Δικαίωμα εξαγοράς μετοχών μειοψηφίας από την Ανώνυμη Εταιρεία
Το άρθρο 45 του Ν.4548/2018, επαναλαμβάνοντας τις διατάξεις του άρθρου 49α Κ.Ν. 2190/1920, το οποίο εισήχθη για πρώτη φορά στο δίκαιο των ΑΕ με το Ν.3604/2007, προβλέπει το δικαίωμα μετόχου της μειοψηφίας να ζητήσει με αγωγή του ενώπιον του μονομελούς πρωτοδικείου της έδρας της εταιρίας την εξαγορά των μετοχών του από την ίδια την εταιρία. Ουσιαστικά πρόκειται για νομοθετική ικανοποίηση της ανάγκης της μειοψηφίας να εξέλθει από την εταιρία χωρίς όμως η αποχώρησή της να προκαλέσει ζημία για τα συμφέροντα της εταιρίας. Η πρόβλεψη του δικαιώματος αυτού εξυπηρετεί προεχόντως τα συμφέροντα του μετόχου, καθώς του δίδεται η δυνατότητα να απεγκλωβιστεί από μία εταιρία, η οποία δεν ικανοποιεί πλέον τα συμφέροντά του (βλ. 43/2017 ΕπισκΕΔ 2018.497, ΕφΑθ 2760/2014 Αρμ 2015.66). Ταυτόχρονα εξυπηρετείται και το εταιρικό συμφέρον, αφού η εταιρία με την έξοδο ενός δυσαρεστημένου μετόχου αποφεύγει μελλοντικές εταιρικές εμπλοκές και ενδοεταιρικές συγκρούσεις.
Το ανωτέρω άρθρο εισάγει συγκεκριμένες αυστηρές και εξαιρετικά περιορισμένες προϋποθέσεις, βάσει των οποίων ασκείται το ανωτέρω δικαίωμα, οι οποίες είναι συστατικές, περιοριστικές και αποκλειστικές αυτού του δικαιώματος. Οι ουσιαστικές προϋποθέσεις που τίθενται από τον νομοθέτη για την κατ` άρθρο 45 Ν. 4548/2018 εξαγορά είναι τρεις:
1) Η άσκηση του δικαιώματος από μέτοχο της μειοψηφίας, αφού ο συνδυασμός των περαιτέρω προϋποθέσεων του άρθρου αυτού να ληφθεί δηλαδή απόφαση από τη γενική συνέλευση για μεταβολή που καθιστά ασύμφορη την παραμονή του αιτουμένου την εξαγορά μετόχου και να έχει αντιταχθεί αυτός στη λήψη της (εφόσον βεβαίως ο λόγος του ασύμφορου άπτεται θέματος για το οποίο αποφασίζει η ΓΣ) αποτρέπει το ενδεχόμενο να ασκηθεί το δικαίωμα αποχώρησης και μεταβίβασης των μετοχών από την πλειοψηφία της ανώνυμης εταιρίας. Επιπλέον, από τη στιγμή που για τη λήψη απόφασης της ΓΣ απαιτείται η συγκέντρωση της πλειοψηφίας των εκπροσωπούντων σε αυτήν ψήφους, ο μέτοχος, ο οποίος αντιτάσσεται στη λήψη της απόφασης, επιθυμώντας εν συνεχεία να αποχωρήσει από την εταιρία, προφανώς δεν είναι ο μέτοχος της πλειοψηφίας, ο οποίος υπερψήφισε τη ληφθείσα απόφαση, αλλά κάποιος μέτοχος της μειοψηφίας (ΑΠ 817/2018, ΕφΘες 43/2017, βλ. Δ. Χριστοδούλου, σε Γ. Σωτηρόπουλος, Δίκαιο Ανώνυμης Εταιρίας, τομ.1, έκδ., 2020, άρθ.45, αριθ.6, σελ.649-650). Στο άρθρο 45 (σε αντίθεση με τις διατάξεις των άρθ.46 και 47) δεν αναφέρεται ούτε το ανώτατο ύψος του μειοψηφικού ποσοστού, που θα πρέπει να έχει στην κατοχή του ο δικαιούχος μέτοχος, προκειμένου να προβεί στην άσκηση του δικαιώματος εξαγοράς και έτσι αυτό πρέπει να συναχθεί ερμηνευτικά. Καταρχάς, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι και τα τρία είδη των αποφάσεων, τα οποία, σύμφωνα με την παρ.2 του άρθ.45, δικαιολογούν την άσκηση του δικαιώματος εξαγοράς, απαιτούν για τη λήψη τους τη συγκέντρωση της αυξημένης πλειοψηφίας των 2/3 των εκπροσωπούμενων στη ΓΣ ψήφων (άρθ. 132 παρ.2), αφού πρόκειται για αποφάσεις της παρ.3 του άρθρου 130. Συνεπώς, με δεδομένη την (ιδανική) συνθήκη ότι κατά τη λήψη διαδικασία λήψης των συγκεκριμένων αποφάσεων παραστάθηκε το σύνολο του καταβεβλημένου μετοχικού κεφαλαίου και άρα οι αποφάσεις, που ελήφθησαν συγκέντρωσαν τα 2/3 του καταβεβλημένου μετοχικού κεφαλαίου, οι μειοψηφούντες μέτοχοι, που παραβρέθηκαν στην εν λόγω ΓΣ και εναντιώθηκαν στη λήψη των αποφάσεων αυτών, δεν μπορούν εκ των πραγμάτων να κατέχουν ποσοστό μεγαλύτερο από το 1/3 του καταβεβλημένου μετοχικού κεφαλαίου. Ως εκ τούτου, το ποσοστό αυτό συνιστά το ανώτατο ποσοστό μετοχών, που μπορεί να έχει στην κατοχή του ο μέτοχος, προκειμένου να προβεί στην άσκηση του δικαιώματος του άρθ.45 (βλ. Ε. Καραμανάκου σε Γ. Σωτηρόπουλος, Δίκαιο Ανώνυμης Εταιρίας, Ερμηνεία κατ’άρθρο του Ν.4548/2018, τομ.1, έκδ.2020, άρθ.45, αριθ.7, σελ.650).
2) Το προφανώς και ιδιαιτέρως ασύμφορο της διατήρησης της μετοχικής σχέσης για τον μέτοχο που ασκεί το σχετικό δικαίωμα. Ουσιαστικά, με την εισαγωγή της ανωτέρω προϋπόθεσης στο νόμο, αποκρυσταλλώνεται και εξειδικεύεται η αρχή της καλής πίστης, η οποία επιβάλλει να αποδεσμεύεται το συμβαλλόμενο μέρος από μία διαρκή σύμβαση, όπως είναι η εταιρική, σε περίπτωση που η διατήρησή της είναι δυσβάστακτη γι’ αυτό. Η αξιολόγηση του κατά πόσον η συνέχιση της μετοχικής σχέσης είναι ασύμφορη ή μη δεν κρίνεται με βάση την υποκειμενική αντίληψη του μετόχου της μειοψηφίας ή τα υποκειμενικά συμφέροντα της εταιρίας, αλλά με βάση την αντικειμενική κρίση του μέσου συνετού ανθρώπου, σε συνάρτηση με τα ιδιαίτερα στοιχεία του προσώπου του μετόχου, καθώς και με τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά και τις ιδιαιτερότητες του λόγου, με βάση τον οποίο ο μέτοχος της μειοψηφίας κινητοποίησε το μηχανισμό της εξαγοράς των μετοχών του από την εταιρία. Ωστόσο, το απλώς ασύμφορο της παραμονής του μετόχου στην εταιρία δεν αρκεί για τη θεμελίωση της παραπάνω (δεύτερης) προϋπόθεσης. Η διάταξη αναφέρει πως η παραμονή του μετόχου πρέπει να καθίσταται ασύμφορη “κατά τρόπο προφανή” και μάλιστα “ιδιαίτερα” ασύμφορη. Με το στοιχείο του “ιδιαίτερα ασύμφορου” χαρακτήρα της παραμονής ο νομοθέτης επιδιώκει να συγκεκριμενοποιήσει τον βαθμό στον οποίο πρέπει η παραμονή να μην είναι πλέον ανεκτή και αναμενόμενη για το μέτοχο της μειοψηφίας, ώστε να δικαιολογείται η απόκτηση των μετοχών του από την εταιρία. Προκειμένου να τύχει εφαρμογής το ως άνω άρθρο πρέπει η παραμονή του να επιφέρει σημαντική επιβάρυνσή του και να καθιστά ιδιαιτέρως δυσμενή τη θέση του, να εμπεριέχει δηλαδή έντονα αρνητικές συνέπειες σε σύγκριση με την κατάσταση που υπήρχε πριν από την εμφάνιση του λόγου που προκαλεί την αποχώρησή του. Το γεγονός δε, πως, σύμφωνα με την ανωτέρω διάταξη του νόμου, η παραμονή πρέπει να είναι ιδιαίτερα ασύμφορη για τον μέτοχο “κατά τρόπο προφανή”, επιτείνει καθοριστικά τον βαθμό δυσκολίας στην αποδοχή της προϋπόθεσης του ασύμφορου, διότι απαιτείται η έντονη εξωτερίκευση της δυσμενούς θέσης του μετόχου στην εταιρία με βάση τον λόγο που επικαλείται για την έξοδό του. Το ασύμφορο της παραμονής του απαιτείται να ενέχει σε τέτοιο βαθμό αρνητική χροιά, ώστε να αίρεται κάθε αμφισβήτηση για το ασύμφορο της. Συνεπώς, πρέπει τα επικαλούμενα πραγματικά περιστατικά αλλά και τα αποδεικτικά στοιχεία στη συνέχεια να καθιστούν προδήλως και πέραν πάσης αμφιβολίας μη ανεκτή τη συνέχιση της εταιρικής σχέσης για τον μέτοχο. Η συνδρομή της ανωτέρω προϋπόθεσης ερευνάται από το δικαστήριο στενά, διότι το όλο άρθρο εισάγει εξαιρετική ρύθμιση, αφού ο αποδέκτης – αγοραστής των μετοχών είναι η ίδια η εταιρία και ο νομοθέτης διακρίνεται από ιδιαίτερη απροθυμία να επιβάλει στην εταιρία την απόκτηση των δικών της μετοχών για μη επιτακτικούς και εξαιρετικούς λόγους. Γι’ αυτήν ακριβώς την αιτία κρίθηκε από το νομοθέτη αναγκαία και η παρέμβαση του δικαστηρίου προκειμένου να ελεγχθεί η συνδρομή των προϋποθέσεων εξαγοράς και να αποτραπεί η αλόγιστη αγορά μετοχών από την εταιρία.
3) Η συνδρομή μίας, από τις αναφερόμενες στην παράγραφο 2, περιστάσεων δηλαδή είτε να έχει αποφασίσει η γενική συνέλευση τη μεταφορά της έδρας της εταιρίας σε άλλο κράτος ή την εισαγωγή περιορισμών στη μεταβίβαση των μετοχών ή την αλλαγή του σκοπού της εταιρίας, είτε να συντρέχουν άλλες περιπτώσεις προβλεπόμενες από το καταστατικό ως παραγωγικές του σχετικού δικαιώματος εξαγοράς υπό την πρόσθετη προϋπόθεση ότι ορίζεται σε αυτό και προθεσμία για την άσκηση της σχετικής αγωγής. Αυτονόητο είναι, ενόψει της διατύπωσης των ανωτέρω διατάξεων, ότι η τρίτη αυτή προϋπόθεση πρέπει να υφίσταται αθροιστικά και συμπλεκτικά με τις υπόλοιπες για να γεννηθεί το δικαίωμα του μετόχου της μειοψηφίας να αιτηθεί την εξαγορά των μετοχών του από την εταιρία. Έτσι το προφανώς και ιδιαιτέρως ασύμφορο της παραμονής του μετόχου στην μετοχική σύνθεση δεν αρκεί από μόνο του, κατά τη σαφή βούληση του νομοθέτη, για να θεμελιώσει το δικαίωμα εξαγοράς. Και αυτό διότι, κατά τη στάθμιση και την προσπάθεια εξισορρόπησης των αντικρουόμενων συμφερόντων αφενός μεν του μετόχου της μειοψηφίας προς απαλλαγή του από τη μετοχική του ιδιότητα όταν αυτή δεν του προσφέρει απολαβές και του προκαλεί ακόμη και σημαντικές ζημίες, αφετέρου δε των εταιρικών δανειστών αλλά και της ίδιας της εταιρίας προς διαφύλαξη της εταιρικής περιουσίας, μη καταναλωτέας κατ’ αρχήν προς αγορά ίδιων μετοχών, επιλέχθηκε, κατά τα προαναφερόμενα, η ενδιάμεση λύση της παροχής μεν στον μέτοχο του δικαιώματος να απαιτήσει την εξαγορά σε περιορισμένες όμως εκ των προτέρων περιπτώσεις και ειδικότερα μόνον εφόσον συντρέχει ένας από τους λόγους που αναφέρονται ρητώς στην παράγραφο 2α, β του παραπάνω άρθρου 49α ή άλλος λόγος προβλεπόμενος από το καταστατικό (δ2γ).
Η αθροιστική συνδρομή των ως άνω τριών προϋποθέσεων αποτελεί την ασφαλιστική δικλείδα που χρησιμοποίησε ο νομοθέτης για να αποφύγει την καταστρατήγηση της βασικής επιλογής τους, που δεν κατατείνει πλέον στον αποκλεισμό της απόκτησης από την ανώνυμη εταιρία δικών της μετοχών αλλά στην επιδίωξη να καταστεί η απόκτηση αυτή ιδιαιτέρως δυσχερής και επιβαλλόμενη ή επιτρεπόμενη μόνον σε εξαιρετικές περιπτώσεις σύμφωνα και με τα προαναφερόμενα. Ο λόγος μάλιστα, που προβλέπεται από την παράγραφο 2 και που απαιτείται να συντρέχει σε κάθε περίπτωση προς θεμελίωση του δικαιώματος του μετόχου προς εξαγορά, πρέπει να αποτελεί την αιτία για το προφανώς και ιδιαιτέρως ασύμφορο της διατήρησης των μετοχών, όπως σαφώς συνάγεται από τη διατύπωση της πρώτης παραγράφου του ανωτέρω άρθρου (“εάν εκ των λόγων αυτών η παραμονή τους καθίσταται κατά τρόπο προφανή, ιδιαίτερα ασύμφορη”). Περαιτέρω η απαρίθμηση στο νομοθετικό κείμενο συγκεκριμένων λόγων για να υποβληθεί το αίτημα εξαγοράς, ακόμη κι αν αυτοί δεν προβλέπονται από το καταστατικό, παρέχει ένα κατ’ αρχήν μέτρο για τη σπουδαιότητα που πρέπει να έχουν οι τυχόν προβλεπόμενοι στο καταστατικό λόγοι για να γεννηθεί το δικαίωμα εξαγοράς, ενώ ταυτοχρόνως υποδηλώνει σαφώς και ότι οι καταστατικοί λόγοι αποχώρησης πρέπει να αναφέρονται σε ουσιώδεις μεταβολές στην κατάσταση της εταιρίας, που τελούν σε σχέση αιτίας και αιτιατού με το προφανώς και ιδιαιτέρως ασύμφορο της παραμονής του μετόχου σ’ αυτήν.
Περαιτέρω, στο ως άνω άρθρο προβλέπονται και δύο άλλες, τυπικές κατά κύριο λόγο, προϋποθέσεις για τη νόμιμη υποβολή του αιτήματος εξαγοράς από τον μέτοχο. Απαιτείται αυτός να έχει παρασταθεί στη ΓΣ της εταιρίας και να έχει αντιταχθεί στη λήψη της σχετικής απόφασης (η οποία τυχόν επέφερε τη μεταβολή, που αποτελεί τον λόγο του ασύμφορου της συνέχισης παραμονής του ως μετόχου), προϋπόθεση που βεβαίως δεν είναι δυνατό να απαιτηθεί όταν δεν εχώρησε νομότυπη κλήτευση, ενώ προβλέπεται προς άσκηση της αγωγής και τρίμηνη αποκλειστική προθεσμία από τη συντέλεση της σχετικής τροποποίησης του καταστατικού (βλ. για τα ανωτέρω ΑΠ 817/2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) [14866/2022 ΜΠΡ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ, δημοσιευμένη σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ].
Αγγελική Λιγοψυχάκη, δικηγόρος
email: info@efotopoulou.gr