Ευθύνη του κυρίου ή νομέα του κτίσματος- Απαλλαγή ευθύνης λόγω ανωτέρας βίας
Κατά την διάταξη του άρθρου 925 ΑΚ «ο κύριος ή νομέας κτίσματος ή άλλου έργου που συνέχεται με το έδαφος ευθύνεται για την ζημία που προξενήθηκε σε τρίτον εξ αιτίας ολικής ή μερικής πτώσης του, εκτός αν αποδείξει ότι η πτώση δεν οφείλεται σε ελαττωματική κατασκευή ή πλημμελή συντήρησή του». Για την εφαρμογή του άρθρου αυτού πρέπει να συντρέχουν οι εξής όροι: α) ο υπεύθυνος σε αποζημίωση να είναι κατά την πτώση του έργου, κύριος ή νομέας του κτίσματος ή του άλλου έργου, β) να πρόκειται περί κτίσματος ή άλλου έργου συνεχόμενου με το έδαφος και γ) η ζημία να επήλθε λόγω πτώσεως του κτίσματος ή του άλλου έργου (Β. Καυκά Ενοχ. Δ. έκδ. 8`Σ.Διαμαντάκου Αρμ.ΙΘ401, ΕΕΝ 32- 593).
Ως «κτίσμα» νοείται κάθε ανθρώπινο δομικό δημιούργημα, που συνδέεται σταθερά με το έδαφος, πάνω ή κάτω από την επιφάνεια του, αδιάφορα από την κατάσταση ή τον προορισμό του. Στην έννοια του «άλλου έργου» περιλαμβάνεται κάθε τεχνητό αντικείμενο, που συνδέεται με το έδαφος και εγκυμονεί κίνδυνο από πιθανή κατάρρευση του και που, λόγω του τρόπου κατασκευής και της ιδιομορφίας του, δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί σαν “κτίσμα” (κολώνες καλωδίων, σωλήνες ύδρευσης-αποχέτευσης, κεραίες, καπνοσυλλέκτες, διαφημιστικές πινακίδες κ.λ.π.). Περαιτέρω, ως «πτώση» νοείται η λύση των τεχνικών συνδέσμων των διαφόρων υλικών του και η ολική ή μερική κατάρρευση του σύμφωνα με το νόμο της βαρύτητας ή και η ολική ή μερική υποχώρηση κάτω από μία συνηθισμένη δύναμη, όπως π.χ. υποχώρηση μίας σκάλας ή δαπέδου κάτω από το βάρος ανθρώπινου σώματος (βλ. Βοσινάκη στον Α.Κ. Γεωργιάδη – Σταθόπουλου, άρθρο 925, σελ. 766 – 769, Καυκά, Ενοχικόν Δίκαιον, έκδοση 1993, άρθρο 925, σελ. 864 – 869).
Εκ των ανωτέρω σαφώς συνάγεται ότι, η εκ της πτώσεως κτίσματος ή έργου ευθύνη καθιερούται εκ του νόμου σε βάρος του κυρίου ή νομέως, εναντίον του οποίου και κατευθύνεται η αξίωση αποζημιώσεως του βλαβέντος. Θεσπίζεται δηλαδή γνήσια αντικειμενική ευθύνη (ευθύνη από διακινδύνευση) του κυρίου του κτίσματος ή άλλου έργου για την ζημία που προκάλεσε η πτώση σε τρίτο (κατά άλλη μειοψηφούσα γνώμη συνιστά η εν λόγω ευθύνη νόθο (μη γνήσια) αντικειμενική, θεσπίζοντας δηλαδή μαχητό τεκμήριο ευθύνης του κυρίου ή νομέα). Η διάταξη αυτή δεν αναφέρεται στην υπαιτιότητα του κυρίου ή νομέα, αφού είναι δυνατό αυτός να κατέβαλε την απαιτούμενη στις συναλλαγές επιμέλεια (λ.χ. επιλέγοντας τα κατάλληλα πρόσωπα), εντούτοις η κατασκευή να είναι ελαττωματική, αλλά στο πραγματικό γεγονός ότι η πτώση του κτίσματος οφείλεται στην ελαττωματική κατασκευή ή στην πλημμελή συντήρησή του, δηλαδή σε ένα πραγματικό γεγονός που η διάταξη ανάγει έμμεσα σε προϋπόθεση εφαρμογής της. Το κρίσιμο ζήτημα της διάταξης, δηλαδή, αποτελεί η αιτία της πτώσης και όχι η συμπεριφορά του κυρίου ή του νομέα. Θέμα αποδείξεως δεν είναι το πώς έγινε η κατασκευή, αλλά το πού οφείλεται η πτώση, η οποία ανάγεται κατά τη διάταξη αυτή στην πλημμελή κατασκευή ή συντήρηση (βλ. ΠολΠρωτΠειρ 3747/2011).
Έτσι, ο ενάγων τρίτος οφείλει να επικαλεστεί και να αποδείξει την πτώση, την ζημία του, τον αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ πτώσεως και ζημίας και την ιδιότητα του εναγομένου ως κυρίου ή νομέα του κτίσματος, στον εναγόμενο δε απομένει να ισχυρισθεί και αποδείξει, προς απόκρουση της κατ’ αυτού αγωγής, ότι η πτώση δεν οφείλεται σε ελαττωματική κατασκευή ή πλημμελή συντήρηση του κτιρίου ή του όλου έργου, αλλά σε άλλο λόγο (ανωτέρα βία, ενέργεια τρίτου κ.λ.π.) (βλ. ΑΠ 839/2000 ΕλλΔνη 41.1578, Βοσινάκη, στον ΑΚ Γεωργιάδη -Σταθόπουλου, αρθρ. 925 αρ.1 και 14). Εάν για την πτώση του έργου συνετέλεσε από πταίσμα του και τρίτος, αυτός θα είναι εις ολόκληρον υπεύθυνος (αρθρ.926 ΑΚ) μετά του κυρίου ή νομέως, ο ζημιωθείς όμως εάν εναγάγει αυτόν θα πρέπει να αποδείξει και την υπαιτιότητα του, διότι η ευθύνη του τρίτου βασίζεται στο άρθρο 914 ΑΚ και όχι στο 925ΑΚ (βλ. ΕφΠατρών 54/2002). Στις περιπτώσεις δε που τρίτη αιτία προκάλεσε την πτώση, επειδή βρήκε πρόσφορο έδαφος την ελαττωματική κατασκευή ή την πλημμελή συντήρηση, η αιτιώδης συνάφεια είναι καθοριστική για την απάντηση στο πρόβλημα αν και σε ποιο βαθμό ευθύνεται ο κύριος ή ο νομέας (Αποστόλου Γεωργιάδη – Μιχαήλ Σταθόπουλου, Αστικός Κώδικας, άρθρο 925, σελ. 766 επ., ΕφΘεσ 865/1973 Αρμ 27/588).
Συνεπώς ο ενάγων αρκεί να ισχυρισθεί και αποδείξει την επελθούσα πτώση, το ποσό της εκ ταύτης προσγενομένης ζημίας του ως και ότι ο εναγόμενος τυγχάνει κύριος ή νομεύς του καταπεσόντος κτίσματος εις δε τον εναγόμενο απόκειται να ισχυρισθεί και αποδείξει προς απαλλαγή του ότι η πτώση δεν οφείλεται σε ελαττωματική κατασκευή ή πλημμελή συντήρηση του έργου ή ότι αυτή οφείλεται σε γεγονός που συνιστά ανωτέρα βία ή σε εκούσια ενέργεια τρίτου ή του βλαβέντος, της ευθύνης του κυρίου ή νομέως αντικειμενικής, του νόμου θεμελιούντος το εξ αντικειμένου αδίκημα ανεξαρτήτως πταίσματος του υπόχρεου για την επελθούσα πτώση (βλ. ΕΑ 9369/87 Αρχ.Ν. 39-219 Εθ. 555/84 Αρμ. 39-26).
Στην «εν ευρεία έννοια των τυχηρών», δηλαδή των περιστατικών που δεν οφείλονται σε πταίσμα (δόλο ή αμέλεια) του ζημιώσαντος και που θεμελιώνουν απόκλιση από την κεντρική αρχή του ενοχικού δικαίου (αρχή της υπαιτιότητας), περιλαμβάνεται και η ανώτερη βία (vis major), η οποία υπάρχει, όταν το περιστατικό είναι τόσο αιφνίδιο, ακαταμάχητο και απρόβλεπτο, που είναι για τις ανθρώπινες δυνάμεις αδύνατο να αποτραπεί, έστω και με μέτρα άκρας επιμέλειας και σύνεσης (βλ. Μπαλή Γεν. Αρχ. παρ. 179, Μιχαηλίδη – Νουάρο ΕρμΑΚάρθρ. 330 αρ. 45, Α.Κ. Γεωργιάδη – Σταθόπουλου άρθρ. 330 αρ. 50-60, ΑΠ 696/1973 ΝοΒ 22,186, ΑΠ 408/1972 ΝοΒ 20,1160, ΑΠ 462/1970 ΝοΒ 18, 1305, ΕφΑθ 6394/1987 ΕλΔ 30,783, ΕφΑθ 4558/1973 Αρμ. 28,112, ΕφΑθ 3850/2001). Τέτοια γεγονότα (φυσικά) είναι ο σεισμός, η καθίζησις του εδάφους, κεραυνός, ασυνήθης καταιγίδα (Σ. Διαμαντάκου ευθ. Ανωτ.) (Μπαλή Γεν. Αρχ. παρ. 179 σελ. 387, Τούση Γεν. Αρχ. παρ. 185 σελ. 852).
Η ανωτέρα βία συνιστά όχι μόνον λόγο απαλλαγής σε περίπτωση ευθύνης εκ της μη εκπληρώσεως ενοχής υφισταμένης εκ συμβατικής σχέσεως, αλλά και της εξ αδικοπραξίας, αφού υπαρχούσης τοιαύτης (ανωτέρας βίας) κατά την άποψη της νομολογίας αίρεται το στοιχείο του αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ αυτής (της επελεύσεως της ζημίας) και της εκ κατασκευής ή συντηρήσεως ελλείψεως, με την έννοια της πρόσφορου αιτίας (Καυκά αρθρ. 914 36 Γ΄ σελ. 728 και ΕφΠατρών 67/2004, ΕφΛαμ 186/2011). Η κρατούσα γνώμη στη θεωρία, δέχεται μεν αποκλεισμό της ευθύνης από αδικοπραξία στην περίπτωση της ανωτέρας βίας, όχι όμως λόγω διακοπής του αιτιώδους συνδέσμου, αλλά επειδή στην περίπτωση αυτή δεν υπάρχει υπαιτιότητα. Το ζημιογόνο γεγονός δεν μπορεί να αποδοθεί σε υπαιτιότητα του δράστη ως υπεύθυνου από αδικοπραξία, αλλά είναι τυχαίο γεγονός.
Σημειώνεται ότι, στα πλαίσια της αδικοπρακτικής ευθύνης του άρθρου 914 Α.Κ., γίνεται δεκτό ότι οι δυσμενείς καιρικές συνθήκες δεν αποτελούν, eo ipso, ανώτερη βία, ώστε να οδηγήσουν σε μη ευθύνη, λόγω έλλειψης υπαιτιότητας (βλ. Αστεριού Γεωργιάδη, Ενοχικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος, § 4 IX 2, σελ. 100), διότι ανάγονται στον κύκλο της επιχειρηματικής δραστηριότητας του ατόμου, το οποίο – έστω και αν δεν μπορεί να τις αποτρέψει – οφείλει, όμως, να τις συνυπολογίσει στους κινδύνους που διατρέχει και να λάβει τα προσήκοντα μέτρα, με τέλεια επιμέλεια και σύνεση, ώστε να αποτραπούν ενδεχόμενες ζημίες από δυσμενείς καιρικές συνθήκες (ΑΠ 677/1974 ΝοΒ 23/286, βλ. για τη “θεωρία των σφαιρών επιρροής” σε Κουκιάδη, ΕργΔ, Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις, 1995, κεφ. Ε`, παρ 3, σελ. 847, Καποδίστρα, ΕρμΑΚ, άρθρο 656, αριθμ. 60). Επομένως, το αναπότρεπτο φυσικό γεγονός (πλημμύρες, σεισμός κ.λ.π.) δεν σημαίνει αναγκαστικά και αναπότρεπτη ζημία (ΑΠ 698/1973 ΝοΒ 22/186, ΕφΑθ 1500/1998 ΕλλΔνη 43/1435, Σταθόπουλος σε Γεωργιάδη – Σταθόπουλου, Α.Κ., άρθρο 330, αριθμ. 59).
Έχει κριθεί δε ότι περίπτωση «ανώτερης βίας» συνιστά και «η πτώση του δέντρου σε περίπτερο εξαιτίας της θεομηνίας που επικρατούσε στην περιοχή αυτή, ασυνήθιστη για τις ελληνικές κλιματολογικές συνθήκες, με αδιάκοπη βροχή, καθώς επίσης συνεχείς και ασυνήθιστης σφοδρότητας, εντάσεως 12 μποφόρ, άνεμοι, που είχαν ως αποτέλεσμα την πτώση πολυάριθμων δέντρων» (βλ. ΕφΑθ 3850/2001), καθώς και «η ορμητικότητα του ανέμου και η σφοδρότητα της θαλασσοταραχής και οι εν γένει εξαιρετικά δυσμενείς καιρικές συνθήκες, συνεπεία των οποίων το πλοίο αδυνατεί να κυβερνηθεί ή να παραμείνει προσδεμένο στο αγκυροβόλιό του, εφόσον, όμως, τα καιρικά αυτά φαινόμενα δεν είναι δυνατόν να προβλεφθούν, ούτε να αποτραπούν οι δυσμενείς συνέπειές τους, με μέτρα άκρας επιμέλειας και σύνεσης, έτσι ώστε το αποτέλεσμα να αποβαίνει αναπόφευκτο» (ΕφΠειρ 59/2010, ΕΝΔ 2010, 263, ΠολΠρωτΠειρ 3747/2011).
Κατά συνέπεια, κύριο ζήτημα για τη θεμελίωση της αστικής ευθύνης στη διάταξη του άρθρου 925 Α.Κ. δέχεται η νομολογία, σε περίπτωση πτώσης οικοδομής λ.χ. από κατολίσθηση των επιχωματώσεων πρανούς παρακείμενης της οικοδομής οδού, είναι εάν η κατολίσθηση αποτέλεσε τρίτη αιτία για την πτώση της οικοδομής και όχι απλά αφορμή για την εκδήλωση της ελαττωματικότητας της κατασκευής ή την πλημμέλεια της συντήρησης της. Έτσι, αν η κατολίσθηση προκάλεσε τη μερική ή ολική πτώση της οικοδομής, επειδή η τελευταία είχε κατασκευασθεί ή συντηρηθεί πλημμελώς, ευθύνη του κύριου ή νομέως πρέπει να αναγνωρισθεί, στην έκταση που το υποδεικνύει η θεωρία της πρόσφορης αιτιώδους συνάφειας (πρβλ. Απ. Γεωργιάδη, “Η αστική ευθύνη από σεισμό”, ΕλλΔνη 2001 σελ. 1181).
Στις περιπτώσεις που η πτώση οφείλεται και σε αδικοπραξία κάποιου τρίτου, ευθυνόμενου κατά τις γενικές διατάξεις (άρθρο 914 Α.Κ.), τότε θα υπάρχει εις ολόκληρον ευθύνη αυτού και του κυρίου ή νομέως κατά τη διάταξη του άρθρου 926 Α.Κ. (ΕφΘεσ 863/1973 Αρμ 27/588, Βοσινάκης, όπ. π., σελ. 768), ο ζημιωθείς, όμως, εάν εναγάγει αυτόν (τρίτο), θα πρέπει να αποδείξει και την υπαιτιότητα του, διότι η ευθύνη του τρίτου βασίζεται στο άρθρο 914 ΑΚ και όχι στο άρθρο 925 ΑΚ (ΕφΠατρ 54/2002 ΑχαΝομ 2003/136). Κατά τα άλλα, η επίκληση της διάταξης του άρθρου 925 Α.Κ. δεν αποκλείει περαιτέρω την εφαρμογή και άλλων διατάξεων περί αδικοπραξιών, όπως αυτών περί χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης (932-933 Α.Κ) (βλ. ΕφΑθ 5890/2008 οπ.π.).
Θεώνη Κάδρα, Δικηγόρος
e-mail: info@efotopoulou.gr