Καθ’ ύλην αρμοδιότητα δικαστηρίων για την εκδίκαση υπόθεσης. Καθορίζεται από την αξία του αντικειμένου της διαφοράς κατά την άσκηση της αγωγής ως προκύπτει από το αίτημα αυτής. Προσδιορισμός της ως άνω αξίας για διαφορές που αφορούν την νομή αλλά και την πλήρη ή ψιλή κυριότητα ακινήτου αντίστοιχα. Ομοδικία διαδίκων. Επί αυτής η καθ’ ύλην αρμοδιότητα του δικαστηρίου κρίνεται βάσει του αιτήματος εκάστου των ομοδίκων επί διαιρετών δικαιωμάτων όπως η νομή και η κυριότητα ακινήτου. Αντιθέτως επί διεκδικητικής αγωγής ή αναγνωριστικής κυριότητας ακινήτου όπου αίτημα είναι η αυτούσια απόδοση του ακινήτου, η δεδομένη παροχή δεν είναι διαιρετή και η αρμοδιότητα του δικαστηρίου προς εκδίκαση της υπόθεσης καθορίζεται βάσει της συνολικής αξίας του ακινήτου ανεξαιρέτως των πλειόνων εναγόντων ή εναγόμενων
Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 7, 8, 9, 10, 11, 14 και 18 ΚΠολΔ προκύπτει ότι η υλική αρμοδιότητα του δικαστηρίου για την εκδίκαση ορισμένης υποθέσεως καθορίζεται από την αξία του αντικειμένου της διαφοράς, την οποία είχε κατά την άσκηση της αγωγής. Επίσης, ότι για τη νομή και την κυριότητα η αξία του αντικειμένου της διαφοράς προσδιορίζεται από την αξία του πράγματος, ενώ για την ψιλή κυριότητα από το μισό της αξίας του πράγματος.
Ο καθορισμός της αξίας γίνεται από το δικαστήριο με ελεύθερη κρίση, για τη διαμόρφωση της οποίας λαμβάνεται υπόψη το αίτημα της αγωγής. Σε περίπτωση ομοδικίας, εφόσον πρόκειται για διαιρετά δικαιώματα, όπως η νομή και η κυριότητα, που επιδέχονται την κατά ιδανικά μέρη κτήση, άσκηση και απώλεια (Γ. Μπαλής, ΓενΑρχ, παρ. 27), λαμβάνεται υπόψη το αίτημα κάθε ενάγοντος και αν οι απαιτήσεις υπάγονται στην υλική αρμοδιότητα διάφορων δικαστηρίων, αρμόδιο είναι το ανώτερο απ’ αυτά (ΕφΛαρ 20/2012, ΕφΠατρ 197/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Θα πρέπει, επίσης, να σημειωθεί ότι η κυριότητα είναι δικαίωμα διαιρετό κατ’ ιδανικές μερίδες (ΑΠ 493/1996, ΕλλΔ/νη 1997/77, ΑΠ 546/1991, ΕλλΔ/νη 1991/1231), η υποχρέωση, όμως, σωματικής παράδοσης ορισμένου πράγματος αποτελεί αδιαίρετη παροχή (Γ. Μπαλής, Ενοχικό Δίκαιο, παρ.7 και επ.2). Επομένως, όταν ενάγονται περισσότεροι με διεκδικητική ή αναγνωριστική κυριότητας αγωγή, οι οποίοι, αντίστοιχα, κατέχουν από κοινού το επίδικο πράγμα ή αμφισβητούν την επ’ αυτού κυριότητα του ενάγοντος, η παροχή είναι αδιαίρετη και γι’ αυτό λαμβάνεται υπόψη η αξία του όλου πράγματος (ΕφΑθ 6354/1998 ΝΟΜΟΣ, ΕφΘ 988/1993, Αρμ. 1993/749, ΕφΘ 3863/1990, ΕλλΔ/νη 1991/1346).
Κατά δε το άρθρο 46 του ΚΠολΔ, «αν το δικαστήριο δεν είναι καθ’ ύλην αρμόδιο, αποφαίνεται γι’ αυτό αυτεπαγγέλτως και προσδιορίζει το αρμόδιο δικαστήριο, στο οποίο παραπέμπει την υπόθεση», ενώ η έρευνα της αρμοδιότητας του δικαστηρίου, επειδή αυτή αποτελεί διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης, εξετάζεται και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο και προηγείται από την έρευνα οποιοσδήποτε δικονομικής και ουσιαστικής ένστασης, όπως και από την έρευνα της νομικής βασιμότητας της αγωγής (βλ. Νίκα σε Ερμηνεία ΚΠολΔ Κεραμέα-Κονδύλη-Νίκα, άρθρο 46, αριθμ. 6, σελ. 107). Πρέπει να σημειωθεί ότι η καθ’ ύλη αναρμοδιότητα του δικαστηρίου δεν μπορεί να καλυφθεί ούτε με παρέκταση, αφού, σύμφωνα με την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 46 του ΚΠολΔ, η αρμοδιότητα ερευνάται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο σε κάθε στάση της δίκης, εφόσον δε το δικαστήριο που δικάζει την υπόθεση δεν είναι καθ’ ύλην αρμόδιο δεν μπορεί να επιληφθεί για την εκδίκαση υποθέσεων που υπάγονται στην αρμοδιότητα άλλου δικαστηρίου [ΜΠΡ ΘΕΣΣ 6473/2021, ΝΟΜΟΣ].
Ναταλία Κ. Νεραντζάκη, δικηγόρος
info@efotopoulou.gr