Έξοδα εκτέλεσης. Δικηγορική αμοιβή της επιταγής προς εκτέλεση. Εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας. Καθορισμός της δικηγορικής αμοιβής στο ποσό που αντιστοιχεί στην επιδικασθείσα δικαστική δαπάνη
Σύμφωνα με το άρθρο 932 του ΚΠολΔ, τα έξοδα της αναγκαστικής εκτέλεσης βαρύνουν εκείνον κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση και προκαταβάλλονται από αυτόν που την επισπεύδει, κατά δε το άρθρο 924 του ίδιου Κώδικα, «η διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης αρχίζει από την επίδοση σε εκείνον κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση αντιγράφου του απογράφου με επιταγή για εκτέλεση… Η επιταγή γράφεται κάτω από το αντίγραφο του απογράφου και πρέπει να ορίζει με ακρίβεια την απαίτηση. Όποιος επισπεύδει αναγκαστική εκτέλεση έχει υποχρέωση να διορίσει με την επιταγή που κοινοποιείται σε εκείνον κατά του οποίου γίνεται η εκτέλεση, αντίκλητο που να κατοικεί στην περιφέρεια του πρωτοδικείου της εκτέλεσης, διαφορετικά αντίκλητος θεωρείται ο πληρεξούσιος δικηγόρος που υπογράφει την επιταγή…».
Όπως προκύπτει από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων με τη διάταξη του αρ. 975 ΚΠολΔ, ως έξοδα εκτέλεσης κατά τις ανωτέρω διατάξεις νοούνται όλες οι δαπάνες που γίνονται από τον επισπεύδοντα την εκτέλεση δανειστή και αποβλέπουν στο γενικό συμφέρον όλων των δανειστών, εφόσον είναι αναγκαίες για τη διαδικασία της εκτέλεσης από την έναρξή της μέχρι και την περάτωσή της, δηλαδή ανάγονται στην προδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης (στις προπαρασκευαστικές πράξεις αυτής), στην κατάσχεση, στη συντήρηση του κατασχεθέντος πράγματος, στον πλειστηριασμό και στην κατάταξη των δανειστών, ήτοι όλες οι δαπάνες που είναι αναγκαίες για τη διεξαγωγή της όλης εκτελεστικής διαδικασίας από τα πρώτα έξοδα, όπως η λήψη απογράφου, η έκδοση αντιγράφου του απογράφου, η δαπάνη για τη σύνταξη και επίδοση επιταγής προς εκτέλεση και η αμοιβή δικηγόρου για τη σύνταξή της, τα έξοδα για την επιβολή αναγκαστικής κατάσχεσης κ.ο.κ μέχρι την αποπεράτωσή της, ήτοι τα έξοδα για την ολοκλήρωση του πλειστηριασμού με τη σύνταξη της οικείας εκθέσεως και κατακυρώσεως (ΑΠ1100/1996, ΑΠ590/1991, ΑΠ979/1972), αλλά και όσα προκύπτουν ως τη σύνταξη και κοινοποίηση του πίνακα, ενόψει του ότι η έννοια της τελευταίας πράξεως της εκτέλεσης εκλαμβάνεται εν προκειμένω ευρύτερα, θεωρείται δηλαδή ότι περιλαμβάνει και τις διαδικαστικές πράξεις που θα επακολουθήσουν ως συνέπεια της συντάξεως της κατακυρωτικής εκθέσεως.
Αντίθετα, δεν περιλαμβάνονται τα έξοδα που έγιναν προς το αποκλειστικό συμφέρον είτε του επισπεύδοντος (όπως τα έξοδα για τη δικαστική επιδίωξη της απαιτήσεως του επισπεύδοντος και για την απόκτηση εκτελεστού τίτλου) είτε των αναγγελθέντων δανειστών, ούτε επίσης όσα έγιναν από υπαιτιότητα του επισπεύδοντος (ΑΠ 1056/2021,ΑΠ941/2019, ΑΠ1074/2015, ΑΠ 300/2013).
Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 72 παρ. 1 ν. 4194/2013, που εφαρμόζεται εν προκειμένω, ως εκ του χρόνου επίδοσης της επιταγής προς εκτέλεση μετά τις 27.9.2013, (ημερομηνία έναρξης ισχύος του νέου Δικηγορικού Κώδικα), «για τη σύνταξη της επιταγής προς εκτέλεση τίτλων εκτελεστών, η αμοιβή του δικηγόρου ορίζεται στο σύνολο της δικαστικής δαπάνης, όπως αυτή επιδικάστηκε από το δικαστήριο». Από τη γραμματική διατύπωση της παραπάνω διάταξης, προκύπτει ότι ο νομοθέτης στόχευε να καθορίσει την εν λόγω αμοιβή ως διακριτό κονδύλιο στην επιταγή προς πληρωμή, το οποίο «ορίζεται» στο σύνολο της επιδικασθείσας δικαστικής δαπάνης. Η ατυχής διατύπωση η οποία μπορεί να εκληφθεί είτε ως «ισούται με» είτε «έχει όριο το» δεν διασαφηνίζεται από την αιτιολογική έκθεση του ν. 4194/2013, στην οποία αναφέρεται ότι «η αμοιβή του δικηγόρου ορίζεται ελεύθερα με γραπτή συμφωνία με τον εντολέα του ή τον αντιπρόσωπό του Ο γραπτός τύπος δεν είναι συστατικός της συμφωνίας, αλλά αποδεικτικός. Δεν υπάρχουν όρια αμοιβής είτε προς τα κάτω είτε προς τα πάνω. Φυσικά και ισχύουν οι γενικές διατάξεις του Αστικού Κώδικα… Στην περίπτωση που δεν έχει επιτευχθεί γραπτή συμφωνία εφαρμόζονται οι διατάξεις του Κώδικα. Οι σχετικές ρυθμίσεις ανταποκρίνονται ως προς τη δομή τους στις αντίστοιχες κωδίκων δικηγόρων άλλων Ευρωπαϊκών Χωρών… Προβλέπεται η δικαστική εκκαθάριση εξόδων και δικηγορικής αμοιβής από τα δικαστήρια, το δικαίωμα επίσχεσης εγγράφων μέχρι την πλήρη εξόφληση των δαπανών και της αμοιβής των δικηγόρων, καθώς και η αντίστοιχη δικαστική προστασία των αμοιβών δικηγόρων». Η ρύθμιση, υπό την εκδοχή εξομοίωσης της δικαστικής δαπάνης προς τη νόμιμη δικηγορική αμοιβή προκαλεί επιπλοκές η οποίες έχουν επισημανθεί από τη θεωρία (Γιαννόπουλος, Η δικηγορική αμοιβή κατά το νέο Κώδικα Δικηγόρων και τη δικονομική προστασία της, 2016, σ. 289-295, Μάζης, σε Κεραμευ/Κονδύλη/Νίκα, Ερμηνεία ΚΠολΔ 2 (2021), αρ. 924, αριθ. 11, Χατζηιωάννου, ΝοΒ 2015, 1210-1211, Σταματόπουλος Σ. ΕλΔνη 2018, 389) και ήδη απασχολούν τη νομολογία (ΕφΘες 187/2018 ΝΟΜΟΣ, ΕφΘες 22/2020, ΕλΔνη 220, 790, ΕφΠειρ 174/2022, ΝΟΜΟΣ αντιθ ΕφΘες 531/2022, ΕφΑΘ 1538/2019).
Η ερμηνεία της διατάξεως υπέρ της εξίσωσης δικηγορικής αμοιβής της επιταγής προς εκτέλεση με τη δικαστική δαπάνη, η οποία ως έξοδο εκτέλεσης, επιβαρύνει καταρχήν τον επισπεύδοντα, (932 ΚΠοΔ) και τελικά επιβαρύνει το πλειστηρίασμα (975 ΚΠολΔ), λειτουργεί τόσο σε βάρος του οφειλέτη, αλλά κυρίως, σε βάρος του δικαιώματος του δανειστή, αφού σε ακραίες περιπτώσεις δεν αποκλείεται να λειτουργεί ως περιορισμός στο δικαίωμα παροχής έννομης προστασίας με τη μορφή της αναγκαστικής εκτέλεσης, ενώ σε κάθε περίπτωση επιβαρύνει το πλειστηρίασμα.
Η εξισορρόπηση δικαιωμάτων δανειστή και οφειλέτη στο πλαίσιο της εκτελεστικής διαδικασίας, ελέγχεται μέσω της αρχής της αναλογικότητας όπως αυτή κατοχυρώνεται στα άρθρα 25§1 Σ/2001, η οποία συνιστά γενική αρχή του δικαίου για τον έλεγχο περιορισμών ατομικών δικαιωμάτων υπό τρία κριτήρια καταλληλότητα, αναγκαιότητα και αναλογικότητα υπό τη στενή έννοια (ήτοι η εφαρμογή και ερμηνεία του νόμου από το Δικαστή πρέπει να είναι: α) πρόσφορη για την επίτευξη του σκοπού που επιδιώκεται με αυτήν, β) αναγκαία για την επίτευξη του εν λόγω σκοπού, με την έννοια ότι το αυτό αποτέλεσμα δεν μπορεί να επιτευχθεί με ένα ανώδυνο ή ηπιότερο μέσο και γ) αναλογική εν στενή έννοια, δηλαδή να τελεί σε εσωτερική αλληλουχία προς τον επιδιωκόμενο σκοπό, ώστε η αναμενόμενη ωφέλεια να μην είναι ποιοτικά και ποσοτικά κατώτερη από τη βλάβη που προκαλείται (ΟλΑΠ 5/2013, ΟλΑΠ 271/2008) Αν και η λειτουργία της αρχής απευθύνεται κυρίως στο νομοθέτη, κατά την ΟλΑΠ 6/2009 (ΕλΔνη 2009, 91επ), στις σχέσεις ιδιωτών η παραβίασή της μπορεί να αφορά περιπτώσεις όπου ο νομοθέτης έχει θεσπίσει υπέρμετρους περιορισμούς ατομικών δικαιωμάτων. Ομοίως η ΟλΑΠ 9/2015 (ΕφΑΔ 2016, 139) επιβεβαίωσε ότι η αρχή επενεργεί σε κάθε είδους κρατική δραστηριότητα, απευθύνεται λοιπόν και στο Δικαστή που οφείλει… κατά την ερμηνεία και την εφαρμογή των διατάξεων της κοινής νομοθεσίας που άπτονται των δικαιωμάτων αυτών (θεμελιωδών δικαιωμάτων) να προστρέχει στο κρίσιμο για την όλη έννομη τάξη της συνταγματικής αρχής της αναλογικότητας. Η αναγκαστική εκτέλεση δε αποτελεί συνταγματικά κατοχυρωμένη μορφή έννομης προστασίας (ΟλΑΠ 21/2001, ΕλΔνη 2002, 83 επ) που για την παροχή της το κράτος εισέρχεται στον χώρο (των επίσης συνταγματικά κατοχυρωμένων) ατομικών δικαιωμάτων του οφειλέτη προκειμένου να ικανοποιηθεί ο δανειστής. Ήδη με την ΟλΑΠ 8/2021 (ιστοσελίδα ΑΠ) το Ανώτατο Ακυρωτικό, επιβεβαίωσε ειδικά επί του ζητήματος των αμοιβών των δικηγόρων, την εφαρμογή της αρχής, αναλογικότητας κατά την ερμηνεία, άλλης διατάξεως (άρθρο 63 ν.4194/2013) περί αμοιβών του Κώδικα Δικηγόρων, θέτοντας ως βάση ιστορικά, τελολογικά κριτήρια, αναδεικνύοντας την λογική ανακολουθία και τα ανεπιεική αποτελέσματα που προκύπτουν από τη μη εφαρμογή της αρχής, ακόμη και επί σαφών κανόνων. Στην ερμηνεία του το ακυρωτικό ανέδειξε ως κριτήρια ερμηνείας σε σχέση με την κατάργηση του καθορισμού των κατώτατων αμοιβών υπό το νέο ΚωδΔικ, την εξισορρόπηση σε σχέση με τους περιορισμούς στην ελευθερία της εγκατάστασης και ελεύθερης κυκλοφορίας υπηρεσιών, που συνεπάγεται ένα τέτοιο σύστημα εντός της ΕΕ και των κανόνων που απορρέουν από το Ενωσιακό Δίκαιο και τη νομολογία του ΔΕΕ (Απόφαση 05-12-2006, ………. , υπόθεση C-94/04), την εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος της προστασίας της αξιοπρέπειας του δικηγορικού επαγγέλματος, της ευρυθμίας του συστήματος απονομής της δικαιοσύνης, αλλά και της ποιότητας των παρεχομένων, από τους δικηγόρους, στους πολίτες, δικηγορικών υπηρεσιών, προς τη Συνταγματική Αρχή της αναλογικότητας (άρθρ. 25 παρ. 1). Η ερμηνεία, με δεδομένη της προβληματική διατύπωση της διατάξεως, του άρθρου 72 ΚωδΔικ, δεν μπορεί παρά να διέπεται από τα ίδια κριτήρια, έχει όμως την ιδιαιτερότητα ότι αφορά καθορισμό αμοιβής στο πεδίο της εκτελεστικής διαδικασίας, σε πεδίο δηλαδή τριμερούς σχέσεως κράτους-δανειστή -οφειλέτη. Με τη θέσπισή της, υπό το πλαίσιο που προσδιορίζει η ΟλΑΠ 8/2021, ο νομοθέτης εκφράζει καταρχήν εμπιστοσύνη στο δικηγορικό σώμα, θεσπίζοντας όμως ένα (διευρυμένο ούτως ή άλλως) όριο, κατά την ακολουθούμενη από την παρούσα εκδοχή, σε ένα πεδίο που λόγω των αντικρουόμενων συμφερόντων απαιτεί παρέμβαση. Η εκδοχή της ερμηνείας ότι η διάταξη θεσπίζει όριο και όχι ότι ισούται με τη δικαστική δαπάνη, είναι συμβατή με τα παραπάνω κριτήρια και λειτουργεί εξισορροπητικά στο πλαίσιο των αντικρουόμενων συμφερόντων στην τριμερή σχέση δανειστή, οφειλέτη και κράτους στο πεδίο της αναγκαστικής εκτέλεσης, λαμβάνοντας υπόψη και το γεγονός ότι στο πεδίο της εκτέλεσης υπερβολικό ύψος εξόδων λειτουργεί ως περιορισμός του δικαιώματος (20Σ). Αντίθετη ερμηνεία οδηγεί σε ανακόλουθα και ανεπιεική αποτελέσματα όπως ενδεικτικά στην περίπτωση που αποσυνδέεται η δικαστική δαπάνη από την έκβαση της δίκης (177, 185 ΚΠολΔ) ή όταν εκ του είδους του τίτλου δεν υπάρχει διάταξη περί δικαστικής δαπάνης (όπως επί συμβολαιογραφικών εγγράφων). Η μεταφορά εξάλλου ως εξόδου εκτελέσεως, εξόδων άσχετων με το δικηγορικό έργο, που προκύπτουν κατά την εκκαθάριση της δικαστικής δαπάνης (189 ΚΠολΔ), θέτει ζητήματα ανυπαρξίας σύνδεσης της αμοιβής με συγκεκριμένο δικαιολογητικό λόγο επιβολής, γεγονός που την καθιστά κατά το μέρος αυτό αναιτιολόγητη. Οι πράξεις εκτελέσεως που παραβιάζουν την αρχή της αναλογικότητας θα πρέπει, κατά τις αρχές του δικονομικού μας συστήματος (951 § 2 ΚΠολΔ να κηρύσσονται άκυρες μετά από ανακοπή (933 ΚΠολΔ βλ. αναλυτικά για τη λειτουργία της αρχής της αναλογικότητας Π. Γέσιου-Φαλτσή, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως, Γενικό Μέρος, Β εκδ (2017), § 9, 141 επ, 177, 182-184) .
Για την αμοιβή επομένως για σύνταξη επιταγής, η οποία υπό το ισχύον δίκαιο ρυθμίζεται με το άρθρο 72 Κωδ Δικ, η αυξομείωσή της, κατ ’ εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας στο πλαίσιο σχετικού λόγου ανακοπής, μπορεί να επιτυγχάνεται με βάση τα κριτήρια του άρθρου 58§5 ΚωδΔικ, (Π. Γέσιου-Φαλτσή, ό.π, § 29, σ. 501, Γιαννόπουλος, Η δικηγορική αμοιβή (2016), 289 επ), Κατά τον ίδιο τρόπο άλλωστε, με αντίστροφο σκεπτικό (περί μη εφαρμογής του κατώτατου ορίου δικηγορικής αμοιβής) είχε διαμορφωθεί νομολογία σε σχέση με το άρθρο 98§ 1 του προϊσχύοντος ΚωδΔικ (ΑΠ 551/2005, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 450/2006, ΧρΙδΔ 2006, 616, ΕφΑΘ 1334/2003, ΕλΔνη 2003, 1416). Επομένως, εφόσον η αμοιβή του άρθρου 72 κριθεί υπέρογκη (58 παρ 5β), κατ`εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας, και ελλείψει πραγματικών στοιχείων δεν μπορούσε να έχει αξιολογηθεί αλλιώς από το δικηγόρο (ήτοι κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 58§1-§4) ο δικαστής ή το δικαστήριο και αυτεπάγγελτα μπορεί να προσδιορίσει τη νόμιμη αμοιβή με βάση το ποσό που έπρεπε να ζητηθεί με την αγωγή (εν προκειμένω με την επιταγή), είτε κατά την εκτίμηση του είτε λόγω περιορισμού του αιτήματος της (επιταγής) αγωγής κατά συμμόρφωση του δικηγόρου προς έγγραφη εντολή του εντολέα του ή του αντιπροσώπου του. Τα κριτήρια της § 5 εδ. α του άρθρου 58 ΚωδΔικ, για ζητήματα αυξήσεως αμοιβών, απηχούν την αρχή της αναλογικότητας, οι δε § 1 και § 3 του ίδιου άρθρου οι οποίες καθιερώνουν προτεραιότητα των συμφωνιών αμοιβής δικηγόρου, καταρρίπτουν την υποστηριχθείσα άποψη περί αποκλειστικότητας και υποχρεωτικότητας της αμοιβής ίσης με το ύψος της δικαστικής δαπάνης στο άρθρο 72, η οποία μόνο ως όριο, ως εξισσοροπητικός των αμοιβών του άρθρου 58 κανόνας (ιδίως της § 1) μπορεί είναι νοητός, λόγω των αντικρουόμενων συμφερόντων της εκτελεστικής διαδικασίας.
Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 924 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι η επιταγή με την οποία αρχίζει η αναγκαστική εκτέλεση πρέπει να περιέχει σύντομη μνεία του οφειλομένου ποσού, χωρίς να είναι ανάγκη να εκτίθεται το ιστορικό κάθε κονδυλίου. Ειδικότερα, αρκεί να προκύπτει από την επιταγή η αιτία της απαίτησης, η οποία κατ ’ αρχήν, θα προκύπτει από το αντίγραφο του τίτλου, κάτω από το οποίο γράφεται η επιταγή, καθώς και η οφειλή κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα. Εφόσον έχει γίνει ο διαχωρισμός αυτός, η επιταγή παρουσιάζει πληρότητα και απόκειται στον οφειλέτη να ισχυριστεί και να αποδείξει την απόσβεση της απαίτησης, ή την ανακρίβεια των κονδυλίων, ή τον εσφαλμένο υπολογισμό, ή το παράνομο των τόκων. Αν η επιταγή δεν περιέχει τα προαναφερόμενα στοιχεία, επέρχεται ακυρότητα που κηρύσσεται από το δικαστήριο, εφόσον, από την αοριστία της επιταγής προκαλείται στον οφειλέτη δικονομική βλάβη, που δεν μπορεί να επανορθωθεί με άλλο τρόπο, παρά μόνο με την κήρυξη της ακυρότητας (ΑΕΙ 1469/2000, ΕΕΝ 2002, 273, ΕφΑΘ 538/2018 ΝΟΜΟΣ. Η ακυρότητα δε αυτή επέρχεται ως προς το αντίστοιχο ελαττωματικό μέρος της διαδικαστικής πράξης, η οποία, όμως, δεν πλήττει την επιταγή στο σύνολο της, αλλά μόνο κατά το ελαττωματικό μέρος. Συνεπώς, κατά το υπόλοιπο μέρος η επιταγή παραμένει έγκυρη και η μερική ακυρότητά της δεν επιφέρει ακυρότητα των λοιπών πράξεων της εκτελεστικής διαδικασίας που έχουν τυχόν ακολουθήσει (ΑΠ 310/1992 Δ. 1992. 813, ΕφΠειρ 911/1994 Δ/νη 1995. 672). Ειδικότερα, άκυρη είναι η επιταγή, εφόσον η δικαστική δαπάνη ορίζεται γενικά για αμοιβή δικηγόρου, σύνταξη επιταγής, για το απόγραφο, το αντίγραφο εξ απογράφου κλπ. , χωρίς να διευκρινίζει αναλυτικά το ποσό για την καθεμία από τις παραπάνω δαπάνες, διότι δεν δύναται να κριθεί η νομιμότητα των επί μέρους κονδυλίων και δεν καθίσταται δυνατή η άμυνα του καθού η εκτέλεση ως προς καθένα εξ αυτών (ΕφΑΘ 538/2018, ο.π, ΕφΔυτΜακ 73/2015, ΝΟΜΟΣ). Τέλος, με την υ.α 76297/2017 (ΦΕΚ Β 2346/30.10.2015 όπως διορθώθηκε με την υ.α 21798/11.3.2016 (ΦΕΚ Β) 709/16.3.2016 η αμοιβή των δικαστικών επιμελητών καθορίζεται για κάθε μία επίδοση δικογράφου ή οποιουδήποτε άλλου εγγράφου και τη σύνταξη της σχετικής έκθεσης σε τριάντα πέντε (35 ευρώ) για τη ζώνη Α, δηλαδή για επιδόσεις σε απόσταση από 0 έως 10 χλμ από την έδρα του δικαστικού επιμελητή [82/2024 ΕΦ ΠΑΤΡΩΝ (ΜΟΝ)].
Ναταλία Κ. Νεραντζάκη, δικηγόρος
info@efotopoulou.gr