Δικηγορικό Γραφείο Ευγενίας Α. Φωτοπούλου
Βασιλίσσης Σοφίας 6 Αθήνα 106 74
Τηλέφωνο: 210 36 24 769, 211 7 80 80 80
210 30 09 019
Email: info@efotopoulou.gr

Φέρει ευθύνη το πιστωτικό ίδρυμα σε περίπτωση παράλειψης δήλωσης στο πλαίσιο κατάσχεσης εις χείρας τρίτου;

Αποτελεί συχνό φαινόμενο τα πιστωτικά ιδρύματα, σε περίπτωση κατάσχεσης εις χείρας τρίτου,  να παραλείπουν να υποβάλουν ως τρίτος δήλωση έστω και αρνητική. Η παράλειψή τους αυτή βάσει του άρθρου 985 παρ. 3 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας ερμηνεύεται νομοθετικά ως αρνητική δήλωση. Ειδικότερα, ο νομοθέτης στο εν λόγω άρθρο προβλέπει ότι: «1. Μέσα σε οκτώ (8) ημέρες αφότου του επιδοθεί το κατασχετήριο, ο τρίτος οφείλει να δηλώσει αν υπάρχει η απαίτηση που κατασχέθηκε, αν έχει στα χέρια του το κατασχεμένο πράγμα και αν επιβλήθηκε στα χέρια του άλλη κατάσχεση και συνάμα να αναφέρει ποιος την επέβαλε και για ποιο ποσό. Όταν η κατάσχεση επιβάλλεται στα χέρια πιστωτικού ιδρύματος, αυτό θα πρέπει να δηλώσει, αν υφίσταται στα χέρια του ακατάσχετη απαίτηση κατά την έννοια των περ. γ΄, δ΄ και ζ΄ της παρ. 2 του άρθρου 982.{…..}3. Η παράλειψη της δήλωσης εξομοιώνεται με αρνητική δήλωση. Αν η δήλωση παραλειφθεί ή είναι ανακριβής, ο τρίτος ευθύνεται να αποζημιώσει αυτόν που επέβαλε την κατάσχεση».

Σύμφωνα με την ανωτέρω διάταξη προκύπτει ότι όταν ο τρίτος είναι πιστωτικό ίδρυμα θα πρέπει να δηλώσει και αν υφίσταται ακατάσχετη απαίτηση σύμφωνα με το άρθρο 982 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας.  Η απόφαση 18/2017 του Εφετείου Πειραιά (Ναυτικό τμήμα) έχε δεχτεί ότι : «Από τις προαναφερόμενες διατάξεις, που καθιερώνουν το απόρρητο των εν γένει καταθέσεων σε Ελληνικές Τράπεζες, δεν προκύπτει ότι θεσπίσθηκε και το ακατάσχετο των αντιστοίχων, από τις καταθέσεις αυτές, απαιτήσεων, γιατί οι διατάξεις αυτές αναφέρονται αποκλειστικώς και μόνο στο απόρρητο των τραπεζικών καταθέσεων και όχι στη δυνατότητα ή μη κατασχέσεώς τους. Με την κατάσχεση ενασκείται δικαίωμα, για την ικανοποίηση του δε πρέπει να τηρηθεί η προβλεπόμενη στον ΚΠολΔ διαδικασία, στην οποία περιλαμβάνεται και η δήλωση του τρίτου (της Τράπεζας) σχετικά με την ύπαρξη της απαίτησης. Η δήλωση αυτή αποτελεί συνεπώς δικονομική υποχρέωση της Τράπεζας, απορρέουσα από την κατάσχεση για την ικανοποίηση του κατασχόντος δανειστή, η οποία διαφορετικά θα ματαιωνόταν. {……} Τυχόν άρνηση της τράπεζας να προβεί στη δήλωση αυτή ή παράλειψη δηλώσεως εκ μέρους της, εντός της οριζόμενης οκταήμερης προθεσμίας, θεωρούμενη ως αρνητική της υπάρξεως της καταθέσεως δήλωση, είναι δεκτική ανακοπής, σύμφωνα με το άρθρο 986 ΚΠολΔ, που προϋποθέτει δήλωση κατά το προηγούμενο άρθρο 985 (ΟλΑΠ 19/2001 Νο62002, 685, ΕφΛαρ 379/2003, ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ 2003, σ.417) {………}η τράπεζα δε υποχρεούται να προβεί, σε κάθε περίπτωση, σε δήλωση κατά το άρθρο 985 ΚΠολΔ εντός της οριζόμενης στον νόμο προθεσμίας για την ύπαρξη της κατάθεσης, δηλαδή διαθεσίμων κεφαλαίων (αν υπάρχουν) στο ύψος για το οποίο γίνεται η κατάσχεση, όχι πλέον αυτού, ή αν είναι μικρότερο, ποιο είναι αυτό, πληροφορώντας συγχρόνως το δανειστή σαφώς και συγκεκριμένα για την έννομη σχέση της με τον καταθέτη{……}Ειδικά, η κατάσχεση στα χέρια τράπεζας ως τρίτης έχει ρυθμισθεί ειδικότερα με τα άρθρα 87 – 94 του ν.δ. της 17ης Ιουλίου/13ης Αυγούστου 1923 «περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιριών», του οποίου η ισχύς διατηρήθηκε με το άρθρο 52 αρ.3 ΕισΝΚΠολΔ. Συμπληρωματικά εφαρμόζονται οι γενικές ρυθμίσεις των άρθρων 982 επ. ΚΠολΔ, που ισχύουν άμεσα, όπου υπάρχουν κενά, σύμφωνα με τα άρθρα 42 παρ.3 και 53 παρ.2 ν.δ. 1923 ».

Βάσει της ως άνω απόφασης, το πιστωτικό ίδρυμα  ενέχει τη δικονομική υποχρέωση να υποβάλει τη δήλωση τρίτου, η οποία πρέπει να περιλαμβάνει σύμφωνα με το νόμο και πιθανή ύπαρξη ακατάσχετης απαίτησης. Σε περίπτωση που το πιστωτικό ίδρυμα παραλείψει να υποβάλει τη δήλωση αυτή και λόγω της παράλειψης αυτής ο επισπεύδων δανειστής ζημιωθεί, τότε προβλέπεται από την παρ.3 του άρθρου 985 του Κώδικα Πολιτικής, η δυνατότητα από τον επισπεύδοντα δανειστή να ζητήσει αποκατάσταση της ζημίας του μέσω αγωγής αποζημίωσης αποδεικνύοντας τόσο τη ζημία του, όσο και την αιτιώδη συνάφεια λόγω της παράλειψης δήλωσης του πιστωτικού ιδρύματος. Βάσει του άρθρου 986 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας είναι δυνατό να ασκηθεί ανακοπή  κατά της δήλωσης. Τις δυνατότητες αυτές του επισπεύδοντα δανειστή έχει αναγνωρίσει και η απόφαση 448/2016 του Αρείου Πάγου, η οποία αφορούσε αναίρεση ασκηθείσα κατά Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρείας. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την απόφαση έγινε δεκτό ότι: «όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το ως εφετείο δικάσαν Μονομελές Πρωτοδικείο Σπάρτης, κατ` αποδοχή της εφέσεως της αναιρεσίβλητης, εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση του Ειρηνοδικείου Σπάρτης και απέρριψε την εκ του άρθρου 985 παρ. 3 ΚΠολΔ αγωγή αποζημιώσεως της αναιρεσείουσας, με την οποία η τελευταία επικαλούμενη αφ` ενός μεν παράλειψη της αναιρεσίβλητης τράπεζας, στα χέρια της οποίας ως τρίτης είχε επιβάλλει νομίμως κατάσχεση, ως έχουσα εκτελεστό τίτλο κατά της οφειλέτιδάς της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία …, να υποβάλει εντός της προβλεπόμενης από το νόμο προθεσμίας τη δήλωση του άρθρου 985 ΚΠολΔ και αφ` ετέρου παραπλανητική συμπεριφορά των αρμοδίων υπαλλήλων της που την απέτρεψαν να ασκήσει εμπροθέσμως ανακοπή κατά της αρνητικής κατά πλάσμα δηλώσεως, ζήτησε την καταψήφιση της αναιρεσίβλητης στην καταβολή ισόποσης με το κατασχεθέν ποσό αποζημίωσης και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης». Στην απόφαση αυτή, ο Άρειος Πάγος δέχτηκε την αναίρεση με την αιτιολογία ότι: «η υπό κρίση αγωγή, η οποία αποτελεί αυτοτελή αγωγή αποζημιώσεως λόγω παράλειψης υποβολής της δήλωσης τρίτου, είναι απαράδεκτη, … καθώς η απώλεια της προθεσμίας για άσκηση ανακοπής, έχει ως αποτέλεσμα την έκπτωση της ενάγουσας και ήδη εφεσίβλητης, από το δικαίωμα να αμφισβητήσει την ειλικρίνεια της δήλωσης (καθώς η παράλειψη ισοδυναμεί με αρνητική δήλωση) και να απαιτήσει αποζημίωση. Εξάλλου, ναι μεν η παράλειψη υποβολής δήλωσης γεννά δικαίωμα αποζημίωσης …, η οποία μπορεί να ζητηθεί και με αυτοτελή αγωγή, χωρίς να είναι προϋπόθεση να έχει προηγηθεί η άσκηση της σχετικής ανακοπής ή να σωρεύεται υποχρεωτικά με αυτήν… Πλην όμως εάν έχει ήδη απολεσθεί η προθεσμία άσκησης της σχετικής ανακοπής, επέρχεται έκπτωση από το δικαίωμα αποζημιώσεως. Διαφορετικά και συνεπώς εσφαλμένα έκρινε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο απέρριψε την ένσταση απαραδέκτου που προέβαλε η εναγομένη και ήδη εκκαλούσα, θεωρώντας ότι εφόσον δεν είναι προϋπόθεση η άσκηση της ανακοπής για την άσκηση αγωγής αποζημίωσης, παραδεκτώς ασκείται αυτή αυτοτελώς ακόμη και μετά την απώλεια της προθεσμίας της ανακοπής…”. Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το δικαστήριο της ουσίας παραβίασε, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη, με εσφαλμένη μη εφαρμογή τις εφαρμοστέες εν προκειμένω ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 985 παρ. 3 ΚΠολΔ και 914, 932 ΑΚ».

Από τα ως άνω προκύπτει, ότι ως τρίτη η τράπεζα οφείλει να υποβάλει δήλωση. Η υποχρέωσή της αυτή είναι δικονομική, σύμφωνα με την απόφαση 18/2017 του Εφετείου Πειραιά (Ναυτικό Τμήμα). Σε περίπτωση μη υποβολής δήλωσης, η οποία βάσει του άρθρου 985 παρ.3 ερμηνεύεται ως αρνητική ή λόγω ανακρίβειας της υποβληθείσας δήλωσης είναι δυνατή η άσκηση ανακοπής και η άσκηση αγωγής αποζημίωσης, εφόσον αποδειχθεί η ζημία του επισπεύδοντος δανειστή και η απαιτούμενη αιτιώδη συνάφεια της ζημίας με την παράλειψη δήλωσης ή την ανακρίβεια αυτής.

Χαρά Ζούκα, δικηγόρος

info@efotopoulou.gr

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ

Το email σας δεν θα δημοσιευτεί