Οι δικονομικές προθεσμίες διέπονται αποκλειστικά και μόνο από τις διατάξεις των άρθρων 144 έως 151 ΚΠολΔ και όχι από τις αντίστοιχες περί παραγραφής και αποσβεστικών προθεσμιών διατάξεις των άρθρων 247 έως 280 ΑΚ
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 263 ΑΚ, προβλέπεται ότι: «Κάθε παραγραφή που διακόπηκε με την έγερση της αγωγής θεωρείται σαν να μη διακόπηκε, αν ο ενάγων παραιτηθεί από την αγωγή ή η αγωγή απορριφθεί τελεσίδικα για λόγους μη ουσιαστικούς. Αν ο δικαιούχος εγείρει και πάλι την αγωγή μέσα σε έξι μήνες, η παραγραφή θεωρείται ότι έχει διακοπεί με την προηγούμενη αγωγή», ενώ κατά τη διάταξη του άρθρου 279 ΑΚ ορίζεται ότι: «Στις περιπτώσεις που ο νόμος ή τα μέρη τάσσουν προθεσμία μέσα στην οποία πρέπει να ασκηθεί το δικαίωμα (αποσβεστική προθεσμία) εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις για την παραγραφή».
Πλην όμως, οι διατάξεις των άρθρων 263 και 279 ΑΚ αναφέρονται στις αποσβεστικές προθεσμίες του ουσιαστικού δικαίου και όχι στις δικονομικές προθεσμίες που είναι πάντοτε αποσβεστικές. Οι δικονομικές προθεσμίες διέπονται αποκλειστικά και μόνο από τις διατάξεις των άρθρων 144 έως 151 ΚΠολΔ και όχι από τις αντίστοιχες περί παραγραφής και αποσβεστικών προθεσμιών διατάξεις των άρθρων 247 έως 280 ΑΚ.
Το κύριο χαρακτηριστικό των δικονομικών προθεσμιών συνίσταται στο ότι η παρέλευσή τους οδηγεί σε έκπτωση από την επιχείρηση της διαδικαστικής πράξης κατά το άρθρο 151 ΚΠολΔ. Η δε διάταξη του άρθρου 263 ΑΚ προϋποθέτει διακοπή της παραγραφής κατά τα άρθρα 261, 262 ΑΚ. Στις δικονομικές προθεσμίες, όμως, δεν νοείται διακοπή προθεσμίας. Ο μοναδικός αποδεκτός στο δικονομικό δίκαιο μηχανισμός για την αναβίωση απωλεσθείσας προθεσμίας είναι η επαναφορά των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση υπό τις προϋποθέσεις των άρθρων 152 επόμ. ΚΠολΔ. Όπου ο νομοθέτης θέλησε να χορηγήσει δικαίωμα για διπλή επιχείρηση διαδικαστικής πράξης το όρισε ρητά (π.χ. άρθ. 633 παρ. 2 ΚΠολΔ για τη δεύτερη προθεσμία άσκησης ανακοπής κατά της διαταγής πληρωμής).
Κατά την απολύτως, λοιπόν, κρατούσα σε θεωρία και νομολογία άποψη, η διάταξη του άρθρου 263 ΑΚ δεν εφαρμόζεται στις δικονομικές (αποσβεστικές) προθεσμίες, όπως π.χ. στην ανακοπή του πίνακα κατάταξης σύμφωνα με το άρθρο 979 ΑΚ, διότι δεν συμβιβάζεται προς τη φύση και το σκοπό που επιδιώκεται με αυτήν, που είναι η άρση της αβεβαιότητας για το κύρος της εκτέλεσης, με την ταχεία επίλυση των σχετικών με την εκτέλεση διαφορών (βλ. ΑΠ 910/2008, ΑΠ 1450/1998, ΕφΑΘ 6850/2006, ΕλλΔνη 2008.1709, ΕφΘεσ 3029/2006 Αρμ 2007.426, με σύμφωνες παρατηρήσεις Ταμαμίδη, σύμφωνη και η Θεωρία Γέσιου – Φαλτσή, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτέλεσης ΙΙα/Ειδικό Μέρος 3η έκδοση 2018, παρ.63, σημ. 630 σελ. 854). Τούτο σημαίνει ότι εάν η εμπροθέσμως ασκηθείσα ανακοπή απορριφθεί τελεσίδικα για λόγους τυπικούς, δεν συγχωρείται η άσκηση νέας εντός της ίδιας δικονομικής προθεσμίας. Αντίστοιχη θέση στη νομολογία και τη θεωρία υποστηρίζεται και για την ανακοπή του άρθ. 933 ΚΠολΔ (ΕφΑΘ 11207/1990 ΕλλΔνη 1991.1079, ΕφΑΘ 9328/1989 ΕλλΔνη 1992.370, Γέσιου-Φαλτσή Δίκαιο Αναγκαστικής εκτέλεσης Γενικό Μέρος 2η έκδοση παρ. 40 I 3 αρ. 8, Νικολόπουλος Αναγκαστική Εκτέλεση 2η έκδοση σελ. 415 σημ 449, Απαλαγάκη/Ρεντούλη σε Απαλαγάκη Ερμηνεία ΚΠολΔ 6η έκδοση, κάτω από το άρθρο 934, σελ. 2901). Έχει υποστηριχθεί, βέβαια, και η αντίθετη άποψη (Ορφανίδης, Η δυνατότητα εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 263 ΑΚ στις προθεσμίες ανακοπής Δ 2005 σελ. 795/797), η οποία, όμως, παραγνωρίζει τη λειτουργία των διαδικαστικών πράξεων και των προθεσμιών που διέπουν την άσκησή τους, η απώλεια των οποίων οδηγεί, κατά τη ρητή πρόβλεψη του άρθρου 151 ΚΠολΔ, σε έκπτωση από την επιχείρηση της διαδικαστικής πράξης, η οποία θεραπεύεται μόνο υπό τις αυστηρές προϋποθέσεις των άρθρων 152 επόμ. ΚΠολΔ. Ο λόγος για τον οποίον το δικονομικό δίκαιο ρύθμισε αυτοτελώς τις δικονομικές προθεσμίες (νόμιμες ή δικαστικές) συνίσταται στο ότι η παρέλευσή τους κατά κανόνα επιφέρει και άλλες έννομες συνέπειες, οι οποίες αφορούν συχνά πέραν των διαδίκων και τρίτους, όπως π.χ. στην αναγκαστική εκτέλεση η παρέλευση της προθεσμίας του άρθρου 934 ΚΠολΔ ισχυροποιεί αναδρομικά την πράξη εκτέλεσης και κάθε άλλη επόμενη (ΑΠ 1508/2018, ΛΓΙ 640/2017 – ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Το ίδιο ισχύει και για την άσκηση ανακοπής στην περίπτωση κατάσχεσης στα χέρια τρίτου, όπου το χρονικό όριο άσκησης ανακοπής από τον οφειλέτη συμπίπτει με την εκπνοή της προβλεπόμενης από το άρθρο 988 ΑΚ προθεσμίας, οπότε συντελείται η ex lege εκχώρηση της απαίτησης από τον κατασχόντα (ΑΠ 30/2017 – ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Η μοναδική θεραπεία, λοιπόν, που χωρεί στο δικονομικό δίκαιο είναι η εκπρόθεσμη άσκηση της διαδικαστικής πράξης και το αίτημα επαναφοράς αυτής στην προτέρα κατάσταση (ΑΠ 350/2017 -ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Μόνο εάν ο ΚΠολΔ παρέπεμπε για τον υπολογισμό των δικονομικών προθεσμιών στις οικείες διατάξεις του ΑΚ, θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι μπορούν αυτές να εφαρμοστούν αναλογικά ή έστω συμπληρωματικά. Έτι περαιτέρω, και η αναστολή των προθεσμιών κατά τον ΑΚ συναρτάται πάντα με σταθμίσεις ουσιαστικού δικαίου (ΑΚ 255), ενώ η αναστολή των προθεσμιών κατά τον ΚΠολΔ (147, 940Α ΚΠολΔ) μόνο με συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, κατά τη διάρκεια του οποίου ο διάδικος δεν είναι υποχρεωμένος να βρίσκεται σε διαδικαστική εγρήγορση. Αντίθετα, καμία διάταξη από το περί παραγραφής κεφάλαιο του ΑΚ δεν συνδέει την άσκηση ουσιαστικών αξιώσεων με ανάλογες σταθμίσεις, και δεν υφίσταται περίπτωση κατά το ουσιαστικό δίκαιο, όπου η διαδρομή της παραγραφής ή της αποσβεστικής προθεσμίας, να αναστέλλεται κατά τη διάρκεια των δικαστικών διακοπών. Το άρθρο 263 ΑΚ αφορά αποκλειστικά και μόνο τη διακοπή της παραγραφής και συμπληρώνει τη διάταξη του άρθρου 261 ΑΚ για τον τρόπο διακοπής της παραγραφής. Ουδεμία όμως από τις ειδικές διατάξεις των άρθρων 261 επόμ. ΑΚ απαντάται στον ΚΠολΔ. Έτσι, ουδέποτε συντρέχει περίπτωση διακοπής δικονομικής προθεσμίας. Οι δικονομικές προθεσμίες διακόπτονται μόνο με την επιχείρησή τους και δεν αρχίζουν εκ νέου από το σημείο που διεκόπησαν. Τα ανωτέρω δεν αναιρούνται από μόνο το γεγονός ότι η νομολογία δέχεται την αναλογική εφαρμογή του άρθρου 263 ΑΚ στις ουσιαστικού δικαίου αποσβεστικές προθεσμίες όπως η ΑΠ 113/2019 (ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) για την αποσβεστική (ουσιαστικού δικαίου) τρίμηνη προθεσμία του άρθρου 5 του ν. 3198/1955 σχετικά με την προσβολή του κύρους καταγγελίας σύμβασης εργασίας, η ΑΠ 2/2016 για την αποσβεστική διετή προθεσμία για την προσβολή ακυρώσιμης δικαιοπραξίας, η ΑΠ 163/2018 για τη διετή παραγραφή της αξίωσης συμμετοχής στα αποκτήματα. Στις ανωτέρω περιπτώσεις έγινε δεκτή η αναλογική εφαρμογή του άρθρου 263 ΑΚ σε ουσιαστικού δικαίου αποσβεστικές προθεσμίες (βλ. Εφ Αθ 3416/2019 προσκομιζόμενη, την από 20.7.2019 Γνωμοδότηση της Καθηγήτριας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης)[1].
Αγγελική Πολυδώρου, Δικηγόρος
e-mail: info@efotopoulou.gr
[1] βλ. ΕφΑθ 4029/2021 – ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ