Η αρχή της χρηστής διοίκησης και η αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του διοικουμένου στη Δημόσια Διοίκηση
Βάσει της αρχής της νομιμότητας, η οποία θεμελιώνεται στην αρχή του κράτους δικαίου (ΣτΕ 95/2017), η διοίκηση οφείλει να υποτάσσεται στο νόμο και να είναι εναρμονισμένη προς το σύνολο των κανόνων δικαίου της έννομης τάξης. Σύμφωνα με τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, η γενική έννοια του κράτους δικαίου συνίσταται στην πραγμάτωση του δικαίου στην Πολιτεία, που πρωτίστως επιτυγχάνεται με τη διαφύλαξη του κύρους του νόμου.[1] Η δε αρχή του σεβασμού και της προστασίας της αξίας του ανθρώπου επιβάλλει στα κρατικά όργανα της νομοθετικής, εκτελεστικής, δικαστικής εξουσίας την υποχρέωση να εξασφαλίζουν υπέρ των διοικουμένων, την πιστή εφαρμογή των νόμων, καθώς και τον σεβασμό και την προαγωγή με κάθε πρόσφορο μέσο της εμπιστοσύνης των διοικουμένων στο νόμο και γενικά στην έννομη τάξη, την ύπαρξη της οποίας εγγυάται η αποτελεσματική λειτουργία των κρατικών υπηρεσιών επιβολής και εφαρμογής του νόμου (ΣτΕ 3500/2009[2]). Η αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του διοικουμένου αποτελεί μία από τις θεμελιώδεις αρχές που πηγάζει από το κράτος δικαίου και την ασφάλεια δικαίου. Βάσει της αρχής αυτής, ο διοικούμενος λόγω της σταθερότητας ορισμένης νομικής κατάστασης που τον αφορά, έχει την εύλογη πεποίθηση ότι η κατάσταση αυτή θα συνεχιστεί με τις ευμενείς για αυτόν μακροπρόθεσμες συνέπειες. Ως έννοια, η αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του διοικουμένου συσχετίζεται με την αρχή της χρηστής διοίκησης, της καλής πίστης, την αρχή της αναλογικότητας, αλλά και την αρχή της νομιμότητας. Οι προαναφερθείσες αρχές, όπως και η αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης αποτελούν προϊόν νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ 1992/2016, 1741/2015) και έχουν συμπληρωματικό χαρακτήρα, όταν δεν υπάρχει σχετικός κανόνας δικαίου[3]. Η ελληνική έννομη τάξη έχει δεχτεί ότι στους κανόνες του διοικητικού δικαίου περιλαμβάνονται και γενικές αρχές, όπως οι ανωτέρω, οι οποίες δεν είναι μεν διατυπωμένες σε συγκεκριμένο συνταγματικό ή νομοθετικό κείμενο, προκύπτουν όμως από το σύνολο της νομοθεσίας και ρυθμίζουν ορισμένα θέματα της οργάνωσης και της λειτουργίας των διοικητικών οργάνων. Τις γενικές αρχές επικαλούνται οι αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας, αλλά και οι αποφάσεις των υπολοίπων διοικητικών δικαστηρίων στη μείζονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, όταν δεν υπάρχει συγκεκριμένη διάταξη, που να εφαρμόζεται επί του συγκεκριμένου θέματος.[4]
Αντίστοιχα, η αρχή της χρηστής διοίκησης, η οποία έχει νομολογιακή προέλευση από το Συμβούλιο της Επικρατείας (ΣτΕ 31/2020), ορίζεται ως η αρχή που επιβάλλει στα διοικητικά όργανα να ασκούν τις αρμοδιότητές τους σύμφωνα με το αίσθημα δικαίου που επικρατεί, ώστε κατά την εφαρμογή των σχετικών διατάξεων να αποφεύγονται οι ανεπιεικείς και απλώς δογματικές ερμηνευτικές εκδοχές και να επιδιώκεται η προσαρμογή των κανόνων δικαίου προς τις επικρατούσες κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες και απαιτήσεις, καθώς και οι αρχές της αναλογικότητας, της φανερής Διοίκησης και της προστατευόμενης δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του διοικουμένου[5].
Σχετικά με την παραβίαση της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του διοικουμένου και ακολούθως της χρηστής διοίκησης έχει κρίνει το Συμβούλιο της Επικρατείας στην απόφαση με αριθμό 2624/2015. Στην εν λόγω απόφαση, η οποία πραγματευόταν την εύλογη πεποίθηση της διοικουμένης ότι το Πανεπιστήμιο θα δεχτεί λόγω πάγιας πρακτικής του εκπρόθεσμη αίτηση υποψηφιότητας απεφάνθη ότι: «Παρέκκλιση από την ανωτέρω ανατρεπτική προθεσμία συγχωρείται όμως στην περίπτωση που, λόγω πάγιας διοικητικής πρακτικής του οικείου Α.Ε.Ι., η προθεσμία αυτή παρατείνεται για ορισμένο χρονικό διάστημα, με αποτέλεσμα να έχει δημιουργηθεί ευλόγως στους υποψηφίους η δικαιολογημένη πεποίθηση περί του ότι είναι εμπρόθεσμη η υποβολή της αιτήσεώς τους εντός της άτυπης αυτής παρατάσεως της προθεσμίας. Και τούτο, διότι το οικείο Α.Ε.Ι., που τηρεί από πολλών ετών την πρακτική αυτή και μάλιστα έχει ενημερώσει τον ενδιαφερόμενο για την παράταση της προθεσμίας, δεν μπορεί, εν όψει και των αρχών της χρηστής διοικήσεως, ακολούθως, να μεταβάλει άποψη ως προς τη νομιμότητα της συμπεριφοράς που έχει το ίδιο υποδείξει και να θεωρήσει ως εκπροθέσμως υποβληθείσα την αίτηση του υποψηφίου (πρβλ. ΣτΕ 3173/2014, 2655/2011, 2717/2007, 290/2004, 1551/2002, 625/1996, 3278/1992 Ολομ. κ.ά.)».
Χαρά Ζούκα, Δικηγόρος
info@efotopoulou.gr
[1] Επαμεινώνδας Σπηλιωτόπουλος, Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου, Εκδ.2017, Νομική Βιβλιοθήκη, σελ.75
[2] Επαμεινώνδας Σπηλιωτόπουλος, όπως ως άνω σελ. 76
[3] Επαμεινώνδας Π. Σπηλιωτόπουλος, Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου,, 15η Εκδ. ΝΟΜΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ, σελ. 57
[4] Επαμεινώνδας Σπηλιωτόπουλος, ό.π, σελ. 59
[5] Επαμεινώνδας Σπηλιωτόπουλος, όπως ως άνω σελ. 84