Η ρητή αρνητική πράξη μετά την προσβολή της τεκμαιρομένης, λόγω άπρακτης παρέλευσης του τασσόμενου στο νόμο χρονικού διαστήματος, απορρίψεως αιτήματος του διοικουμένου
Στο άρθρο 63 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2717/1999, Α’ 97) ορίζονται τα εξής: «1. Με την επιφύλαξη όσων ορίζονται σε ειδικές διατάξεις του Κώδικα, οι εκτελεστές ατομικές διοικητικές πράξεις ή παραλείψεις, από τις οποίες δημιουργούνται κατά νόμο διοικητικές διαφορές ουσίας, υπόκεινται σε προσφυγή. 2. Παράλειψη υπάρχει όταν η διοικητική αρχή, αν και υποχρεούται κατά νόμο, δεν εκδίδει εκτελεστή ατομική διοικητική πράξη για να ρυθμίσει ορισμένη έννομη σχέση. Η παράλειψη συντελείται με την πάροδο άπρακτης της προθεσμίας που τυχόν τάσσει ο νόμος για την έκδοση … της πράξης αυτής. Στην τελευταία αυτή περίπτωση (σιωπηρή άρνηση), αν από το νόμο δεν τάσσεται τέτοια προθεσμία, η παράλειψη συντελείται με την πάροδο άπρακτου τριμήνου από την υποβολή σχετικής αίτησης στη διοίκηση … 3. Στις περιπτώσεις που από το νόμο προβλέπεται … διοικητική προσφυγή, η οποία ασκείται μέσα σε ορισμένη προθεσμία …. και συνεπάγεται τον έλεγχο της πράξης ή της παράλειψης κατά το νόμο και την ουσία (ενδικοφανής προσφυγή), το ένδικο βοήθημα της προσφυγής ασκείται παραδεκτώς μόνο κατά της πράξης που εκδίδεται για την ενδικοφανή προσφυγή … 4. Αν παρέλθει η προθεσμία που τάσσει τυχόν ειδικώς ο νόμος προς έκδοση απόφασης για την ενδικοφανή προσφυγή, ή, σε περίπτωση που δεν τάσσεται τέτοια προθεσμία, αν παρέλθει άπρακτο τρίμηνο από την άσκησή της, το ένδικο βοήθημα της προσφυγής ασκείται κατά της, τεκμαιρόμενης από την πάροδο της προθεσμίας, απόρριψης της ενδικοφανούς προσφυγής. 5. … 6. Ρητή πράξη, η οποία εκδόθηκε μετά τη συντέλεση της παράλειψης ή της τεκμαιρόμενης απόρριψης ενδικοφανούς προσφυγής, και ως την πρώτη συζήτηση του ενδίκου βοηθήματος της προσφυγής, λογίζεται ως συμπροσβαλλόμενη. Μπορεί όμως και να προσβληθεί αυτοτελώς».
Κατά την έννοια των ως άνω διατάξεων, η τυχόν μέχρι τη συζήτηση της προσφυγής, η οποία στρέφεται κατά της τεκμαιρομένης, λόγω άπρακτης παρέλευσης του τασσόμενου στο νόμο χρονικού διαστήματος, απορρίψεως αιτήματος του διοικουμένου, εκδοθείσα ρητή αρνητική πράξη λογίζεται συμπροσβαλλόμενη με την προσφυγή, ανεξάρτητα αν η τεκμαιρόμενη απόρριψη προσβάλλεται εκπροθέσμως. Τούτο δε, όχι μόνον διότι από την παρατεθείσα παράγραφο 6 του άρθρου 63 του Κ.Δ.Δ. δεν τάσσεται τέτοια προϋπόθεση, αλλά και διότι, εν πάση περιπτώσει, κατά τη σαφή ρύθμιση του νόμου, η ρητή απόρριψη μπορεί να προσβληθεί αυτοτελώς. Θα ήταν δε αντίθετο στην αρχή της οικονομίας της δίκης να υποχρεούται ο προσφεύγων στην περίπτωση αυτή, αν δηλαδή είχε προσβάλει εκπροθέσμως τη σιωπηρή απόρριψη, να ασκήσει και δεύτερη προσφυγή κατά της ρητής απορρίψεως, ώστε να κριθεί η νομιμότητά της. Η ερμηνευτική αυτή εκδοχή ενισχύεται και από τη ρύθμιση του προϊσχύσαντος π.δ. 341/1978 (Α’ 71), το οποίο αντιμετώπιζε διαφορετικά, από πλευράς παραδεκτού, την προσβολή της θεωρουμένης ως συμπροσβαλλόμενης ρητής απορρίψεως αιτήματος του διοικουμένου. Ειδικότερα, στο άρθρο 19 αυτού το ανωτέρω π.δ. προέβλεπε (παρ. 2 εδ. γ) ότι ρητή αρνητική πράξη λογίζεται συμπροσβαλλόμενη με την προσβληθείσα με την προσφυγή σιωπηρή άρνηση, υπό την προϋπόθεση ότι η προσφυγή κατά της τελευταίας ασκείτο παραδεκτώς (ήταν δηλαδή εμπρόθεσμη). Αντιθέτως, σύμφωνα με το ίδιο άρθρο του αυτού ως άνω π.δ. 341/1978 (βλ. παρ. 5), επί προσφυγής κατά τεκμαιρομένης απορρίψεως ενδικοφανούς προσφυγής, η μεταγενεστέρως εκδιδόμενη ρητή απορριπτική πράξη ελογίζετο συμπροσβαλλόμενη ανεξαρτήτως αν η τεκμαιρόμενη απόρριψη είχε προσβληθεί εμπροθέσμως (Σ.τ.Ε., 2097/2007, 3427/2001, 2954/1997 επταμ.). Εν όψει δε της διατύπωσης της ισχύουσας διάταξης της παραγράφου 6 του άρθρου 63 Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας η οποία προσομοιάζει με αυτήν της παραγράφου 5 του άρθρου 19 του π.δ. 341/1978. Θα πρέπει η διάταξη αυτή (63 παρ. 6 του ΚΔΔ) να ερμηνευθεί αναλόγως (6085/2013 ΔΕφΑθ).
Λένα Πολύζου, δικηγόρος
Email: info@efotopoulou.gr