Δικηγορικό Γραφείο Ευγενίας Α. Φωτοπούλου
Βασιλίσσης Σοφίας 6 Αθήνα 106 74
Τηλέφωνο: 210 36 24 769, 211 7 80 80 80
210 30 09 019
Email: info@efotopoulou.gr

Αντικειμενική σώρευση αιτήσεων, κατ’ άρθ. 218 παρ. 1 ΚΠολΔ – Δικονομικές Προϋποθέσεις

Κατά τη διάταξη του άρθρου 218 παρ. 1 ΚΠολΔ, περισσότερες αιτήσεις του ίδιου ενάγοντος κατά του ίδιου εναγόμενου, οι οποίες πηγάζουν από την ίδια ή διαφορετική αιτία, αφορούν στο ίδιο ή διαφορετικό αντικείμενο και στηρίζονται στον ίδιο ή διαφορετικό λόγο, μπορούν να ενωθούν στο ίδιο δικόγραφο αγωγής εάν: (α) δεν είναι αντιφατικές μεταξύ τους, (β) στο σύνολό τους υπάγονται λόγω ποσού στο Δικαστήριο όπου εισάγονται, (γ) υπάγονται στην τοπική αρμοδιότητα του ίδιου Δικαστηρίου, (δ) υπάγονται στο ίδιο είδος διαδικασίας και (ε) η σύγχρονη εκδίκασή τους δεν επιφέρει σύγχυση. Κατά, δε, τη διάταξη της παρ. 2 του ίδιου άρθρου, εάν ενωθούν περισσότερες αιτήσεις χωρίς να συντρέχουν οι προαναφερθείσες προϋποθέσεις, διατάσσεται, ύστερα από αίτηση ή και αυτεπαγγέλτως, ο χωρισμός.

Από τις ως άνω διατάξεις συνάγεται ότι η αντικειμενική σώρευση αγωγών αποτελεί δικαίωμα και όχι υποχρέωση του ενάγοντος. Ο ενάγων είναι, δηλαδή, ελεύθερος να σωρεύσει τις περισσότερες αξιώσεις του σε ένα δικόγραφο ή να τις ασκήσει χωριστά. Η ελευθερία του αυτή δεν σημαίνει όμως ότι μπορεί να σωρεύει στο ίδιο δικόγραφο τις περισσότερες αξιώσεις του χωρίς απολύτως κανέναν φραγμό. Αντιθέτως, ο νόμος θεσπίζει ορισμένες δικονομικές προϋποθέσεις, ώστε η σώρευση να μην διαταράσσει τη διαδικαστική πράξη.

Ειδικότερα, κι αναφορικά με την πρώτη από τις διαδικαστικές προϋποθέσεις της αντικειμενικής σώρευσης, που προβλέπονται σωρευτικά στη διάταξη του άρθρου 218 ΚΠολΔ, η οποία είναι η ταυτότητα διαδίκων για όλα τα σωρευόμενα αιτήματα, δέον να σημειωθούν τα εξής: Οι περισσότερες αιτήσεις πρέπει να έχουν φορέα τον ίδιο ενάγοντα ή, αν πρόκειται για ομοδικία, όλους τους ενάγοντες και να απευθύνονται κατά του ίδιου εναγομένου ή όλων των εναγομένων, εάν πρόκειται για περίπτωση ομοδικίας[1]. Αντιθέτως, όταν οι περισσότερες αιτήσεις του ίδιου ενάγοντος απευθύνονται κατά διαφορετικών εναγομένων, που έχουν ως βάση διαφορετική ιστορική και νομική αιτία, η αντικειμενική σώρευση δεν είναι επιτρεπτή[2]. Σημειωτέον, δε, αναφορικά με την περίπτωση της απλής ομοδικίας, ότι επειδή η υποκειμενική σώρευση αιτήσεων συνεπάγεται αναπόφευκτα και αντικειμενική σώρευση αιτήσεων, αφού η αξίωση εναντίον του Α είναι πάντοτε διαφορετική από εκείνη έναντι του Β, και η απλή παθητική ομοδικία επιτρέπεται μόνο εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις της αντικειμενικής σώρευσης, που προβλέπονται στη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 218 ΚΠολΔ[3].

Εξάλλου, το άρθρο 218 ΚΠολΔ εφαρμόζεται αναλογικά σε κάθε αίτηση παροχής έννομης προστασίας, π.χ. σε αιτήματα σε δίκη ενώπιον του ΑΕΔ[4], καθώς και επί ενώσεως στο ίδιο δικόγραφο περισσότερων ιστορικών βάσεων, δηλαδή λόγων κάθε είδους ανακοπής[5], ανταγωγής, αιτήσεων και ασφαλιστικών μέτρων ή εκούσιας δικαιοδοσίας[6], όχι όμως στις ενστάσεις, οι οποίες δεν αποτελούν αιτήσεις του ενάγοντος[7]. Ενόψει των προεκτεθέντων, δεν είναι επιτρεπτή στο ίδιο δικόγραφο η αντικειμενική σώρευση αφενός αίτησης ασφαλιστικών μέτρων προσωρινής ρύθμισης κατάστασης με αντικείμενο την επίδειξη εγγράφων ή τη χορήγηση αντιγράφων (άρθρα 901-903 ΑΚ και 450 παρ. 2 ΚΠολΔ) όταν αυτή στρέφεται, όχι κατά του αντιδίκου του αιτούντος στην κύρια δίκη αλλά κατά τρίτου και αφετέρου αίτησης λήψης του ασφαλιστικού μέτρου της δικαστικής μεσεγγύησης ακινήτου, η οποία στρέφεται κατά του κυρίου ή νομέα ή κατόχου του ακινήτου που είναι παραλλήλως και ο αντίδικος του αιτούντος στην κύρια δίκη, δεδομένου ότι στην περίπτωση αυτή δεν καταφάσκεται η πλήρωση της αναγκαίας προϋπόθεσης της ταυτότητας διαδίκων, κατ’ άρθρο 218 παρ. 1 ΚΠολΔ, αφού σε κάθε μία από τις αιτήσεις αυτές νομιμοποιούνται παθητικώς διαφορετικοί διάδικοι.

Περαιτέρω, στην περίπτωση της αντικειμενικής σώρευσης αιτήσεων χωρίς να συντρέχουν οι ανωτέρω προϋποθέσεις του άρθρου 218 παρ. 1 ΚΠολΔ, ως μόνη κύρωση προβλέπεται ο χωρισμός τους, όπως επιτάσσει ρητά η διάταξη της παρ. 2 του ίδιου άρθρου, που τέθηκε για την άρση των αμφισβητήσεων που είχαν ανακύψει κατά το προϊσχύσαν δίκαιο, και όχι το απαράδεκτο ή η ακυρότητα του δικογράφου της αγωγής[8]. Ο χωρισμός διατάσσεται από το Δικαστήριο, με την έννοια της παροχής της δυνατότητας στον ενάγοντα/ αιτούντα να επιλέξει ποια αγωγή/ αίτηση θα ασκήσει[9]. Τα ανωτέρω ισχύουν ασφαλώς και στην περίπτωση μη συνδρομής της προϋπόθεσης ταυτότητας διαδίκων[10]. Η απόφαση που διατάσσει το χωρισμό των δικών είναι οριστική[11]. Μετά τον χωρισμό δεν υφίσταται πλέον σώρευση και δεν πρόκειται περί απλώς χωριστών συζητήσεων, αλλά αντιθέτως για διεξαγωγή χωριστών πλέον παράλληλων δικών, οι, δε, αγωγές/ αιτήσεις επανακτούν την αυτοτέλειά τους[12]. Πρόκριση διαφορετικής λύσης, υπό την έννοια ότι εξετάζεται άνευ ετέρου η προτασσόμενη σωρευθείσα αίτηση, δεν βρίσκει έρεισμα στο σαφές γράμμα του νόμου, αντιθέτως, δε, μεταθέτει ανεπίτρεπτα το δικαίωμα και την ευθύνη της επιλογής από τον ασκούντα το οικείο ένδικο βοήθημα στο επιλαμβανόμενο Δικαστήριο[13].

Αγγελική Πολυδώρου, Δικηγόρος

e-mail: info@efotopoulou.gr

[1] ΑΠ 448/2011 δημοσ., ΠολΠρΑθ 468/2012 ΤΝΠ ΔΣΑ, ΠολΠρΑθ 4919/1991, Δ. 1993/15 με ενημ. σημ. Κ.Ε.Μ(πέη), Κ. Μακρίδου, Τακτική διαδικασία στα πρωτοβάθμια δικαστήρια, έκδ. 2019, άρθρο 218, αριθ. 4, σελ. 44, Ν. Νίκας, Εγχειρίδιο Πολιτικής Δικονομίας, 3η έκδ. 2018, σελ. 334, 8. Βαθρακοκοίλης, ΚΠολΔ τ. Α`, έκδ. 1994, άρθρο 218, αριθ. 2, σελ. 1148, Κ. Μπέης, Πολιτική Δικονομία, τ. ΙΙα, έκδ. 1974, άρθρο 218, αριθ. 4, σελ. 974, Χ. Απαλαγάκη, Παρατ. σε ΕφΘεσ 7646/1996 ΕπισκΕΔ 1997, σελ. 684 επόμ.

[2] βλ. Ι. Βαλμαντώνης σε Π. Κατσιρούμπα (επιμ.), Η αγωγή στην πολιτική δίκη, έκδ. 2020, σελ. 240-241, Κ. Μακρίδου, ό.π., αριθ. 4, σελ. 44.

[3] βλ. ΑΠ 2007/2013 δημοσ., Ν. Νίκας, Πολιτική Δικονομία, τ.Ι, 2η έκδ. 2020, σελ. 403.

[4] βλ. άρθρο 23 Κώδικα ΑΕΔ, βλ. ΑΕΔ 1/2003, ΤΝΠ Νόμος, 5/2017, ΤΝΠ Νόμος

[5] βλ. ΜονΠΑθ 227/2011, ΤΝΠ Νόμος, Νίκας, ΠολΔικ ΙΙ παρ. 61 αριθ. 2

[6] βλ. ΜΠρΜεσ 108/2011, ΤΝΠ Νόμος

[7] βλ. Κ. Μακρίδου ο.π. αριθ. 3

[8] βλ. ΑΠ 1358/2018, ΧρΙΔ 2019/515 επ. με σημ. Κ. Χριστακάκου και παρατ. Ε. Μαργαρίτη, ΑΠ 25/2016, ΝοΒ 2016/819, ΑΠ 1196/2015 ΤΝΠ ΔΣΑ, ΑΠ 448/2011 ό.π., ΑΠ 1987/2008, ΕλλΔ/νη 2010/755, ΑΠ 14/2007, ΕΠολΔ 2008/104 επ. με σημ. Π. Αρβανιτάκη, ΑΠ 631/2006, ΧρΙΔ 2006/719, ΕφΑιγ 91/2020 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΘεσ 796/2009, ΕΠολΔ 2010/96 με παρατ. Π. Αρβανιτάκη.

[9] βλ. ΕφΑιγ 91/2020 ό.π., ΕφΑθ 5048/2018 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΙωαν 42/2008, Αρμ. 2009/1001 με παρατ. Σ. Κουμάνη, ΕφΝαυπλ 17/2007 ΤΝΠ Νόμος, ΠολΠρΘεσ 367/2019, ΕλλΔ/νη 2019/1679 επ. με (συμφ.) σημ. Γ. Βαλμαντώνη, ΠολΠρΑθ 3691/2015, ΕλλΔ/νη 2016/516.

[10] βλ. ΑΠ 448/2011 ό.π., ΠολΠρΑθ 468/2012 ό.π..

[11] βλ. ΑΠ 1358/2018 ό.π., ΑΠ 631/2006 ό.π., ΑΠ 510/1982, ΝοΒ 1983/352 επ., ΕφΑθ 5048/2018 ό.π., ΠολΠρΑθ 1033/2015 ΤΝΠ Νόμος.

[12] βλ. ΑΠ 510/1982 ό.π., Γ. Βαλμαντώνης, Σημ. στην ΠολΠρΘεσ 367/2019, ΕλλΔ/νη 2019, σελ. 1680 επ., Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας (Μακρίδου), ΚΠολΔ Ι, ό.π., άρθρο 218, αριθ. 14, σελ. 470, Κ. Κεραμεύς, Αστικό Δικονομικό Δίκαιο. Γενικό Μέρος, έκδ. 1986, σελ. 211, Α. Γαζής/Κ. Κεραμεύς, Ακυρότητα υιοθεσίας και διαθήκης λόγω ανικανότητας προς δικαιοπραξία και αντιθέσεως στα χρηστά ήθη. Ουσιαστικές και δικονομικές απόψεις (γνμδ.), ΝοΒ 1987, σελ. 324 επ. (330).

[13] βλ. ΜΠρΡοδ (ασφ.) 170/2021, ΤΝΠ Νόμος, ΕφΑιγ 91/2020 ό.π., ΕφΑθ 5048/2018 ο.π., ΕφΝαυπλ 17/2007 ΤΝΠ Νόμος, ΠολΠρΘεσ 367/2019 ό.π..

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ

Το email σας δεν θα δημοσιευτεί