Ανάθεση άσκησης της επιμέλειας των ανήλικων τέκνων και στους δύο γονείς από κοινού – Χρονική και λειτουργική κατανομή της άσκησης της επιμέλειας – Στην περίπτωση της ρύθμισης των ζητημάτων γονικής μέριμνας και επιμέλειας με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων δεν απαιτείται να προηγηθεί διαμεσολάβηση κατά το άρθρο 1514 παρ. 2 ΑΚ
Κατά τη διάταξη του άρθρου 1510 παρ. 1 ΑΚ, όπως αυτό ισχύει μετά την έναρξη ισχύος του N. 4800/2021, η μέριμνα για το ανήλικο τέκνο είναι καθήκον και δικαίωμα των γονέων, την ασκούν από κοινού και εξίσου και περιλαμβάνει την επιμέλεια του προσώπου, τη διοίκηση της περιουσίας και την εκπροσώπηση του τέκνου σε κάθε υπόθεση, δικαιοπραξία ή δίκη που αφορούν το πρόσωπο ή την περιουσία του, πρόκειται, δε, για δικαιώματα προσωποπαγή (αναπαλλοτρίωτα), που, όμως, την άσκησή τους, είναι δυνατόν να τη στερηθεί (ολικά ή μερικά) ο γονέας με δικαστική απόφαση. Η, δε, επιμέλεια του τέκνου, σύμφωνα με το άρθρο 1518 παρ. 1 ΑΚ, περιλαμβάνει ιδίως την ανατροφή, την επίβλεψη, τη μόρφωση και την εκπαίδευσή του, καθώς και τον προσδιορισμό του τόπου διαμονής του.
Κατά τις διατάξεις του άρθρου 1513 ΑΚ, εάν υπάρχει διακοπή της συμβίωσης των συζύγων ή διαζύγιο, εξακολουθούν οι γονείς να ασκούν εκ του νόμου από κοινού και εξίσου τη γονική μέριμνα (συνεπιμέλεια), εκτός από τις συνήθεις πράξεις επιμέλειας του προσώπου του τέκνου ή την τρέχουσα διαχείριση της περιουσίας του ή πράξεις που έχουν επείγοντα χαρακτήρα (άρθ. 1516 ΑΚ), τις οποίες ασκεί ο γονέας με τον οποίο διαμένει το τέκνο κατόπιν άτυπης ενημέρωσης του άλλου γονέα.
Ωστόσο, κατ’ εξαίρεση του ανωτέρω κανόνα της από κοινού άσκησης της γονικής μέριμνας και μετά το διαζύγιο ή τη διακοπή της έγγαμης συμβίωσης, προβλέπει το άρθρο 1514 παρ. 2 ΑΚ ότι αν αυτή η από κοινού άσκηση της γονικής μέριμνας είναι αντίθετη προς το συμφέρον του τέκνου ή ασκείται αντίθετα προς το συμφέρον του τέκνου υπάρχει δυνατότητα διαφορετικής ρύθμισης εκ μέρους του Δικαστηρίου. Τέτοιες περιπτώσεις ενδεικτικά αναφέρει ο νόμος τις περιπτώσεις που ο ένας γονέας αδιαφορεί ή δεν συμπράττει στη γονική μέριμνα ή δεν τηρεί την τυχόν υπάρχουσα συμφωνία για την άσκηση ή τον τρόπο άσκησής της ή αν η συμφωνία αυτή είναι αντίθετη προς το συμφέρον του τέκνου ή αν η γονική μέριμνα ασκείται αντίθετα προς το συμφέρον του τέκνου. Οι λόγοι για τους οποίους δεν μπορεί να λειτουργήσει η κοινή μέριμνα μπορεί να είναι είτε ανυπαίτιοι για τον έναν ή και τους δύο γονείς (π.χ. παντελώς διαφορετικές απόψεις σε θέματα διαπαιδαγώγησης, μεγάλη απόσταση του τόπου διαμονής των δύο γονέων, έντονη επαγγελματική απασχόληση του ενός γονέα, μακροχρόνια απουσία του ενός γονέα) είτε υπαίτιοι (π.χ. χρησιμοποίηση της άσκησης της επιμέλειας ως πρόσχημα για την εκδήλωση αισθημάτων εκδίκησης προς τον άλλον γονέα, ψευδείς καταγγελίες εγκλημάτων κατά της γενετήσιας αξιοπρέπειας του τέκνου κ.ο.κ.). Στις περιπτώσεις αυτές, καθένας από τους γονείς προσφεύγει σε διαμεσολάβηση, πλην των περιπτώσεων ενδοοικογενειακής βίας, και εν τέλει επί αποτυχίας αυτής αποφασίζει το Δικαστήριο.
Εξάλλου, κατά την παρ. 3 του άρθρου 1514 ΑΚ, το Δικαστήριο μπορεί να υιοθετήσει διάφορες λύσεις: α) να κατανείμει την άσκηση της γονικής μέριμνας μεταξύ των γονέων, να εξειδικεύσει τον τρόπο άσκησής της στα κατ’ ιδίαν θέματα ή να αναθέσει την άσκηση της γονικής μέριμνας στον ένα γονέα ή σε τρίτο, β) να διατάξει πραγματογνωμοσύνη ή τη λήψη οποιουδήποτε άλλου πρόσφορου μέτρου και γ) να διατάξει διαμεσολάβηση ή την επανάληψη διακοπείσας διαμεσολάβησης, ορίζοντας συγχρόνως τον διαμεσολαβητή. Επίσης, ορίζεται ότι για τη λήψη της απόφασής του το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του τους έως τότε δεσμούς του τέκνου με τους γονείς και τους αδελφούς του, καθώς και τις τυχόν συμφωνίες που έκαναν οι γονείς του τέκνου για την άσκηση της γονικής μέριμνας. Έτσι, σε περίπτωση διακοπής της συμβίωσης των συζύγων ή διαζυγίου (άρθρο 1513 ΑΚ), το Δικαστήριο, εφόσον η από κοινού άσκηση της γονικής μέριμνας δεν είναι δυνατή ή προς το συμφέρον του τέκνου, μπορεί να την αναθέσει σε ένα γονέα ή να την αναθέσει σε τρίτο ή τέλος να την κατανείμει μεταξύ των γονέων, πάντοτε, όμως, με γνώμονα το βέλτιστο συμφέρον του ανήλικου τέκνου και χωρίς να δεσμεύεται από συμφωνίες των γονέων που δεν βρίσκονται σε αρμονία με το συμφέρον του, ακόμα και όταν γίνονται στα πλαίσια της συμβιβαστικής επίλυσης κατά το άρθρο 611 ΚΠολΔ, τις οποίες όμως πρέπει να λάβει υπόψη του.
Συνεπώς, μία από τις θεσμοθετημένες πλέον στο άρθρο 1514 παρ. 3 ΑΚ από τον ελληνικό Αστικό Κώδικα λύσεις, η οποία αποτελεί μάλιστα ειδικότερο τρόπο λειτουργικής κατανομής της εκ του νόμου προβλεπόμενης συνεπιμέλειας μετά το διαζύγιο ή τη διακοπή της έγγαμης συμβίωσης, είναι η χρονική κατανομή ή εναλλασσόμενη άσκηση όλων των εκφάνσεων της γονικής μέριμνας ή της επιμέλειας ειδικότερα. Ο τρόπος αυτός κατανομής της άσκησης της επιμέλειας εξασφαλίζει την από κοινού συμμετοχή των γονέων στην άσκησή της και την ισόρροπη ανάπτυξη του παιδιού, που γίνεται δέκτης των διαφορετικών αντιλήψεων και τρόπων σκέψης των γονέων του, ενδέχεται όμως να δημιουργήσει και συνεχείς εντάσεις και τριβές μεταξύ των γονέων, καθόσον η εναλλασσόμενη ανατροφή απαιτεί μια πραγματική συνεργασία μεταξύ των γονέων στις επιλογές και στη διαχείριση του ανηλίκου κατά τρόπο παραγωγικό. Για να λειτουργήσει, δηλαδή, αποτελεσματικά η χρονικά κατανεμημένη γονική μέριμνα ή επιμέλεια μεταξύ των δύο γονέων απαιτείται η στοιχειώδης δυνατότητα συνεννόησης και εμπιστοσύνης μεταξύ τους και η λύση των διαφορών τους με καταφυγή πρωτίστως στη διαμεσολάβηση και ως έσχατο μέσο στα δικαστήρια.
Ένας άλλος τρόπος (λειτουργικής) κατανομής συνιστά η ανάθεση ορισμένων λειτουργιών της (π.χ. επιμέλεια) στον ένα γονέα και των υπολοίπων (διοίκηση περιουσίας, εκπροσώπηση) στην από κοινού άσκηση. Αν η άσκηση της γονικής μέριμνας μοιραστεί ανάμεσα στους γονείς, λόγω διάστασής τους, ο γονέας στον οποίο έχει ανατεθεί η επιμέλεια αποφασίζει μόνος του για τα καθημερινά θέματα του τέκνου, δεν μπορεί, όμως, κατ’ άρθ. 1519 ΑΚ να αποφασίζει μόνος του για θέματα που επηρεάζουν καίρια τη ζωή του τέκνου, ήτοι για την ονοματοδοσία του τέκνου, το θρήσκευμα, σημαντικά ζητήματα της υγείας του, καθώς και για ζητήματα εκπαίδευσης που επιδρούν αποφασιστικά στο μέλλον του, για τα οποία απαιτείται κοινή απόφαση των γονέων, διότι η κρίση για τα σημαντικά αυτά ζητήματα παραμένει στον πυρήνα της γονικής μέριμνας, που εν προκειμένω ανήκει και στους δύο.
Η κρίση του Δικαστηρίου στηρίζεται πάντα στο βέλτιστο συμφέρον του παιδιού, το οποίο πρέπει να προάγεται στη συγκεκριμένη περίπτωση από την ουσιαστική συμμετοχή και των δυο γονέων στην ανατροφή και στη φροντίδα του. Ταυτόχρονα το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη την ικανότητα και πρόθεση καθενός εκ των γονέων να σεβαστεί τα δικαιώματα του άλλου, τη συμπεριφορά κάθε γονέα κατά το προηγούμενο χρονικό διάστημα και τη συμμόρφωσή του με τις νόμιμες υποχρεώσεις του, δικαστικές αποφάσεις, εισαγγελικές διατάξεις και προηγούμενες συμφωνίες που είχε συνάψει με τον άλλο γονέα και αφορούν το τέκνο (άρθρο 1511 παρ. 2 ΑΚ), ενώ ανάλογα με την ωριμότητα του τέκνου πρέπει να ζητείται και να συνεκτιμάται και η γνώμη του (άρθρο 1511 παρ. 4 ΑΚ).
Σχετικά, σύμφωνα και με τη διάταξη του άρθρου 1514 παρ. 3 τελευτ. εδάφ. ΑΚ, ουσιώδους σημασίας είναι και η ύπαρξη ιδιαίτερου δεσμού του τέκνου προς τον ένα από τους γονείς του και η περί αυτού ρητώς εκφραζόμενη προτίμησή του, την οποία συνεκτιμά το Δικαστήριο ύστερα και από τη στάθμιση του βαθμού της ωριμότητάς του. Με δεδομένη την ύπαρξη του εν λόγω δεσμού του τέκνου προς τον συγκεκριμένο γονέα, αυτός μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει τη δυνατότητα αποτελεσματικότερης διαπαιδαγώγησης προς όφελος του ανηλίκου και επομένως ότι είναι ο πλέον κατάλληλος για την επιμέλειά του, όμως υπό την αυτονόητη προϋπόθεση ότι ο ιδιαίτερος αυτός δεσμός του τέκνου προς τον ένα από τους γονείς του έχει αναπτυχθεί φυσιολογικά και αβίαστα ως ψυχική στάση, η οποία είναι προϊόν της ελεύθερης και ανεπηρέαστης επιλογής του ανηλίκου, που έχει τη στοιχειώδη ικανότητα διάκρισης. Αντίθετα, δεν επικροτείται η υπαίτια συμπεριφορά του γονέα που αυτογνωμόνως μετά τη διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης αποκόπτει εντελώς τον έτερο γονέα απ’ την προβλεπόμενη από τον νόμο από κοινού άσκηση της γονικής μέριμνας και διαμορφώνει συνθήκες αποκλεισμού του έτερου γονέα ακόμα και από την επικοινωνία του με το τέκνο, έτσι ώστε όταν θα προκύψει η ανάγκη για δικαστική ρύθμιση της υπόθεσης να επικαλεστεί τους ιδιαίτερους δεσμούς του τέκνου μαζί του και να επιτύχει ευνοϊκή υπέρ του απόφαση.
Εξάλλου, κριτήριο για την καταλληλότητα ή μη του γονέα να του ανατεθεί η άσκηση της γονικής μέριμνας ή της επιμέλειας των ανήλικων τέκνων ακόμα και κατ’ αποκλεισμό του άλλου γονέα μπορεί να αποτελέσει και ο τρόπος άσκησης αυτής μετά τη διακοπή της έγγαμης συμβίωσης. Έτσι, εάν για παράδειγμα ένας γονέας, ενώ ισχύει η εκ του νόμου πρόβλεψη της συνεπιμέλειας, μολονότι δεν συντρέχει λόγος κατεπείγοντος, λαμβάνει επανειλημμένα πρωτοβουλίες για τη ζωή του παιδιού, χωρίς τη σύμφωνη γνώμη του άλλου γονέα, αν επανειλημμένα δεν ενημερώνει τον άλλο γονέα για ζητήματα που αφορούν το παιδί (π.χ. ζητήματα υγείας, εθισμό στη χρήση ηλεκτρονικών παιχνιδιών κ.λπ.), αν παραπείθει δολίως το παιδί ως προς το ότι ο άλλος γονέας είναι επικίνδυνος για τη σωματική ή ψυχική υγεία του, τούτο συνιστά κακή και καταχρηστική άσκηση της γονικής μέριμνας, που λαμβάνεται υπόψη στα πλαίσια του άρθρου 1514 ΑΚ και που είναι δυνατόν να επισύρει ακόμη και τις συνέπειες του άρθρου 1532 ΑΚ (ως «διατάραξη της συναισθηματικής σχέσης του παιδιού με τον γονέα» κατά την έννοια του 1532 παρ. 2 περίπτ. β΄ ΑΚ ή, εφόσον υπάρχει σχετική, έστω και προσωρινή, δικαστική κρίση ως υπαίτια παράβαση από τον άλλο γονέα της συμφωνίας ή δικαστικής απόφασης για την επιμέλεια και επικοινωνία του παιδιού κατά την έννοια του 1532 παρ. 2 περίπτ. α΄ και γ΄ ΑΚ). Κι αυτό, γιατί η συστηματική και κατ’ επανάληψη παρεμπόδιση της συμμετοχής του άλλου γονέα στην από κοινού άσκηση της επιμέλειας ή της επικοινωνίας του με το τέκνο του μπορεί να οδηγήσει σε αποκοπή του τέκνου από τον γονέα με τον οποίο αυτό δεν διαμένει μαζί, κατάσταση που συνιστά γονική αποξένωση και οδηγεί σε δομικές ανισορροπίες και σε τελική ανάλυση στη συναισθηματική κακοποίηση του παιδιού.
Τέλος, να επισημανθεί ότι και με τις ανωτέρω ρυθμίσεις του Ν. 4800/2021 παραμένει η δυνατότητα ρύθμισης των ζητημάτων γονικής μέριμνας και επιμέλειας σε περίπτωση κατεπείγοντος με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (άρθρο 731 ΚΠολΔ περί προσωρινής ρύθμισης κατάστασης), χωρίς στην περίπτωση αυτή να απαιτείται να προηγηθεί διαμεσολάβηση κατά το άρθρο 1514 παρ. 2 ΑΚ, σύμφωνα με την ειδικότερη διάταξη της παρ. 4 του Ν. 4640/2019, ρύθμιση που συνάδει με τον επείγοντα χαρακτήρα της ανάγκης λήψης των ασφαλιστικών μέτρων, που δεν μπορεί να εναρμονιστεί με υποχρεωτικό προηγηθέν στάδιο διαμεσολάβησης (ΜΠρΖακυνθ 85/2021 – ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Αγγελική Θ. Πολυδώρου
Δικηγόρος, info@efotopoulou.gr