, τη νομολογία και αποφάσεις του Συμβουλίου Επικρατείας – εφόσον δεν έχει διεκπεραιωθεί και δεν έχει εκδοθεί διοικητική πράξη – είναι έγκυρη.
Μαρία Τζαβέλα
Δικηγόρος, LL.M.
E-mail: info@efotopoulou.gr