Δικηγορικό Γραφείο Ευγενίας Α. Φωτοπούλου
Βασιλίσσης Σοφίας 6 Αθήνα 106 74
Τηλέφωνο: 210 36 24 769, 211 7 80 80 80
210 30 09 019
Email: info@efotopoulou.gr

Αδυναμία εκπλήρωσης της παροχής και αξίωση αποζημίωσης (άρθ. 297, 298, 330 και 335 ΑΚ)

Κατά το άρθρο 335 ΑΚ, αν κατά την εκπλήρωσή της η παροχή είναι ολικά ή μερικά αδύνατη για λόγους που είτε είναι γενικοί είτε αφορούν τον οφειλέτη, αυτός έχει υποχρέωση να ανορθώσει τη ζημία του δανειστή που επέρχεται από την αδυναμία εκπλήρωσης της παροχής, ενώ κατά το άρθρο 336 εδάφ. α΄ του ΑΚ, ο οφειλέτης απαλλάσσεται από κάθε υποχρέωση εξαιτίας αδυναμίας να εκπληρώσει την παροχή, αν αποδείξει, ότι η αδυναμία οφείλεται σε γεγονός για το οποίο δεν έχει ευθύνη.

Η διάταξη αυτή, η οποία καθιερώνει την αρχή της υπαιτιότητας, ως βάση της ευθύνης του οφειλέτη για την περίπτωση αθέτησης των υποχρεώσεών του, στηρίζεται στη λογική αρχή κατά την οποία κανείς δεν μπορεί να υποχρεωθεί στα αδύνατα, άλλοις λόγοις, η αδυναμία πρέπει να είναι αποτέλεσμα πταίσματος του οφειλέτη, δηλαδή έλλειψης επιμέλειας κατά τα άρθρα 330 – 334 ΑΚ. Η ως άνω διάταξη εφαρμόζεται, δε, όχι μόνο επί υποχρεώσεων που απορρέουν από συμβάσεις, αλλά επί κάθε υποχρέωσης προς ενέργεια που θεμελιώνεται σε διάταξη νόμου.

Κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, αδυναμία παροχής υπάρχει όταν η παροχή για λόγους πραγματικούς ή νομικούς δεν μπορεί να εκπληρωθεί, η αδυναμία, δε, παροχής πρέπει να είναι οριστική, δηλαδή να μην υπάρχει δυνατότητα άρσης κατά το χρόνο εκπλήρωσής της. Περαιτέρω, η εκπλήρωση της παροχής πρέπει να είναι αδύνατη κατά το χρόνο που πρέπει να εκπληρωθεί, έστω κι αν αρχικώς ήτο δυνατή. Μάλιστα, η εν θέματι διάταξη ισχύει και στην περίπτωση της μερικής αδυναμίας, όπως προκύπτει άλλωστε και από τη λεκτική διατύπωση της διάταξης, η οποία αναφέρεται σε παροχή «ολικά ή μερικά αδύνατη».  

Από το χρόνο της αδυναμίας της παροχής, η ενοχή αλλοιώνεται κατά το περιεχόμενό της και μετατρέπεται σε (δευτερογενή) υποχρέωση αποζημίωσης που συνίσταται στο θετικό διαφέρον. Μετά την αδυναμία, δηλαδή, η αξίωση του δανειστή μετατρέπεται σε αξίωση αποζημίωσης και μπορεί να ζητήσει ό,τι θα είχε, αν δεν υπήρχε η αδυναμία και εκπληρωνόταν η ενοχή (την ανόρθωση της ζημίας «που επέρχεται από την αδυναμία», ΑΚ 335). Το ότι οφείλεται το θετικό διαφέρον σημαίνει ότι η ενοχική σχέση διατηρεί το κύρος της και μετά την αδυναμία, με άλλα λόγια η τελευταία δεν αποτελεί λόγο ακυρότητας της ενοχικής σχέσης. Κατά τα οριζόμενα, δε, στο άρθρο 297 ΑΚ: «Ο υπόχρεος σε αποζημίωση οφείλει να την παράσχει σε χρήμα. Αντί για χρηματική αποζημίωση το δικαστήριο μπορεί, εκτιμώντας τις ειδικές περιστάσεις, να διατάξει την αποκατάσταση της προηγούμενης κατάστασης, εφόσον η αποζημίωση με τον τρόπο αυτό δεν προσκρούει στο συμφέρον του δανειστή», ενώ περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 298 ΑΚ: «Η αποζημίωση περιλαμβάνει τη μείωση της υπάρχουσας περιουσίας του δανειστή (θετική ζημία), καθώς και το διαφυγόν κέρδος. Τέτοιο κέρδος λογίζεται εκείνο που προσδοκά κανείς με πιθανότητα σύμφωνα με τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις και ιδίως τα προπαρασκευαστικά μέτρα που έχουν ληφθεί». Το θετικό διαφέρον, δηλαδή, μπορεί να περιλαμβάνει κατά το άρθ. 298 ΑΚ, τόσο τη θετική ζημία όσο και το διαφυγόν κέρδος του δανειστή.

Οι γενικές προϋποθέσεις, λοιπόν, για τη γένεση της προς αποζημίωση υποχρέωσης είναι: α) η ύπαρξη ζημίας εις βάρος του δανειστή, β) η συνδρομή νόμιμου λόγου ευθύνης και γ) η συνδρομή αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ νόμιμου λόγου ευθύνης και ζημίας.

Επί το ειδικότερον, ως ζημία νοείται κάθε βλάβη που προκαλείται στα υλικά ή άυλα αγαθά ενός προσώπου, ήτοι κάθε δυσμενής μεταβολή τους. Για την εξεύρεση ειδικά της περιουσιακής ζημίας, δηλαδή της ζημίας που αφορά περιουσιακά, αποτιμητά σε χρήμα αγαθά, κατά την κρατούσα και ορθή θεωρία της διαφοράς γίνεται σύγκριση μεταξύ της τωρινής (μετά, δηλαδή, το ζημιογόνο γεγονός) περιουσιακής κατάστασης και εκείνης που θα υπήρχε χωρίς το ζημιογόνο γεγονός. Η διαφορά μεταξύ των δύο αυτών μεγεθών είναι η ζημία. Με άλλα λόγια, η ζημία που παριστά ελάττωση περιουσίας αποτελεί τη διαφορά μεταξύ της ενεστώσαςπεριουσίας αυτού που ζημιώθηκε και εκείνης που θα υπήρχε αν δεν συνέβαινε η ζημιογόνος πράξη ή αν συνέβαινε ό,τι δενσυνέβη ένεκα της ζημιογόνου παράλειψης. Το πρώτο από τα συγκρινόμενα μεγέθη αναφέρεται στην πραγματική περιουσιακή κατάσταση του ζημιωθέντος (την τωρινή) και το δεύτερο σε υποθετική περιουσιακή κατάσταση (εκείνη στην οποία ο ζημιωθείς θα βρισκόταν χωρίς το ζημιογόνο γεγονός). Κρίσιμη είναι η όλη περιουσιακή κατάσταση, ήτοι η επίπτωση του ζημιογόνου γεγονότος σε όλα τα περιουσιακά αγαθά του ζημιωθέντος, και όχι μόνο η βλάβη του συγκεκριμένου και άμεσα θιγέντος αγαθού. Η έκταση, δε, της αποζημίωσης ρυθμίζεται από το άρθρο 298 ΑΚ η οποία πρέπει να είναι ισάξια της αξίας της παροχής που κατέστη αδύνατη.

Νόμιμοι λόγοι ευθύνης, ήτοι γενεσιουργοί, παραγωγικοί λόγοι ευθύνης προς αποζημίωση είναι, μεταξύ άλλων: α) η αδικοπραξία, οπότε η ευθύνη στην περίπτωση αυτή είναι πρωτογενής, καθόσον πριν από τη ζημιογόνο πράξη ή παράλειψη δεν υφίστατο σύνδεσμος μεταξύ ζημιώσαντος και ζημιωθέντος και β) η μη εκπλήρωση προϋπάρχουσας ενοχής, εκ της οποίας απορρέει η αρχική πρωτογενής ενοχή για εκπλήρωσή της και εκ της παραβάσεώς αυτής η δευτερογενής ευθύνη προς αποζημίωση. Δεν αποκλείεται η αρχική ενοχή να απορρέει κατευθείαν από το νόμο, οπότε η μη εκπλήρωσή της δημιουργεί πάλι δευτερογενή υποχρέωση του υπόχρεου σε αποζημίωση.

Τέλος, προϋπόθεση για τη θεμελίωση ευθύνης προς αποζημίωση συνιστά και η αιτιώδης συνάφεια (ή αιτιώδης σύνδεσμος) μεταξύ του ζημιογόνου γεγονότος και της επελθούσας ζημίας. Κατά την κρατούσα θεωρία της πρόσφορης αιτιότητας (causa adaequata), από τους όρους επέλευσης του αποτελέσματος (ζημίας), θεμελιωτικός ευθύνης είναι μόνον αυτός που ήταν ικανός, πρόσφορος να επιφέρει το αποτέλεσμα. Πρόσφορος είναι ο όρος εκείνος που, βάσει της αντικειμενικής ανθρώπινης πείρας στη δεδομένη περίπτωση πραγμάτων, ήταν ικανός να επιφέρει το συγκεκριμένο αποτέλεσμα. Με άλλα λόγια, πρόσφορη θεωρείται η αιτία που δεν προκάλεσε απλώς κατά λογική αιτιότητα τη ζημία (με την έννοια της condicio sinequa non), αλλά είχε γενικά την τάση, την ικανότητα να οδηγήσει σ’ αυτήν, σύμφωνα με τη συνήθη πορεία των πραγμάτων ή, κατ’ άλλη διατύπωση, είχε την τάση να ευνοήσει την επέλευση της ζημίας κατά τους κανόνες της έλλογης ανθρώπινης πείρας. Αντιθέτως, υπάρχει έλλειψη αιτιώδους συνάφειας, όταν το αποτέλεσμα είναι τόσο μακρινό και ασύνδετο προς το γεγονός που φέρεται ως αιτία, ώστε να μη δύναται κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων και τους κανόνες της κοινής πείρας και λογικής να θεωρηθεί ως αποτέλεσμά της. Η ως άνω θεωρία βρίσκει νομοθετικό έρεισμα στην ΑΚ 298 εδ. β΄.

Στο σημείο αυτό, να επισημανθεί ότι τα στοιχεία που πρέπει να παρατίθενται στην αγωγή αποζημίωσης, για το ορισμένο αυτής, είναι η αδυναμία παροχής και η συνακόλουθη ζημία που υπέστη ο ενάγων – δανειστής, ενώ ο οφειλέτης αν θέλει να απαλλαγεί, πρέπει να επικαλεστεί και να αποδείξει ανυπαίτια αδυναμία.

Αγγελική Πολυδώρου, Δικηγόρος

e-mail: info@efotopoulou.gr

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ

Το email σας δεν θα δημοσιευτεί