Λόγοι Αναίρεσης-Παράβαση των Διατάξεων για τα αποδεικτικά μέσα (559 αρ. 11 ΚΠολΔ)-Ορισμένο του λόγου αναίρεσης- Η περίπτωση της δικαστικής ομολογίας
Σύμφωνα με το άρθρο 559 αρ. 11, η απόφαση αναιρείται αν το δικαστήριο έλαβε υπ’ όψιν αποδεικτικά μέσα που ο νόμος δεν επιτρέπει ή παρά τον νόμο έλαβε αποδείξεις που δεν προσκομίσθηκαν ή δεν έλαβε υπ’ όψιν αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν.
Αναλυτικότερα, από τις διατάξεις των άρθρων 335, 338, 339, 340 και 346 του KΠολΔ συνάγεται ότι το δικαστήριο της ουσίας για να σχηματίσει την κρίση του σχετικά με τους πραγματικούς ισχυρισμούς των διαδίκων που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, υποχρεούται να λάβει υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα που νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι προς απόδειξη ή ανταπόδειξη αυτών. Η παράβαση δε της υποχρέωσης αυτής ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 559 αρ. 11 περ. γ` KΠολΔ λόγο αναίρεσης, για την στοιχειοθέτηση του οποίου αρκεί και μόνη η ύπαρξη αμφιβολιών ως προς τη λήψη υπόψη συγκεκριμένου αποδεικτικού μέσου (Ολ ΑΠ 2/2008, ΑΠ 168/2022, ΑΠ 1306/2021, ΑΠ 303/2020, ΑΠ 947/2014).
Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 352, 335 και 339 KΠολΔ συνάγεται ότι δικαστική ομολογία, η οποία αποτελεί πλήρη απόδειξη, είναι η ομολογία που γίνεται, προφορικά ή γραπτά, ενώπιον του δικαστηρίου που δικάζει τη συγκεκριμένη δίκη. Ομολογία δε είναι η παραδοχή της αλήθειας ενός ουσιώδους πραγματικού γεγονότος, επιβλαβούς για τον ομολογούντα, με την επίκληση και απόδειξη του οποίου βαρύνεται ο αντίδικός του, η οποία πρέπει να είναι σαφής και συγκεκριμένη και πρέπει να γίνεται με πρόθεσή του προς αναγνώριση του επιβλαβούς αυτού γεγονότος. Απόδειξη δηλαδή δεν αποτελεί κάθε ομολογία, αλλά μόνον η γενόμενη με σκοπό αποδοχής του αμφισβητούμενου και επιβλαβούς για τον ομολογούντα γεγονότος (ΑΠ 1306/2021, ΑΠ 168/2022, ΑΠ 1187/2015). Οι ομολογίες που γίνονται ενώπιον άλλου δικαστηρίου, καθώς και εκείνες που περιέχονται σε άλλα έγγραφα που εκδίδονται από το διάδικο, αποτελούν εξώδικες ομολογίες που εκτιμώνται ελεύθερα από το δικαστήριο της ουσίας (ΑΠ 761/2020, ΑΠ 1187/2015). Εξάλλου, ο λόγος αυτός για τη μη λήψη υπόψη της δικαστικής ή εξώδικης ομολογίας, ιδρύεται εφόσον ο αναιρεσείων επικαλείται νόμιμα με τις προτάσεις του ενώπιον του δικαστηρίου της ουσίας τόσο την ύπαρξη του αποδεικτικού αυτού μέσου, όσο και του εγγράφου στο οποίο περιέχεται (ΑΠ 1306/2021, ΑΠ 1291/2019, ΑΠ 33/2014). Για την επίκληση αυτή πρέπει να γίνει ρητή αναφορά στο αναιρετήριο, αλλιώς ο λόγος αναίρεσης κρίνεται αόριστος και απαράδεκτος (ΑΠ 168/2022, ΑΠ 1306/2021, ΑΠ 339/2021, ΑΠ 81/2020, ΑΠ 1291/2019). (ΑΠ 159/2022, δημ. σε areiospagos.gr)
Σύμφωνα με τη νομολογία του Αρείου Πάγου, για το ορισμένο του λόγου αναίρεσης ο αναιρεσείων πρέπει να εκθέτει στην αίτηση αναίρεσης το αποδεικτικό μέσου, το οποίο λήφθηκε υπ’ όψιν, τον ισχυρισμό προς απόδειξη του οποίο λήφθηκε υπ’ όψιν, ο οποίος πρέπει να είναι ουσιώδης και να επιδρά στο διατακτικό της απόφασης, επιπλέον δε να εκθέτει, ότι επικαλέσθηκε νόμιμα στο δικαστήριο της ουσίας τα περιστατικά εκείνα, που υποχρέωναν το δικαστήριο να μη λάβει υπ’ όψιν το συγκεκριμένο αποδεικτικό μέσο, εκτός αν συντρέχει μια από τις περιπτώσεις του άρθρου 562 ΙΙ (Καλαβρός, Κ.Φ., Η αναίρεση κατά τον ΚΠολΔ, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2009, σελ. 237).
Ελένη Μακροδημήτρη, ασκ. δικηγόρος
info@efotopoulou.gr