Ασφαλιστικά μέτρα – Προϋποθέσεις για τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων η συνδρομή επείγουσας περίπτωσης ή επικείμενου κινδύνου για την αιτούμενη προσωρινή ρύθμιση – Δεν αρκεί η αφηρημένη δυνατότητα ή το ενδεχόμενο να προκύψει κίνδυνος, αλλά απαιτείται η ύπαρξη συγκεκριμένου κινδύνου
Κατά τη διάταξη του άρθρου 682 παρ. 1 ΚΠολΔ, απαραίτητες προϋποθέσεις για τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων είναι αφενός η ύπαρξη ασφαλιστέας αξίωσης και γενικότερα έννομης σχέσης του ουσιαστικού δικαίου, στον κανόνα, δε, αυτόν υπάγεται και η προσωρινή ρύθμιση καταστάσεως ως κατ’ ιδίαν ασφαλιστικό μέτρο, γι’ αυτό και προϋποθέτει, ως αναγκαίο λογικό προηγούμενο, κάποιο ασφαλιστέο δικαίωμα, και αφετέρου η συνδρομή επείγουσας περίπτωσης ή επικείμενου κινδύνου, εξαιτίας των οποίων επιβάλλεται για την εξασφάλιση ή τη διατήρηση του δικαιώματος ή τη ρύθμιση της κατάστασης να ληφθούν τα κατάλληλα συντηρητικά ή ρυθμιστικά μέσα προσωρινής προστασίας (βλ. ΜΠρΑθ 3066/99, Δ. 1999/521, ΜΠρΑθ 5217/99, Δ. 1999/759, ΜΠρΑθ 12504/99, ΕΕμπΔ 1999/406, Τζίφρα. Ασφ. Μέτρα σελ 254. Β. Βαθρακοκοίλη. Ερμην – Ερμηνευτική – Νομολογιακή ανάλυση ΚΠολΔ, άρθρο 682 αριθμ. 11, Κεραμέα – Κονδύλη – Νίκα. ΕρμΚΠολΔ, εισαγωγ. 692-738. αριθμ. 13. άρθρο 682 αριθμ. 1).
Απαιτώντας ο νόμος επικείμενο κίνδυνο ή επείγουσα περίπτωση εννοεί προδήλως την ύπαρξη ασυνήθους ανάγκης έκτακτης δικαστικής προστασίας του διαδίκου, που δικαιολογείται από τη συνδρομή παρόντων πραγματικών περιστατικών κάποιου συγκεκριμένου κινδύνου ματαίωσης της απαίτησης ή επείγουσας περίπτωσης της παρούσας στιγμής, η οποία είναι πιεστική και ανεπίδεκτη αναβολής και απαιτεί άμεση ρύθμιση, ώστε να αποφευχθεί η δημιουργία ανεπανόρθωτων ή δύσκολα αναστρέψιμων καταστάσεων (βλ. ΜΠρΑθ 3066/99, Δ. 30. 521), επείγουσα, δε, περίπτωση υφίσταται όταν η ρυθμιστέα σχέση απαιτείται να ρυθμισθεί επειγόντως με δικαστική παρέμβαση, λόγω της ανάγκης για τη γρήγορη απόλαυση του ασφαλιστέου ουσιαστικού δικαιώματος από μέρος του δικαιούχου, έτσι ώστε ενόψει και της βραδύτητας της οριστικής επίλυσης της διαφοράς, να μην προξενηθεί ουσιώδης και αναπότρεπτος κίνδυνος και υπάρχει όταν η βλάβη, που απειλείται απ’ αυτόν, είναι ιδιαίτερη, πολύ κοντά και επικρέμαται στο πράγμα ή τους διαδίκους (ΜΠρΘεσ 41417/2008, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ενώ γίνεται δεκτό ότι η αδικαιολόγητη και μακράς διάρκειας καθυστέρηση άσκησης της αίτησης υποδηλώνει την έλλειψη επείγουσας περίπτωσης (βλ. ΜπρΑθ 550/2012, ΝοΒ 2012/319. ΜΠρΘηβ 149/1996, ΕΕμπΔ 97. 349. ΜΠρΘεσ 802/1980, ΑρχΝ 32. 87).
Τέλος, δέον να σημειωθεί ότι ο χαρακτήρας της παρεχόμενης με τα ασφαλιστικά μέτρα έννομης προστασίας, τελεί σε τελολογικό σύνδεσμο προς τη διαγνωστική δίκη περί του ασφαλιστέου δικαιώματος, η οποία συνεπώς είτε θα έπρεπε να είναι εκκρεμής κατά την υποβολή της αιτήσεως λήψεως ασφαλιστικών μέτρων, είτε θα πρέπει να καταστεί εκκρεμής δια της ασκήσεως τακτικής αγωγής, αυτό δε ισχύει και για το ασφαλιστικό μέτρο της ρύθμισης κατάστασης, το οποίο δεν διαφέρει κατά τον σκοπό του από τα άλλα ασφαλιστικά μέτρα, αλλά και αυτό συνδέεται τελολογικά με κάποιο δικαίωμα που πρέπει να προστατευθεί προσωρινά για την αποτροπή δημιουργίας, ως την περάτωση της κυρίας, διαγνωστικής δίκης, αμετακλήτων καταστάσεων, που θα μπορούσαν να ματαιώσουν τον πραγματικό σκοπό της δίκης αυτής (βλ. ΜΠρΠειρ 2524/99, Δ/νη 40. 1627).
Υπό το φως των ανωτέρω, το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, με την υπ’ αριθμ. 1840/2021 απόφασή του (ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), δέχθηκε τα ακόλουθα: «Στην προκειμένη περίπτωση, οι αιτούντες με την κρινόμενη αίτησή τους, επικαλούμενοι επείγουσα περίπτωση, ζητούν να ληφθούν ασφαλιστικά μέτρα προκειμένου να ρυθμισθεί προσωρινά το δικαίωμα της προσωπικής επικοινωνίας τους με τα ανήλικα εγγόνια τους […] και […] τέκνα του υιού τους […] και της καθ’ ης η αίτηση από τον έγγαμο βίο τους που διεκόπη οριστικά τον Σεπτέμβριο του έτους 2014, και τα οποία διαμένουν με την καθ’ ης η αίτηση μητέρα τους, η οποία ασκεί την αποκλειστική επιμέλεια τους. Ειδικότερα, εκθέτουν ότι […]. Με αυτό το περιεχόμενο και επικαλούμενοι ότι υπάρχει κίνδυνος αποξένωσης αυτών με τις ανήλικες εγγονές τους, καθόσον πέρασε ικανό χρονικό διάστημα και η καθ’ ης τηρεί συνεχώς επιδεινούμενη αρνητική στάση, ζητούν να ρυθμισθεί προσωρινά το δικαίωμα της προσωπικής επικοινωνίας τους με τα ανήλικα εγγόνια τους, κατά τον τρόπο που αναφέρουν στο δικόγραφο […]. Η αίτηση […] με το παραπάνω περιεχόμενο και αίτημα, είναι απορριπτέα προεχόντως ως απαράδεκτη λόγω έλλειψης της αναγκαίας, σύμφωνα με όσα αναφέρονται σχετικά στη νομική σκέψη της παρούσας, προϋπόθεσης της επείγουσας περίπτωσης για την αιτούμενη προσωρινή ρύθμιση, η οποία παρέχεται όταν υφίσταται ασυνήθης ανάγκη έκτακτης δικαστικής προστασίας του διαδίκου εξαιτίας πρόκλησης ουσιώδους και αναπότρεπτου κινδύνου και άμεσης βλάβης. Ειδικότερα, από το γεγονός ότι κατά τα επικαλούμενα από τους αιτούντες, αυτοί από τον Απρίλιο του έτους 2017 έχουν παύσει να παραλαμβάνουν τα ανήλικα εγγόνια τους από το σχολείο κάθε Τρίτη και να επικοινωνούν με αυτά, όπως είχε συμφωνηθεί με τους γονείς αυτών, πλέον δηλαδή των δυόμιση ετών μέχρι την άσκηση της υπό κρίση αίτησης (Δεκέμβριος 2019), χωρίς αυτοί (αιτούντες) να ζητήσουν νομική προστασία, συνάγεται ότι ο ίδιοι στέρησαν το χαρακτήρα του επείγοντος εκ της διαφοράς τους μετά της καθ’ ης. Το γεγονός αυτό δεν αίρεται από το ότι αυτοί επέλεξαν, κατά τα ιστορούμενα τους, να δείξουν μία ουδέτερη στάση και να μην οξύνουν με δικαστικές ενέργειες την ήδη τεταμένη σχέση των γονέων των ανηλίκων. Συνεπώς, και εν όψει του διαδραμόντος μακρού χρονικού διαστήματος, εντός του οποίου διαμορφώθηκε μία πραγματική κατάσταση, ουδείς δύναται να γίνει λόγος περί συνδρομής εν προκειμένω επείγουσας περιπτώσεως ή επικειμένου κινδύνου, κατά την προεκτεθείσα στην αρχή της παρούσας έννοια αυτών, και επομένως δεν είναι επιτρεπτή η λήψη ασφαλιστικών μέτρων προς επίλυση της υπό κρίση και από μακρού χρόνου υφιστάμενης διαφοράς, για την οποία αρμόδιο τυγχάνει άλλο Δικαστήριο, και κατ’ άλλη διαδικασία, εάν βεβαίως ήθελε θεωρηθεί νόμιμη και βάσιμη η αξίωση των αιτούντων, στο οποίο (αρμόδιο Δικαστήριο κύριας αγωγής) θα μπορούσαν όλο αυτό το χρονικό διάστημα να είχαν προσφύγει οι αιτούντες προς οριστική επίλυση της διαφοράς τους με την καθ’ ης, λαμβανομένου υπόψη ότι, όπως οι ίδιοι επικαλούνται στο δικόγραφό τους, επανειλημμένως στο παρελθόν είχαν προσπαθήσει τόσο οι ίδιοι όσο και ο υιός τους να ρυθμίσουν συναινετικά με την καθ’ ης το θέμα της επικοινωνίας με τις εγγονές τους, αλλά αυτή (καθ’ ης) δεν ανταποκρίθηκε θετικά όλο τον ανωτέρω διαδραμόντα χρόνο μέχρι την άσκηση της παρούσας αιτήσεως. Πρόκειται, λοιπόν, για διαφορά που κατά τα επικαλούμενα στο δικόγραφο, εκπορεύεται τουλάχιστον από τον Απρίλιο του έτους 2017, χωρίς όλο αυτό το διάστημα να έχουν επιδιώξει οι αιτούντες την οριστική επίλυση της διαφοράς, παρά την εν τέλει επικαλούμενη αρνητική στάση της καθ’ ης όλο αυτό το χρονικό διάστημα. Περαιτέρω, η απλή επίκληση εκ μέρους των αιτούντων ότι υπάρχει κίνδυνος αποξένωσης αυτών με τις ανήλικες εγγονές τους, καθόσον πέρασε ικανό χρονικό διάστημα και η καθ’ ης τηρεί συνεχώς επιδεινούμενη αρνητική στάση, ουδόλως δικαιολογεί αναπότρεπτο κίνδυνο και αιτία λήψης του αιτούμενου ασφαλιστικού μέτρου, δεδομένου ότι δεν αρκεί η αφηρημένη δυνατότητα ή το ενδεχόμενο να προκύψει κίνδυνος, αλλά απαιτείται η ύπαρξη συγκεκριμένου κινδύνου, όποτε λαμβάνονται ασφαλιστικά μέτρα για να μην προξενηθεί ουσιαστική και «αναπότρεπτη» βλάβη, ήτοι ο κίνδυνος θα πρέπει να είναι παρών και όχι ενδεχόμενος να προκύψει στο μέλλον, λαμβανομένου υπόψη ότι και οι ίδιοι οι αιτούντες με το δικόγραφό τους δεν επικαλούνται πλήρη έλλειψη επικοινωνίας με τα ανήλικα εγγόνια τους (ούτε άλλωστε αυτό πιθανολογήθηκε και επί της ουσίας από το υπάρχον αποδεικτικό υλικό), αλλά ότι η επικοινωνία με τα ανήλικα εγγόνια τους γίνεται περιστασιακά και μόνο μέσω της επικοινωνίας τους με τον υιό τους και πατέρα αυτών, και ότι κατ’ αυτόν τον τρόπο υπονομεύεται η ποιότητα του χρόνου που προσφέρουν αυτοί στα εγγόνια τους, και μπορεί το δικαίωμα επικοινωνίας των ανιόντων με τα εγγόνια τους να είναι ξεχωριστό και αυτοτελές, πλην όμως υπό αυτά τα πραγματικά περιστατικά που εκθέτουν οι αιτούντες, δεν θεμελιώνεται νομικά η ύπαρξη συγκεκριμένου κινδύνου, προκειμένου να ληφθούν ασφαλιστικά μέτρα για να μην προξενηθεί ουσιαστική και «αναπότρεπτη» βλάβη. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση, λόγω έλλειψης των, υπό του άρθρου 682 § 1 ΚΠολΔ, οριζομένων προϋποθέσεων για την ευδοκίμησή της, σύμφωνα και με το βάσιμο σχετικό ισχυρισμό της καθ’ ης.».
Αγγελική Πολυδώρου, Δικηγόρος
e-mail: info@efotopoulou.gr