Αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα του πρώην συζύγου. Όροι και προϋποθέσεις αυτής
Κατά τη διάταξη του άρθρου 1400 παρ. 1 του ΑΚ ορίζεται ότι «Αν ο γάμος λυθεί ή ακυρωθεί και η περιουσία του ενός συζύγου έχει, αφότου τελέστηκε ο γάμος, αυξηθεί, ο άλλος σύζυγος, εφόσον συνέβαλε με οποιονδήποτε τρόπο στην αύξηση αυτή, δικαιούται να απαιτήσει την απόδοση του μέρους της αύξησης το οποίο προέρχεται από τη δική του συμβολή. Τεκμαίρεται ότι η συμβολή αυτή ανέρχεται στο ένα τρίτο της αύξησης, εκτός αν αποδειχθεί μεγαλύτερη ή μικρότερη ή καμία συμβολή.
Στην αύξηση της περιουσίας των συζύγων δεν υπολογίζεται ό,τι αυτοί απέκτησαν από δωρεά, κληρονομιά ή κληροδοσία ή με διάθεση των αποκτημάτων από αυτές τις αιτίες».
Η απαίτηση του κάθε συζύγου προς συμμετοχή στα αποκτήματα του άλλου είναι, κατ’ αρχήν, ενοχή αξίας, δηλαδή, χρηματική ενοχή, αντικείμενο της οποίας αποτελεί η χρηματική αποτίμηση της περιουσιακής αύξησης του υποχρέου συζύγου, που προέρχεται από τη συμβολή, άμεση ή έμμεση, του δικαιούχου (Ολ.ΑΠ 28/1996, ΑΠ1004/2022, ΑΓΙ 955/2022, ΑΠ 362/2022, ΑΠ 2120/2017), για την οποία όμως προβλέπεται η δυνατότητα εμπράγματης ασφάλειας βάσει του άρθρου 1262 αρ. 4 ΑΚ (ΑΠ 1252/2017, ΕφΠειρ 136/2022, ΕφΑθ 626/2019). Ο κανόνας όμως αυτός δεν αποκλείει την εξουσία του δικαστή να διατάξει, δεχόμενος σχετικό αίτημα, ενοχικώς πάντοτε, την απόδοση του ποσοστού της συμβολής του δικαιούχου συζύγου στην αύξηση της περιουσίας του άλλου, με αυτούσια απόδοση είτε ανάλογου ποσοστού συγκυριότητας επί των αποκτημάτων, είτε ορισμένου ή ορισμένων πραγμάτων ίσης αξίας προς το ποσοστό της συμμετοχής του δικαιούχου στην αύξηση της περιουσίας του άλλου. Τούτο συνάγεται και από την αιτιολογική έκθεση του N. 1329/1983, όπου αναφέρεται ότι τελικά εναπόκειται στη κρίση του Δικαστηρίου να «διατάξει την τυχόν ζητούμενη απόδοση αυτούσιου του ανάλογου μέρους των αποκτημάτων», άποψη που μπορεί να στηριχθεί και σε αναλογία δικαίου, με βάση τις αρχές που συνάγονται, τόσο από τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό (άρθρο 908 ΑΚ), ο oποίος συγγενεύει με την αξίωση του άρθρου 1400 ΑΚ, όσο και από τη διάταξη του άρθρου 297 εδ. β’ ΑΚ, η οποία ορίζει ότι «αντί για χρηματική αποζημίωση το δικαστήριο μπορεί, εκτιμώντας τις ειδικές περιστάσεις, να διατάξει την αποκατάσταση της προηγούμενης κατάστασης, εφόσον η αποζημίωση με τον τρόπο αυτό δεν προσκρούει στο συμφέρον του δανειστή» (ΠΠΑθ 2374/2013). Στη περίπτωση της αυτούσιας απόδοσης η αξίωση συμμετοχής δεν αποβάλλει τον ενοχικό της χαρακτήρα και δεν παρέχει στον δικαιούχο δικαίωμα νομής ή κυριότητας επί ακινήτου, το οποίο φέρεται ότι αποτελεί την περιουσιακή επαύξηση του υπόχρεου και επί του οποίου επιδιώκεται η ικανοποίηση της αξίωσης συμμετοχής του δικαιούχου με αυτούσια απόδοση. Παράγει απλώς ενοχική υποχρέωση του ενός συζύγου να μεταβιβάσει στον έτερο το μέρος του ακινήτου που προήλθε από τη συμβολή του, της οποίας η αναγκαστική εκπλήρωση θα γίνει σύμφωνα με την ΚΠολΔ 949, οπότε και θα αποκτηθεί από τον τελευταίο το δικαίωμα νομής ή κυριότητας (Παντελίδου K. ο.π. κεφ.8, παρ. 6, σελ. 425).
Οι διατάξεις των άρθρων 1400 – 1402 ΑΚ είναι αναγκαστικού δικαίου καθώς στοχεύουν στην προστασία του ασθενέστερου οικονομικά συζύγου. Συνεπώς δεν είναι έγκυρες οι συμφωνίες των συζύγων -πριν ή κατά τη διάρκεια του γάμου - που ρυθμίζουν τις περιουσιακές σχέσεις τους κατά τρόπο διαφορετικό από εκείνον που προβλέπουν οι προστατευτικές διατάξεις των άρθρων 1400 – 1402 ΑΚ ή που ενέχουν παραίτηση (ολικά ή μερικά) του δικαιούχου από την αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα.
Αντίθετα είναι έγκυρες οι συμφωνίες με αντίθετο περιεχόμενο από τις προβλέψεις των άρθρων 1400 – 1402 ΑΚ και παραίτηση του δικαιούχου, αν λάβουν χώρα μετά τη γέννηση της σχετικής αξίωσης (Παντελίδου Κ. ο.π. κεφ,8 παρ. 79 σελ.426). Το χρονικό σημείο γέννησης της αξίωσης συμμετοχής στα αποκτήματα εντοπίζεται στη στιγμή που αμετάκλητα λύεται ή ακυρώνεται ο γάμος ή από τότε που συμπληρώνεται τριετία από τη διάσταση των συζύγων. Πριν από την επέλευση του χρονικού αυτού σημείου ο σύζυγος έχει απλώς δικαίωμα προσδοκίας, το οποίο δεν εξομοιώνεται προς το υπό αίρεση δικαίωμα (Παντελίδου Κ. ο.π, κεφ. 8 παρ. 14, σελ. 430). Επίσης η απαίτηση του κάθε συζύγου προς συμμετοχή στα αποκτήματα του άλλου είναι προσωποπαγής, ως απορρέουσα από τον θεσμό του γάμου, και συνεπώς δεν μπορεί να εκχωρηθεί ή να ενεχυριασθεί ούτε να κληρονομηθεί (Παντελίδου Κ. Το Διαζύγιο και οι Συνέπειές του — ενημέρωση με τους Ν. 4800/2021 και N. 4842/2021, εκδ. 2022, κεφ. 8 παρ. 6, 424).
Από τα ανωτέρω προκύπτει, ότι προϋποθέσεις της αξίωσης συμμετοχής στα αποκτήματα του ενός συζύγου από τον άλλο με βάση το άρθρο 1400 ΑΚ είναι: α) η λύση ή ακύρωση του γάμου ή, κατ’ ανάλογη εφαρμογή, η συμπλήρωση τριετούς διάστασης των συζύγων, β) η αύξηση της περιουσίας του ενός των συζύγων κατά τη διάρκεια του γάμου γ) η συμβολή του άλλου συζύγου στην αύξηση αυτή με οποιονδήποτε τρόπο, περιλαμβανομένης και της υπερβαίνουσας το μέτρο της συνεισφοράς του ενάγοντος συζύγου συμβολής του στις τρέχουσες οικογενειακές δαπάνες, με χρηματικές εισφορές ή εισφορές χρήσης ακινήτου για στέγαση της οικογένειας ή με παροχή προσωπικών υπηρεσιών στην αντιμετώπιση των οικογενειακών εν γένει αναγκών και δ) η αιτιώδης σχέση της συμβολής αυτής προς την αύξηση της περιουσίας του εναγομένου συζύγου (ΑΠ 172/2023, ΑΠ 1451/2022, ΑΠ 492/2017, ΑΠ 1550/2018).
Συνεπώς για το ορισμένο της αγωγής πρέπει να προσδιορίζονται στο δικόγραφο η πραγματική αυξητική διαφορά στην περιουσιακή κατάσταση του υπόχρεου κατά τον χρόνο γέννησης της σχετικής αξίωσης, η οποία πρέπει να αποτιμηθεί σε χρήμα. Πρέπει να προσδιορίζεται όχι μόνο η συνολική περιουσία του εναγόμενου κατά τον χρόνο γέννησης της σχετικής αξίωσης αλλά και το αν αυτός είχε κατά τη τέλεση του γάμου περιουσία και σε καταφατική περίπτωση ποια είναι η αξία αυτής αναγόμενη προφανώς στο χρόνο γέννησης της αξίωσης (Παντελίδου Κ. ο.π. κεφ. 8, παρ. 68, σελ. 472, ΠΙΤΡοδ 291/2017, ΝΟΜΟΣ).
Κατά τη κρατούσα άποψη στη νομολογία όταν η αγωγή στηρίζεται επί της πραγματικής συμβολής, ήτοι σε ποσοστό 1/3, πρέπει για τη πληρότητα του δικογράφου της αγωγής, να καθορίζεται η δαπάνη που απαιτήθηκε για την πραγματοποίηση της περιουσιακής αύξησης του εναγόμενου, να αποτιμώνται οι παροχές του ενάγοντος προς τον εναγόμενο καθ’ όλο το κρίσιμο χρονικό διάστημα κατά το οποίο έγιναν και να καθορίζεται είτε το ποσό το οποίο όφειλε με βάση τις δυνάμεις του να συνεισφέρει στην αντιμετώπιση των οικογενειακών αναγκών, αφού οι παραπάνω παροχές, μόνον κατά το μέρος που υπερβαίνουν το ποσό της οφειλόμενης συνεισφοράς, αποτελούν συμβολή στην περιουσιακή επαύξηση του εναγόμενου είτε το πέραν της εκ των διατάξεων των άρθρων 1389 και 1390 ΑΚ αναλογούσης υποχρεωτικής συνεισφοράς στην αντιμετώπιση των οικογενειακών αναγκών ποσό της συμβολής του (ενάγοντος) στην επαύξηση της περιουσίας του εναγόμενου (ΑΠ 1155/2017, ΑΠ 825/2015, ΕφΑθ 20/2018, Παντελίδου Κ. ο.π. κεφ. 8 παρ. 69, σελ. 475 — 476). Όταν, όμως, η αξίωση στηρίζεται στην τεκμαρτή συμβολή, ήτοι σε καταβολή ποσοστού ίσου με το τεκμαιρόμενο κατά το άρθρο 1400 παρ. 1 εδ. β’ ΑΚ, τότε μοναδική προϋπόθεση έχει την επαύξηση της περιουσίας του εναγόμενου συζύγου κατά τη διάρκεια του γάμου, την οποία και μόνο ο δικαιούχος οφείλει να επικαλεστεί και να αποδείξει, οπότε η συμβολή του τεκμαίρεται ότι ανέρχεται στο 1/3 της περιουσιακής επαύξησης που προκύπτει με την αφαίρεση της αρχικής περιουσίας από την τελική. Συνεπώς στην περίπτωση αυτή, ο ενάγων σύζυγος δεν βαρύνεται με την επίκληση και απόδειξη ούτε της συμβολής του καθ’ εαυτής, ούτε του ποσοστού της, ούτε της αιτιώδους συνάφειας μεταξύ αυτής και της περιουσιακής επαύξησης του εναγόμενου, επομένως, δε, ούτε του ποσού της οφειλόμενης συνεισφοράς του, αν έχει συμβάλει με παροχές που συνιστούν εκπλήρωση της υποχρεώσεώς του για συνεισφορά στις ανάγκες της οικογένειας (ΑΠ 3/2003, ΠΠΑθ 3731/2015 ΝΟΜΟΣ). Σε περίπτωση δε απευθείας διάθεσης ορισμένου χρηματικού κεφαλαίου για την επαύξηση της περιουσίας του άλλου συζύγου, αρκεί, για το κατά τη διάταξη του άρθρου 216 ΚΠολΔ ορισμένο της αγωγής, η μνεία του συγκεκριμένου χρηματικού ποσού, χωρίς να απαιτείται προς τούτο να προσδιοριστεί το μέγεθος της νόμιμης υποχρέωσης συνεισφοράς του δικαιούχου συζύγου στην αντιμετώπιση των οικογενειακών αναγκών, δεδομένου ότι η διάθεση χρηματικού κεφαλαίου για την επαύξηση της περιουσίας του άλλου συζύγου δεν εμπίπτει στο πραγματικό των άρθρων 1389 και 1390 ΑΚ και με την έννοια αυτή δεν περιλαμβάνεται στις οικογενειακές ανάγκες και στην επιβαλλόμενη από κοινού συνεισφορά στην αντιμετώπισή τους (ΜΠΘεσ 9674/2016 ΝΟΜΟΣ). Ως αύξηση νοείται, όχι μία συγκεκριμένη κτήση, αλλά η διαφορά που υπάρχει στην περιουσιακή κατάσταση του υπόχρεου σε δύο διαφορετικά χρονικά σημεία, ήτοι, κατά την τέλεση του γάμου (αρχική περιουσία) και κατά τον χρόνο που γεννάται η αξίωση για συμμετοχή στα αποκτήματα (τελική περιουσία).
Αρχική περιουσία είναι εκείνη που υφίσταται κατά τον χρόνο τέλεσης του γάμου και αποτελείται από εμπράγματα δικαιώματα (κυριότητα, επικαρπία), δικαιώματα νομής ή κατοχής, πνευματικά δικαιώματα, χρήματα, τραπεζικές καταθέσεις, μετοχές, μέλλουσες απαιτήσεις (μισθός, συντάξεις, ισόβια πρόσοδος). Η αρχική περιουσία πρέπει να είναι η καθαρή, δηλαδή πρέπει να αφαιρεθεί το παθητικό (χρέη) αυτής (Παντελίδου Κ. οπ. κεφ.8, παρ. 17, σελ. 436 — 437). Τελική είναι η καθαρή περιουσία που αποκτήθηκε κατά τη διάρκεια του γάμου και η οποία διαπιστώνεται κατά το τέλος αυτού. Για τον προσδιορισμό της αρχικής και την εύρεση της τελικής περιουσίας υπολογίζεται κάθε περιουσιακό στοιχείο, χωρίς να αποκλείεται o υπολογισμός να περιορίζεται σε συγκεκριμένα περιουσιακά στοιχεία του υπόχρεου συζύγου, οπότε η συμβολή του δικαιούχου συζύγου υπολογίζεται βάσει μόνο της τελικής αξίας αυτών (Παντελίδου Κ. οοπο κεφ.8, παρ. 18, σελ. 438). Προς υπολογισμό της τελικής περιουσίας, κρίσιμος χρόνος θεωρείται στη μεν περίπτωση λύσης ή ακύρωσης του γάμου με δικαστική απόφαση, o χρόνος, κατά τον οποίο η απόφαση αυτή έγινε αμετάκλητη, στη δε περίπτωση της τριετούς διάστασης (κατά την οποία προϋποτίθεται ότι ο γάμος δεν έχει ακόμη λυθεί ή ακυρωθεί), κρίσιμος είναι ο χρόνος της άσκησης της αγωγής (ΑΠ1451/2022, ΑΓΙ 1316/2017, ΑΓΙ 492/2017, ΑΓΙ 1566/2017, ΑΙΤ 528/2015, ΑΠ 1899/2014, ΑΠ 1029/2013). Οι ενδιάμεσες μεταβολές της αρχικής περιουσίας του υπόχρεου συζύγου δεν επιδρούν στον προσδιορισμό της τελικής περιουσίας και συνακόλουθα του αποκτήματος (ΑΠ 804/2020). Για την περαιτέρω, όμως, αναγωγή σε χρήμα, δηλαδή για την εξεύρεση της σε χρήμα τελικής περιουσίας, κρίσιμος είναι o χρόνος της παροχής της έννομης προστασίας, δηλαδή εκείνος της άσκησης της αγωγής, λαμβανομένης υπόψη, υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 224 του ΚΠολΔ, και της τυχόν, μέχρι την πρώτη στο ακροατήριο συζήτηση αυτής ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, επερχόμενης διαφοροποίησης (ΑΠ 1316/2017, ΑΠ 492/2017). Ειδικότερα, για το στοιχείο της αύξησης λαμβάνεται υπόψη το σύνολο της περιουσιακής κατάστασης του υπόχρεου, ώστε, από τη σύγκριση αυτής κατά το χρονικό σημείο τέλεσης του γάμου (αρχική περιουσία) προς εκείνη που υφίσταται κατά το χρονικό σημείο γένεσης της αξίωσης (τελική περιουσία), πρέπει να προκύπτει αύξηση. Η τυχόν ύπαρξη αρχικής περιουσίας ή στοιχείων που την διαφοροποιούν, αποτελεί βάση ένστασης, που προβάλλεται και αποδεικνύεται από τον εναγόμενο. Ο χρόνος λύσης ή ακύρωσης του γάμου ή της συμπλήρωσης τριετίας από τη συζυγική διάσταση είναι κρίσιμος για την εξεύρεση της εν λόγω τελικής περιουσίας υπό την έννοια του καθορισμού των περιουσιακών στοιχείων που την αποτελούν. Κατά το χρόνο δε γέννησης της αξίωσης απαιτείται να διατηρείται η αύξηση της περιουσίας που έγινε με τη συμβολή του δικαιούχου συζύγου (ΑΠ 312/2023, ΑΓΙ 1451/2022, ΑΠ 3/2016, ΑΠ 1357/2015). Η συμβολή στην περιουσιακή επαύξηση είναι αναγκαίο να προσδιορίζεται τόσο στην αγωγή, όσο και στην απόφαση, το είδος της συμβολής, η αξία της και ο αιτιώδης σύνδεσμος αυτής με την αύξηση της περιουσίας του υπόχρεου. Η συμβολή μπορεί να συνίσταται, όχι μόνο στην παροχή κεφαλαίου με οποιαδήποτε μορφή, αλλά και στην παροχή υπηρεσιών, αποτιμώμενων σε χρήμα, ακόμη και υπηρεσιών, οι οποίες παρέχονται στον συζυγικό οίκο και για την επιμέλεια και ανατροφή των τέκνων, όταν και κατά το μέτρο που αυτές δεν επιβάλλονται από την, κατά τα άρθρα 1389 και 1390 του ΑΚ, υποχρέωση συνεισφοράς στην αντιμετώπιση των οικογενειακών αναγκών, κατά το οποίο έμεινε απερίσπαστος από την εκπλήρωση της αντίστοιχης υποχρέωσής του σε συνεισφορά στην αντιμετώπιση των οικογενειακών αναγκών o υπόχρεος σύζυγος και έτσι εξοικονόμησε δαπάνες και δυνάμεις που συνέβαλαν στην επαύξηση της περιουσίας του (ΑΠ 312/2023, ΑΠ 1451/2022, ΑΠ 1978/2014). Για να ληφθούν υπόψη και να υπολογισθούν αυτού του είδους οι υπηρεσίες ως συμβολή στην επαύξηση της περιουσίας του υπόχρεου συζύγου απαιτείται να γίνεται η, κατά το μέρος που υπερβαίνει το επιβαλλόμενο από την υποχρέωση της συνεισφοράς στην αντιμετώπιση των οικογενειακών αναγκών μέτρο, χρηματική αποτίμησή τους ή η αποτίμηση των δυνάμεων που εξοικονόμησε από την παροχή τους o υπόχρεος σύζυγος, εάν προβάλλεται ότι η εξοικονόμηση αυτή συνέβαλε κατά διαφορετικό από την αποτίμηση των υπηρεσιών ποσό στην αύξηση της περιουσίας του υπόχρεου, που διαφορετικά δεν θα επιτυγχανόταν χωρίς αυτήν. Η χρηματική αποτίμηση των υπηρεσιών αυτών του δικαιούχου συζύγου μπορεί να προκύπτει και από τη χρηματική αξία ενός υποθετικού εισοδήματος, που ο δικαιούχος θα αποκόμιζε αν, αντί για τις υπηρεσίες αυτές, ασκούσε ορισμένη επαγγελματική δραστηριότητα, στην οποία θα μπορούσε να επιδοθεί και την οποία θυσίασε για χάρη της οικογένειας. Συγκεκριμένα, κατά τη διάταξη του άρθρου 1389 του ΑΚ, οι σύζυγοι έχουν την υποχρέωση να συνεισφέρουν από κοινού, ο καθένας ανάλογα με τις δυνάμεις του, για την αντιμετώπιση των αναγκών της οικογένειας και η συνεισφορά αυτή γίνεται με οποιοδήποτε τρόπο, όπως με την προσωπική εργασία, τα εισοδήματά τους και την περιουσία τους, κατά δε τη διάταξη του άρθρου 1390 του ΑΚ, στην υποχρέωση του προηγούμενου άρθρου περιλαμβάνονται η αμοιβαία υποχρέωση των συζύγων για διατροφή τους, η κοινή υποχρέωση για διατροφή των τέκνων τους και γενικά η υποχρέωση για συμβολή τους στη λειτουργία του κοινού οίκου. Το μέτρο της υποχρέωσης προσδιορίζεται ανάλογα με τις συνθήκες της οικογενειακής ζωής και η εκπλήρωσή της γίνεται με τον τρόπο που επιβάλλει η έγγαμη συμβίωση (ΑΠ 312/2023, ΑΓΙ 1451/2022, ΑΠ 1048/2009). Η αποτίμηση, όμως, των υπηρεσιών του ενάγοντος, με τις οποίες αυτός συνέβαλε στην επελθούσα αύξηση της περιουσίας του εναγομένου συζύγου του, δεν είναι αναγκαία για το ορισμένο της αγωγής, όταν αυτή ερείδεται επί της εξ 1/3 τεκμαρτής συμβολής του στα αποκτήματα του συζύγου του, ή σε μικρότερο ποσοστό, όπως αντιθέτως απαιτείται, όταν η αγωγή στηρίζεται επί της πραγματικής συμβολής. Μόνο στην τελευταία περίπτωση, για να ληφθούν υπόψη και να υπολογισθούν αυτού του είδους οι υπηρεσίες, ως συμβολή στην επαύξηση της περιουσίας του υπόχρεου συζύγου, απαιτείται να γίνεται η, κατά το μέρος που υπερβαίνει το επιβαλλόμενο από την υποχρέωση της συνεισφοράς στην αντιμετώπιση των οικογενειακών αναγκών μέτρο, χρηματική αποτίμησή τους, ή η αποτίμηση των δυνάμεων που εξοικονόμησε από την παροχή τους ο υπόχρεος σύζυγος, εάν προβάλλεται, ότι η εξοικονόμηση αυτή συνέβαλε, κατά διαφορετικό από την αποτίμηση των υπηρεσιών ποσό στην αύξηση της περιουσίας του υπόχρεου, που διαφορετικά δεν θα επιτυγχανόταν χωρίς αυτήν (ΑΠ 43/2015, ΑΠ 1280/2014). Κατά συνέπεια, οι υπηρεσίες αυτές πρέπει να προσδιορίζονται κατ’ είδος και αξία, τόσο στην αγωγή, όσο και στην απόφαση, μόνο όταν και κατά το μέρος που υπερβαίνουν το μέτρο το επιβαλλόμενο από την υποχρέωση συμβολής στις οικογενειακές ανάγκες (ΑΠ 1059/2014, ΑΠ 566/2014). Όταν όμως ζητείται η επιδίκαση του τεκμαιρομένου ποσοστού (1/3) των αποκτημάτων, ο ενάγων θα δικαιούται το ένα τρίτο από την επαύξηση της περιουσίας του άλλου συζύγου, χωρίς να χρειάζεται να επικαλεσθεί και αποδείξει οποιαδήποτε συμβολή του στην αύξηση αυτή, υπό την προϋπόθεση βέβαια της επίκλησης και απόδειξης τέτοιας αύξησης της περιουσίας του άλλου συζύγου (ΑΠ 1550/2018). Ωστόσο, ο εναγόμενος, ως υπόχρεος σύζυγος, του οποίου η περιουσία αυξήθηκε με τη συμβολή του ενάγοντος συζύγου, μπορεί να προβάλει, μεταξύ άλλων, ότι η συμβολή του ενάγοντος ήταν κάτω από το ένα τρίτο ή ότι δεν υπάρχει καμία συμβολή. Για να γίνει όμως δεκτή η ανυπαρξία συμβολής που αποκλείει την αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα, θα πρέπει ο εναγόμενος σύζυγος να επικαλεσθεί και αποδείξει ότι ο δικαιούχος της αξίωσης συμμετοχής σύζυγος, είτε δεν μπορούσε εκ των πραγμάτων είτε δεν ήθελε να συμβάλει και ότι η επαύξηση της περιουσίας οφείλεται μόνο στον ίδιο. O ισχυρισμός αυτός του εναγομένου, ενόψει του ότι το καθιερούμενο από το άρθρο 1400 του ΑΚ τεκμήριο της συμβολής συμμετοχής στα αποκτήματα κατά το 1/3 ενεργεί και ως προς τους δύο συζύγους, συνιστά, ως προς την απόκρουση του τεκμηρίου, ένσταση (ΑΠ1451/2022, ΑΓΙ 492/2017, ΑΙΤ 1899/2014, ΑΓΙ 1646/2014, ΑΠ 438/2007), ενώ όσον αφορά στον πραγματικό υπολογισμό αποτελεί αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής (ΑΠ 312/2023, ΑΠ 1451/2022, ΑΠ 566/2014). Έτσι, το καθιερούμενο από τη διάταξη του άρθρου 1400 εδαφ. β’ του ΑΚ μαχητό τεκμήριο ότι η συμβολή του δικαιούχου συζύγου ανέρχεται στο 1/3 της αύξησης της περιουσίας του υποχρέου, εκτός αν αποδειχθεί μεγαλύτερη ή μικρότερη ή καμία συμβολή, λειτουργεί αμφιμερώς και υπέρ των δύο διαδίκων, με την έννοια ότι αν ο ενάγων ζητήσει με την αγωγή του ποσοστό της αύξησης που αντιστοιχεί σε μεγαλύτερη του 1/3 συμβολή, αυτός υποχρεούται να αποδείξει το μεγαλύτερο του τεκμαρτού ποσοστό της συμβολής του, ενώ ο εναγόμενος μπορεί, κατ’ ένσταση, να προβάλει και να αποδείξει ότι o ενάγων είχε μικρότερη της τεκμαιρόμενης ή και καμία συμβολή. Με τη διάταξη αυτή δεν καθιερώνεται ιδιαίτερος τρόπος υπολογισμού της αξίωσης, σε σχέση με το ποσοστό του τεκμηρίου, αλλά απλώς γίνεται κατανομή του βάρους της απόδειξης με βάση μαχητό τεκμήριο, ενώ η αξίωση συμμετοχής στην επαύξηση της περιουσίας του υπόχρεου συζύγου είναι μία και ενιαία, οποιοδήποτε ποσοστό (μεγαλύτερο ή μικρότερο του τεκμαιρομένου) συμμετοχής και αν ζητεί με την αγωγή ο δικαιούχος σύζυγος (ΑΠ 312/2023, ΑΠ 1451/2022, ΑΠ 182/2021, ΑΠ 1247/2019, ΑΓΙ 1037/2017, ΑΠ 492/2017, ΑΠ 1646/2014).
Επίσης, ο εναγόμενος στην εν λόγω αγωγή μπορεί, κατ’ ένσταση, να ζητήσει, προκειμένου να εξευρεθεί η τελική καθαρή αύξηση της περιουσίας, να αφαιρεθεί το παθητικό αυτής, το οποίο υπάρχει κατά το χρόνο παροχής έννομης προστασίας, δηλαδή κατά το χρόνο της πρώτης συζήτησης της αγωγής (ΑΠ 1550/2018, ΑΓΙ 1553/2018, ΑΓΙ 2120/2017, ΑΙΤ 1316/2017, ΑΙΤ 1059/2014, ΑΠ 2042/2013). Συνεπώς, εάν o ενάγων ζητήσει με την αγωγή του μεγαλύτερο του τεκμαιρόμενου ποσοστό και δεν απέδειξε την συμβολή του, με τους τρόπους και κατά την αξία, που εκθέτει στην αγωγή, η αγωγή δεν απορρίπτεται εξ ολοκλήρου, αλλά, μόνο, κατά το πλέον του ενός τρίτου ποσοστό της αύξησης της περιουσίας του εναγομένου, ενώ, κατά το αντίστοιχο με το ένα τρίτο ποσό, που καλύπτεται από το τεκμήριο, γίνεται δεκτή, εφόσον ο εναγόμενος δεν επικαλέσθηκε ή εάν επικαλέσθηκε, δεν απέδειξε ότι το ποσοστό συμβολής του ενάγοντος στην αύξηση ήταν μικρότερο ή ότι δεν υπήρξε οποιαδήποτε συμβολή του ενάγοντος στην αύξηση της περιουσίας του εναγομένου (ΑΓΙ 825/2015, ΑΠ 164/2010, Παπαδόπουλος, «Αγωγές Οικογενειακού Δικαίου», τομ. Α’, εκδ. 2001, παρ. 289, σελ. 381, Βαθρακοκοίλης, «Το Νέο Οικογενειακό Δίκαιο», τομ. B’ εκδ. 2000, υπό άρθρο 1400, αρ. 13 και 20). Στην περίπτωση αυτή, ο ενάγων ή η ενάγουσα, κατ’ επιτρεπτή ανταπόδειξη, μπορεί να επικαλεστεί και αποδείξει την οποιαδήποτε συμβολή έστω και αν είναι μικρότερη από το 1/3 (ΑΠ 312/2023, ΑΓΙ 1499/2021, ΑΓΙ 182/2021, ΑΓΙ 350/2020, ΑΓΙ 566/2014, ΑΠ 1978/2014, ΑΓΙ 193/2010).
Ναταλία Κ. Νεραντζάκη, δικηγόρος
info@efotopoulou.gr