Οριοθέτηση παλαιού αιγιαλού και πράξεις νομής/κατοχής ιδιωτών
Σύμφωνα με το άρθρο 1 παράγραφος 3 του ν. 2971/2001 ορίζεται ότι «Παλαιός αιγιαλός» είναι η ζώνη ξηράς η οποία προκύπτει από τη μετακίνηση της ακτογραμμής προς τη θάλασσα, οφείλεται σε φυσικές προσχώσεις ή νόμιμα τεχνικά έργα και προσδιορίζεται από τη νέα γραμμή αιγιαλού και το όριο του παλαιότερα υφιστάμενου αιγιαλού».
Στο άρθρο 2 παράγραφος 5 διευκρινίζεται ότι «Ο παλαιός αιγιαλός και η παλαιά όχθη των μεγάλων λιμνών και των πλεύσιμων ποταμών, που καθορίζονται ή επανακαθορίζονται, σύμφωνα με τα άρθρα 3, 5, 6 και 7Α, ανήκουν στη δημόσια κτήση, είναι ανεπίδεκτα κτήσης ιδιωτικών δικαιωμάτων και καταγράφονται ως πράγματα κοινόχρηστα, που ανήκουν κατά κυριότητα στο Δημόσιο, το οποίο τα προστατεύει και τα διαχειρίζεται κατά τις διατάξεις του παρόντος νόμου. Με την παρούσα δεν θίγονται ήδη κτηθέντα ιδιοκτησιακά δικαιώματα και ισχύουσες συμβάσεις παραχώρησης».
Στο άρθρο 5 παράγραφος 3 «Η Επιτροπή καθορίζει τις οριογραμμές του αιγιαλού, της παραλίας και του παλαιού αιγιαλού εντός μηνός από την εισαγωγή της υπόθεσης σε αυτήν και συντάσσει σχετική έκθεση. Η Επιτροπή καθορίζει την παλαιά θέση του αιγιαλού, που υπήρχε μέχρι το έτος 1884 αν υφίστανται κατοχές ιδιωτών, αλλά και προγενέστερα εάν δεν υφίστανται τέτοιες κατοχές, εφόσον η θέση του παλαιού αιγιαλού προκύπτει από ενδείξεις επί του εδάφους ή άλλα αποδεικτικά στοιχεία εξαιρουμένων των μαρτυρικών καταθέσεων]».
Σε περίπτωση επανακαθορισμού του παλαιού αιγιαλού ρυθμίζει το άρθρο άρθρο 7Α ότι «Επανακαθορισμός αιγιαλού, παραλίας και παλαιού αιγιαλού 1. Σε περίπτωση εσφαλμένου καθορισμού της οριογραμμής αιγιαλού, παραλίας ή παλαιού αιγιαλού, καθώς και μεταβολής της ακτογραμμής λόγω νόμιμων τεχνικών έργων ή φυσικών αιτίων, επιτρέπεται ο επανακαθορισμός από την Επιτροπή είτε αυτεπαγγέλτως είτε μετά από αίτηση κάθε ενδιαφερόμενου και προσκόμισης εκ μέρους του φακέλου με πλήρη στοιχεία που να αποδεικνύουν το σφάλμα του πρώτου καθορισμού στην αρμόδια Κτηματική Υπηρεσία. Για τον επανακαθορισμό εφαρμόζονται οι διατάξεις των παραγράφων 3 έως 6 του άρθρου 4, του άρθρου 6, του άρθρου 7 και του άρθρου 9.
Περαιτέρω το άρθρο 6 του ίδιου νόμου προβλέπει ότι «Καθορισμός παλαιού αιγιαλού 1. Οι παλαιοί αιγιαλοί καθορίζονται με χάραξη οριογραμμής γαλάζιου χρώματος στα υπόβαθρα της παραγράφου 1 του άρθρου 4 από την Επιτροπή της παραγράφου 1 του άρθρου 3. Η ύπαρξη παλαιού αιγιαλού εξετάζεται από την Επιτροπή είτε αυτεπαγγέλτως είτε κατόπιν αίτησης προς την Κτηματική Υπηρεσία για καθορισμό παραλίας σύμφωνα με το άρθρο 7. 2. Η Επιτροπή καθορίζει την παλαιά θέση του αιγιαλού που υπήρχε μέχρι το έτος 1884, αν υφίστανται κατοχές ιδιωτών, αλλά και προγενέστερα, αν δεν υπάρχουν τέτοιες κατοχές, εφόσον η θέση του παλαιού αιγιαλού προκύπτει από ενδείξεις επί του εδάφους ή άλλα αποδεικτικά στοιχεία, εξαιρουμένων των μαρτυρικών καταθέσεων».
Γίνεται λοιπόν αντιληπτό ότι σε περιπτώσεις καθορισμού ή επανακαθορισμού του παλαιού αιγιαλού, οι ιδιοκτησίες ιδιωτών που αποκτήθηκαν προ του έτους 1884 προστατεύονται και βρίσκονται εκτός των ορίων του αιγιαλού. Συνεπώς, δεν καθίστανται δημόσιο κτήμα.
Η προστασία, όμως, των ιδιωτών που έχουν ιδιοκτησίες προ του έτους 1884 επικυρώνεται και από πλήθος δικαστικών αποφάσεων. Ενδεικτικά, με την απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας υπ’ αριθμό 74/2020 η οποία παραπέμπει και σε άλλες αποφάσεις «………….. αν κατά τον καθορισμό των ορίων του αιγιαλού είναι φανερή, λόγω γεωφυσικών φαινομένων ή διεργασιών, όπως είναι οι προσχώσεις, ή άλλων αιτίων, η δημιουργία νέας χερσαίας ζώνης, με παράλληλη υποχώρηση της θάλασσας, η οικεία Επιτροπή προβαίνει στον καθορισμό της οριογραμμής του παλαιού αιγιαλού βάσει των αναφερομένων στα άρθρα 5 και 6 του ν. 2971/2001 στοιχείων. Εν όψει της φύσεως του τμήματος αυτού της ξηράς ως ανεπίδεκτου κτήσεως ιδιωτικών δικαιωμάτων όταν καταλαμβανόταν από τις μέγιστες συνήθεις αναβάσεις των κυμάτων, μετά την επέκταση των ορίων της ακτογραμμής προς τη θάλασσα τούτο καθίσταται τμήμα της δημόσιας κτήσης. Λόγω του χαρακτήρα της αυτού, η ως άνω διαδικασία μπορεί κατ’ αρχήν να αναχθεί σε οποιοδήποτε χρονικό σημείο κατά το παρελθόν. Ο νομοθέτης, όμως, σταθμίζοντας τις επιπτώσεις του ως άνω καθορισμού σε διακατοχικές καταστάσεις που δημιουργήθηκαν στο παρελθόν, θέσπισε ένα χρονικό όριο μέχρι του οποίου μπορεί να ανατρέξει η διαπίστωση αυτή. Ειδικότερα, εάν η νέα χερσαία ζώνη έχει δημιουργηθεί, στο σύνολό της, πριν από το έτος 1884, και στην έκταση μεταξύ του σημερινού και του ως άνω παλαιού αιγιαλού υπάρχουν πράξεις νομής και κατοχής ιδιωτών πριν από το έτος αυτό, δεν μπορεί να καθορισθεί οριογραμμή παλαιού αιγιαλού και να δημιουργηθεί με τον τρόπο αυτό δημόσια κτήση. Εάν όμως δεν υπάρχουν πράξεις νομής και κατοχής ιδιωτών έως το έτος 1884, τότε ο χρόνος αυτός δεν αποτελεί κρίσιμο, κατά νόμο, στοιχείο για τον καθορισμό της οριογραμμής του παλαιού αιγιαλού και, συνεπώς, δεν απαιτείται να προσδιορίζεται επακριβώς στην αιτιολογία της σχετικής διοικητικής πράξεως η χρονολογία δημιουργίας του παλαιού αιγιαλού (βλ. ΣτΕ 1811/2016, 4442, 3398/2014, 4496-4499, 3912, 3906/2012, 4553/2011, 1052/2010, 4513/2009, 1508/2003, 3941/2001, 2539/2000, 3153/1999, 2644/1999 κ.ά.)».
Παράλληλα, κατά το ίδιο σκεπτικό η απόφαση με αριθμό 8/2021 του Τριμελούς Εφετείου Κρήτης συμπεριέλαβε ότι «…δεν θα πρέπει να διαφεύγει της προσοχής ότι σε κάθε περίπτωση και πέραν των ανωτέρω διαπιστώσεων που αναιρούν την πιθανότητα ύπαρξης παλαιού αιγιαλού, δεν θα μπορούσε να γίνει η χάραξη αυτού στο σημείο που έγινε και για τον πρόσθετο λόγο ότι στο επίδικο χώρο λειτουργούσε βυρσοδεψείο ήδη από το 1868 και προφανώς υπήρχαν πράξεις νομής εκεί προ του 1884. Συνεπώς, δεν υπήρχε δυνατότητα από το νόμο για χάραξη γραμμής παλαιού αιγιαλού εκεί, σύμφωνα και με τη νομική σκέψη που προηγήθηκε».
Χριστίνα Ρήγα, ασκ. δικηγόρος
info@efotopoulou.gr