Δικηγορικό Γραφείο Ευγενίας Α. Φωτοπούλου
Βασιλίσσης Σοφίας 6 Αθήνα 106 74
Τηλέφωνο: 210 36 24 769, 211 7 80 80 80
210 30 09 019
Email: info@efotopoulou.gr

Δικαίωμα διατροφής έναντι των γονέων του από το ενήλικο τέκνο – Απαξιωτική και προσβλητική συμπεριφορά του αιτούντος διατροφής τέκνου στο γονέα του, η οποία υποδηλώνει τη σαφή και κατηγορηματική επιθυμία του να μη συνδέεται μαζί του με τη συγγενική σχέση γονέα τέκνου – Ένσταση του υπόχρεου διατροφής περί καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος

Από τις διατάξεις των άρθρων 1485 επόμ. ΑΚ, που συνιστούν κανόνες δημοσίας τάξης, σαφώς συνάγεται ότι μεταξύ ανιόντων και κατιόντων υπάρχει αμοιβαία υποχρέωση προς διατροφή, απορρέουσα από το δεσμό της συγγένειας, ενώ όπως προκύπτει από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθ. 1485, 1486 παρ. 1 και 1489 παρ. 2 ΑΚ, δικαίωμα διατροφής έχει έναντι των γονέων του και το ενήλικο τέκνο, εφόσον αυτό δεν μπορεί να αυτοδιατραφεί από την περιουσία του ή από εργασία κατάλληλη για την ηλικία του, την κατάσταση της υγείας του και τις λοιπές βιοτικές του συνθήκες, ενόψει των τυχόν αναγκών της εκπαίδευσής του.

Στην έννοια της σχέσης της συγγένειας που μόλις αναφέρθηκε, περιλαμβάνεται όχι μόνο το γεγονός ότι μεταξύ των δύο προσώπων υπάρχει η σχέση ότι το ένα γεννήθηκε από το άλλο, αλλά κυρίως ότι μεταξύ των προσώπων αυτών υπάρχει ο δεσμός της αγάπης, της στοργής και του αλληλοσεβασμού. Τα ως άνω επιρρωνύονται και από τη δημοσίας τάξης διάταξη του άρθ. 1507 ΑΚ, σύμφωνα με την οποία γονείς και τέκνα οφείλουν αμοιβαία μεταξύ τους βοήθεια, στοργή και σεβασμό. Εκδήλωση των ανωτέρω στοιχείων αποτελεί η επιθυμία του ενός να επικοινωνεί με το άλλο, να προσφέρει στήριξη και συμπαράσταση σε καλές ή κακές στιγμές της ζωής του άλλου και να επιδεικνύει σεβασμό στην προσωπικότητά του. Στην κοινωνία η συγγενική σχέση που συνδέει τον ανιόντα με τον κατιόντα αποτελεί τον ιστό και το ηθικό υπόβαθρο, απόρροιά της, δε, (ενν. της συγγενικής σχέσης), είναι ότι ο ένας να δικαιούται και ο άλλος υποχρεούται να διατρέφει τον άλλον, όταν υπάρχει λόγος προς τούτο. Από το όλο πνεύμα, λοιπόν, των σχετικών διατάξεων του οικογενειακού δικαίου του Αστικού Κώδικα και ιδίως εκείνων που ρυθμίζουν τα του τρόπου της επικοινωνίας μεταξύ ανιόντων και κατιόντων, προκύπτει ότι θέληση του νομοθέτη είναι ο δεσμός αυτός της συγγένειας να υπάρχει ακόμη και σε περίπτωση διάσπασης της έγγαμης συμβίωσης, όταν οι σχέσεις των γονέων των τέκνων δεν είναι αρμονικές αλλά τεταμένες[1].

Ως εκ τούτου, σε περίπτωση που ο αιτούμενος τη διατροφή ενεργεί σε αντίθεση με τις κατά τα ανωτέρω προβλεπόμενες υποχρεώσεις του, είναι δυνατόν να προβληθεί κατά της αγωγής διατροφής του ένσταση καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος, κατ’ άρθ. 281 ΑΚ, η προβολή της οποίας δεν προϋποθέτει απαραιτήτως να δημιουργείται από την άσκηση του συγκεκριμένου δικαιώματος κατάσταση συνεπαγόμενη αφόρητες συνέπειες για τον οφειλέτη – υπόχρεο προς διατροφή[2]. Πράγματι, η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, ως έχουσα έντονο χαρακτήρα κανόνα δημόσιας τάξης, σκοπεί στην πάταξη των παραβιάσεων των αρχών της καλής πίστης και των χρηστών ηθών και στην άσκηση του κάθε δικαιώματος συμφώνως προς τον οικονομικό και κοινωνικό σκοπό του, ήτοι στην πάταξη της κακοπιστίας και της ανηθικότητας στις συναλλαγές και δεν αποκλείεται να εφαρμοσθεί και σε δικαιώματα που πηγάζουν από διατάξεις δημοσίας τάξης, χωρίς να ασκεί επιρροή το γεγονός ότι ο χαρακτήρας των διατάξεων αυτών είναι περισσότερο έντονος, εφόσον η συμπεριφορά του δικαιούχου εμφανίζεται στη συγκεκριμένη περίπτωση να υπερακοντίζει καταφανώς τα ως άνω διαγραφόμενα όρια.

Βέβαια, για τη θεμελίωση της προαναφερθείσας ενστάσεως, απαιτείται η προβολή και απόδειξη ιδιαίτερων περιστατικών, τα οποία σε συγκεκριμένη περίπτωση καταδεικνύουν προφανή υπέρβαση των ορίων της καλής πίστης ή των χρηστών ηθών ή του κοινωνικού ή οικονομικού σκοπού του δικαιώματος κατά την άσκησή του από τον ενάγοντα σε βάρος του εναγόμενου, και ειδικότερα, στην περίπτωση που αξιώνεται διατροφή, η προβολή και απόδειξη περιστατικών, από τα οποία συνάγεται σαφής και κατηγορηματική δήλωση του αιτούμενου τη διατροφή τέκνου να μην υπάρχει πλέον μεταξύ του γεννήτορα και αυτού οποιοσδήποτε συναισθηματικός δεσμός ή σαφής προσβολή του προσώπου του εναγόμενου γονέα ή άλλα περιστατικά, από τα οποία να προκύπτουν ενέργειες του τέκνου, που να δείχνουν περιφρόνηση προς τον εναγόμενο γονέα του και έλλειψη αγάπης και σεβασμού προς αυτόν[3].

Υπό το φως των ανωτέρω σκέψεων, το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, με την υπ’ αριθμ. 7193/2012 απόφασή του εκδοθείσα κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), έκρινε τα εξής: «Ωστόσο, σε όση έκταση η από 12.3.2012 αίτηση στρέφεται κατά του πρώτου των καθ` ων Ν.Μ., ανεξαρτήτως του αν πράγματι οι ανάγκες διαβίωσης του αιτούντος υιού του Ε. και οι οικονομικές δυνατότητες των διαδίκων ανταποκρίνονται στα εκτιθέμενα στην αίτηση και αν συντρέχει ή όχι επείγουσα περίπτωση για την επιδίκαση προσωρινής διατροφής, πιθανολογείται ότι η αίτηση είναι απορριπτέα κατά παραδοχή της ένστασης καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος εκ μέρους του αιτούντος υιού του – που προβάλει ο Ν.Μ. – ως βάσιμης στην ουσία της. Συγκεκριμένα, ο καθ’ ου η αίτηση, πατέρας του αιτούντος Ε.Μ., ζητεί την απόρριψη αυτής, επικαλούμενος ότι από το έτος 2010 ο υιός του, μην εγκρίνοντας την προσωπική ζωή του, του φέρεται απαξιωτικά σε κάθε ευκαιρία, δεν δείχνει σεβασμό στο πρόσωπο του και αρνείται να επικοινωνεί μαζί του, καθώς και με τους υπέργηρους γονείς του και παππούδες του αιτούντος. Πιθανολογείται δε από όλα τα προαναφερόμενα αποδεικτικά στοιχεία ότι οι ισχυρισμοί αυτοί του καθ` ού είναι βάσιμοι και ο αιτών Ε.Μ. έχει, με δική του πρωτοβουλία, πλήρως αποξενωθεί από τον πατέρα του, αφού έχει δηλώσει κατηγορηματικά κατ` επανάληψη ότι επιθυμεί μόνο τα χρήματα του και καμία άλλη σχέση μαζί του (βλ. ιδίως τις προσαγόμενες από τον καθ’ ου με επίκληση επιστολές του αιτούντος υπό σχετ. 6α, όπου ο αιτών, απευθυνόμενος προς τον παππού του Ε.Μ., του δηλώνει ότι «ντρέπομαι να λέγομαι Μ.», και υπό σχετ. 6β όπου ο αιτών, απευθυνόμενος προς τον πατέρα του, του δηλώνει την 10.8. 2011 «χρήματα … είναι το μόνο πράγμα που θέλω από σένα», «να πληρώνεις … αυτό θέλω μόνο από σένα», «δεν θέλω καμία σχέση μαζί σου εκτός από οικονομική» και την 17.8.2011 «μην ξανασχοληθείς μαζί μου»). Παράλληλα, ο αιτών φέρεται στον καθ` ου πατέρα του απαξιωτικά και περιφρονητικά, προσβάλλοντας και εξυβρίζοντας αυτόν (βλ. τις υπό σχετ. 6β επιστολές του αιτούντος προς τον καθ` ου πατέρα του, όπου του δηλώνει την 10.8.2011 «ποιος … τους γάμους σου», «είσαι λίγος αργός και πρέπει να σε βαράμε στο κεφάλι για να καταλάβεις κάτι», την 14.8.2011 «δεν είσαι πραγματικά ικανός για τίποτα» και την 17.8.2011 «όλα αυτά που λες είναι ένα σωρό μπούρδες» και «έχεις εμένα και την Α. τελείως γραμμένους στα αρχ… σου»). Η προπεριγραφόμενη συμπεριφορά ταυ αιτούντος προς τον καθ` ου πατέρα του, που σε καμία περίπτωση δεν δικαιολογείται από την άστατη προσωπική ζωή του δεύτερου, και αληθή υποτιθέμενη, αφού αυτή δεν αφορά στη σχέση γονέα – τέκνου, καταδεικνύει έλλειψη αγάπης και σεβασμού του προς τον πατέρα του και προσβάλλει το πρόσωπο του, κυρίως, όμως, υποδηλώνει, στο παρόν τουλάχιστον στάδιο, τη σαφή και κατηγορηματική επιθυμία του να μη συνδέεται μαζί του με τη συγγενική σχέση γονέα – τέκνου. Παρά ταύτα, ο ίδιος ζητεί με την κρινόμενη αίτηση του να υποχρεωθεί ο καθ` ου πατέρας του να του καταβάλει προσωρινά διατροφή σε χρήμα, εκμεταλλευόμενος το τυπικό γεγονός ότι γεννήθηκε από αυτόν, ενώ αδιαφορεί πλήρως γι` αυτόν και τους γονείς του (παππούδες του αιτούντος) και αρνείται να τους συναντήσει. Αντίθετα, η συμπεριφορά του καθ` ου πατέρα του, Ν.Μ., που επί σειρά ετών κατέβαλλε οικειοθελώς περισσότερα από όσα επιδικάσθηκαν για τη διατροφή των ανήλικων τέκνων του, όπως προαναφέρθηκε, δεν είναι ανάλογη, αλλά προσπαθεί να επικοινωνήσει μαζί του και του απευθύνεται με αγάπη (βλ. τις υπό σχετ. 6β επιστολές του καθ’ ου Ν.Μ. προς τον αιτούντα υιό του κάτωθι των επιστολών του τελευταίου, όπου αναφέρει «θα είμαι πάντα δίπλα σου αν θελήσεις κάτι … Με αγάπη. Μπαμπάς», «Σε φιλώ … Ο Μπαμπάς σου», «Θα ξανασχοληθώ μαζί σου όσο θέλω και δεν θα σε ρωτήσω γιατί εσύ είσαι ο γιος και εγώ ο μπαμπάς … πολλά φιλιά»), χωρίς όμως αποτέλεσμα. Υπό τα δεδομένα αυτά και με βάση όσα εκτίθενται στη νομική σκέψη της παρούσας, πιθανολογείται ότι ο αιτών Ε.Μ. ασκεί καταχρηστικά το όποιο δικαίωμα διατροφής έχει έναντι του καθ` ου πατέρα του στο χρονικό αυτό στάδιο, κατά παράβαση της διάταξης του αρθρ. 281 ΑΚ και, συνεπώς, η αίτηση του πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη».

Ενώ και το Μονομελές Πρωτοδικείου Άρτας, δυνάμει της υπ’ αριθμ. 46/2010 απόφασής του (δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), απέρριψε την εκεί κρινόμενη αγωγή της εναγούσης – ενήλικης θυγατέρας με την οποία η τελευταία αιτείτο να υποχρεωθεί ο πατέρας της να της καταβάλλει διατροφή σε χρήμα, δεχόμενο ότι: «Περαιτέρω από τα ίδια πιο πάνω αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε ότι η πρώτη ενάγουσα (……..) και δικαιούχος να αξιώνει διατροφή ενήλικη θυγατέρα του εναγομένου, κατά το χρόνο διάσπασης της έγγαμης συμβίωσης των γονέων της (2004), ήταν ακόμη ανήλικη (16 ετών) και έκτοτε διέμενε μαζί τη μητέρα της στην οικογενειακή τους οικία στη ………… Το χρονικό εκείνο διάστημα και για ένα επιπλέον έτος, έως το 2005, ο εναγόμενος διέμενε στο πατρικό του σπίτι στη …………. και επικοινωνούσε τακτικά με τη θυγατέρα του, αφού αυτός την πήγαινε τα πρωινά στο σχολείο της. Ακολούθως, το έτος 2005 ο εναγόμενος εγκαταστάθηκε οριστικά στα …. και έκτοτε η ενάγουσα, διέκοψε κάθε επαφή μαζί του, καταδεικνύοντας τη ρητή άρνησή της να έχει οιαδήποτε επικοινωνία με τον πατέρα της, μολονότι αυτός κατέβαλλε ουσιαστικές προσπάθειες για να έρθει σε επαφή μαζί της, είτε τηλεφωνικά, είτε κατά τις επισκέψεις του στη ………… Η κατάσταση της πλήρους αποξένωσης των άνω διαδίκων, που κατά το χρόνο που η …….. ήταν ανήλικη συντηρήθηκε από την κακή σχέση του εναγομένου με τη σύζυγό του και μητέρα της πρώτης ενάγουσας, συνεχίσθηκε δε και από την ίδια, όταν αυτή πλέον ενηλικιώθηκε και χειραφετήθηκε και μπορούσε πλέον μόνη της, χωρίς τη συναίνεση της μητέρας της και την υποβολιμιαία επίδραση του περιβάλλοντός της, να επικοινωνεί με τον πατέρα της. Ενδεικτικό της καταστάσεως αυτής είναι το γεγονός ότι η ενάγουσα, αρνήθηκε το έτος 2007 τη στήριξη του πατέρα της, όταν αυτός θέλησε να την ενισχύσει οικονομικά, κατά την εισαγωγή της στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, προσέτι δε, αυτός κατάφερε να παραλάβει το βιβλιάριο υγείας της θυγατέρας του, μέσω της πληρεξούσιας δικηγόρου της, προκειμένου να το θεωρήσει. Η πρώτη ενάγουσα, στην προσπάθεια της να δικαιολογήσει τη συμπεριφορά της απέναντι στον πατέρα της, καταμαρτυρά σ’ αυτόν ότι, κατά τη διάρκεια της έγγαμης συμβίωσης αυτού με τη μητέρα της, διατηρούσε εξωσυζυγικό ερωτικό δεσμό με άλλη σύντροφο, γεγονός που απέκρυπτε από την ανήλικη τότε θυγατέρα του. Ωστόσο, το συζυγικό αυτό παράπτωμα, παρεκτός του ότι δεν αφορούσε τη σχέση γονέα-τέκνου, δεν δικαιολογεί την απαξίωση και περιφρόνηση της ……. προς το πρόσωπο του εναγόμενου. Ομοίως, η πρώτη ενάγουσα αρνείται πεισματικά να επικοινωνήσει και με τους γονείς του πατέρα της, τον παππού και τη γιαγιά της, που ζουν στη Γραμμενίτσα, καθώς και με άλλους συγγενείς του, εκφράζοντας την αδιαφορία της προς αυτούς. Η κρίση του Δικαστηρίου ως προς τα ανωτέρω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά στηρίζεται στην κατάθεση της μάρτυρα ανταπόδειξης και αδελφής του εναγόμενου, η οποία μετά λόγου γνώσεως κατέθεσε ότι «… τα παιδιά δεν έχουν καμία επαφή με τον πατέρα τους… όταν έμενε στην Άρτα έπαιρνε τη μικρή στο μισό της χρονιάς και την πήγαινε σχολείο. Δεν έχουν πάει ποτέ στα Τρίκαλα να τον δούνε. Εμένα δεν μου μιλάνε τα παιδιά. Ούτε καλημέρα δεν λένε στον παππού και στη γιαγιά. Ήταν απομονωμένα τα παιδιά… Ο αδελφός μου προσπαθεί μέσω τρίτων να επικοινωνήσει… Ο αδελφός μου δεν έχει με την κόρη του καμία σχέση…». Η κρίση δε αυτή επιρρωνύεται και από τη σαφή και πειστική κατάθεση της μάρτυρα απόδειξης, η οποία ανέφερε ότι «… μεταξύ τους έχουν κακές σχέσεις… πριν φύγει είχε επαφή με τα παιδιά του. Πήγαινε την κόρη του στο σχολείο… ένα χρόνο διήρκεσε η επαφή. Μετά ο πατέρας προσπάθησε να βρει επαφή με τα παιδιά του… έρχεται συχνά στην Άρτα… τα παιδιά αρνούνται να δουν τον πατέρα τους, τον παππού και τη γιαγιά…» και επιβεβαιώνεται από τη μάρτυρα της προσθέτως παρεμβαίνουσας, θείας των εναγόντων, η οποία κατέθεσε ότι «… η σχέση τους διαταράχθηκε όταν ο πατέρας δεν έλεγε στη …….. την αλήθεια για την εξωσυζυγική του σχέση. Τα παιδιά ήταν πικραμένα πριν το 2008 με τον πάτερα τους γιατί διατηρούσε σχέση και δεν το έλεγε στη …….. Όταν η …… έμαθε ότι ο πατέρας της είχε σχέση, από τότε δεν ήθελε να έχει σχέση μαζί του. Από τότε που έφυγε στα Τρίκαλα δεν είχαν καμία σχέση. Ο λόγος ήταν ότι δεν της είπε την αλήθεια…. ούτε με τους γονείς του έχει σχέσεις…». Επομένως, η ανωτέρω συμπεριφορά της πρώτης ενάγουσας, εκτός του ότι καταδεικνύει περιφρόνηση προς τον πάτερα της και έλλειψη αγάπης και σεβασμού, υποδηλώνει τη σαφή και κατηγορηματική επιθυμία της να μη συνδέεται μαζί του με τη συγγενική σχέση με την οποία φυσικώς και νομικώς συνδέεται. Εντούτοις, η πρώτη ενάγουσα ζητεί, με την κρινόμενη αγωγή της, να υποχρεωθεί ο πατέρας της να της καταβάλει διατροφή σε χρήμα, θεμελιώνοντας το δικαίωμά της αυτό, μόνο στο τυπικό γεγονός ότι γεννήθηκε από τον εναγόμενο, με τον οποίο σήμερα δεν την συνδέει κανένα ουσιαστικό στοιχείο, απ` αυτά που υπάρχουν και προσδίδουν στη σχέση της συγγένειας πατέρα και κόρης την πραγματική της υπόσταση, αφού προς αυτόν έχει επιδείξει πλήρη αδιαφορία και περιφρόνηση, αν και δεν συνέτρεξε ανάλογη συμπεριφορά του πάτερα της προς την ίδια. Υπό τα δεδομένα αυτά η πρώτη ενάγουσα ασκεί καταχρηστικά το δικαίωμα διατροφής που έχει έναντι του εναγομένου πατέρα της, καθ’ υπέρβαση των ορίων της καλής πίστης, των χρηστών ηθών, του κοινωνικού και οικονομικού σκοπού του δικαιώματος αυτής, υπερακονίζοντας με την κακόπιστη συμπεριφορά της τα όρια του άρθρου 281 ΑΚ. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, αφού γίνει δεκτή η σχετική ένσταση του εναγόμενου ως ουσιαστικά βάσιμη, και χωρίς να εξετασθεί η ουσιαστική βασιμότητα των λοιπών ενστάσεών του, η έρευνα των οποίων παρέλκει, πρέπει η κρισιολογούμενη αγωγή να απορριφθεί στο σύνολό της ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη […]».

 

Αγγελική Πολυδώρου, Δικηγόρος

email: info@efotopoulou.gr

[1] βλ. ΕφΠειρ 3/1996 Ε/λλΔνη 1996. 1392, ΜΠρΘεσσ 22549/2009 Αρμ 2009. 1366

[2] βλ. ΟλΑΠ 569/ 1986 ΕλλΔνη 32. 796

[3] βλ. ΕΑ 2564/2011, ΕφΘεσσ 1439/2005, ΕφΠειρ 3/1996, άπασες δημοσιευμένες ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ

Το email σας δεν θα δημοσιευτεί