Ποιες αξιώσεις μπορεί να εγείρει ο διανομέας από τη λύση της απλής σύμβασης διανομής;
Η σύμβαση αποκλειστικής διανομής, που αποτελεί δημιούργημα της σύγχρονης οικονομίας προς εξυπηρέτηση των συναλλακτικών αναγκών της διεπιχειρησιακής συνεργασίας, θεμελιούμενη στην συνταγματική αρχή της οικονομικής ελευθερίας (άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος) και στην υπό του άρθρου 361 AK προβλεπόμενη αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων, είναι η ιδιόρρυθμη διαρκής ενοχική σύμβαση, κατά τη διάρκεια της οποίας ο ένας συμβαλλόμενος (παραγωγός ή χονδρέμπορος) υποχρεούται να πωλεί, αποκλειστικώς για μία ορισμένη περιοχή, στον άλλον (διανομέα) τα συμβατικά εμπορεύματα, τα οποία, στη συνέχεια, ο τελευταίος μεταπωλεί σε τρίτους στο δικό του όνομα, για δικό του λογαριασμό και με δικό του επιχειρησιακό κίνδυνο. Η έννοια ειδικότερα της αποκλειστικότητας στη διανομή ορισμένων προϊόντων είναι ότι ο παραγωγός αυτοδεσμεύεται με τη σχετική σύμβαση να μην παραδίδει εμπορεύματα σε τρίτους ανταγωνιστές του αποκλειστικού διανομέα μέσα στην περιοχή της διανομής και αντίστροφα ο αποκλειστικός διανομέας υποχρεούται, κατά κανόνα, να μη διανέμει ευθέως ανταγωνιστικά προϊόντα στην ίδια περιοχή (ΟλΑΠ 16/2013). Η ιδιότυπη αυτή, διαρκούς χαρακτήρα, ενοχική σύμβαση, αντιδιαστέλλεται, ως προς την νομική της υφή, από εκείνη της συμβάσεως εμπορικής αντιπροσωπείας, η οποία υπόκειται σε ειδική νομική ρύθμιση από τις διατάξεις του π.δ. 219/1991 “περί εμπορικών αντιπροσώπων”, που εκδόθηκε σε συμμόρφωση προς την Οδηγία 86/653/ΕΟΚ του Συμβουλίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων για τον συντονισμό των δικαίων των κρατών-μελών, όσον αφορά τους εμπορικούς αντιπροσώπους (ανεξάρτητους επιχειρηματίες), όπως τροποποιήθηκε με τα π.δ. 249/1993, 88/1994 και 312/1995. Παρόλη, όμως, την διαφοροποίηση των δύο αυτών συμβατικών μορφών και επί της συμβάσεως αποκλειστικής διανομής μπορούν να εφαρμοσθούν, αναλόγως, για την ταυτότητα του νομικού λόγου, τόσο οι διατάξεις του προμνημονευθέντος π.δ/τος, εφόσον εναρμονίζονται προς την φύση και το περιεχόμενο της συγκεκριμένης αυτής συμβατικής μορφής, όσον και εκείνες περί εντολής του ΑΚ (ΑΠ 812/1991). Όμως, η αναλογική αυτή εφαρμογή του ως άνω π.δ/τος “περί εμπορικών αντιπροσώπων” δεν εξικνείται μέχρι του σημείου εφαρμογής του και επί των συμβάσεων απλής και όχι αποκλειστικής διανομής, δηλαδή εκείνων στις οποίες ο διανομέας διαθέτει, εκτός από τα προϊόντα του παραγωγού, και άλλα, ανταγωνιστικά προς τα δικά του, προϊόντα. Και τούτο, διότι στην περίπτωση αυτή δεν υπάρχει το πλέον ουσιώδες στοιχείο της άνω ομοιότητας, δηλαδή εκείνο της εκ μέρους του διανομέα ανάληψης υποχρέωσης μη ανταγωνισμού και προώθησης διαρκώς και αποκλειστικά των προϊόντων του παραγωγού στην περιοχή ευθύνης του (ΑΠ 804/2015, ΑΠ 1909/2013). Στην περίπτωση της σύμβασης απλής διανομής, εφαρμόζονται, ελλείψει ειδικής νομοθετικής ρύθμισης, αναλογικά οι διατάξεις του Αστικού Κώδικα για την εντολή, μεταξύ των οποίων είναι και αυτές των άρθρων 724 και 725 ΑΚ, λόγω της ιδιαίτερης σχέσης εμπιστοσύνης που διέπει τους συναλλασσόμενους σ’ αυτήν. Σύμφωνα με τις άνω διατάξεις, ο εντολέας έχει το δικαίωμα να ανακαλεί την εντολή ελεύθερα και απεριόριστα, κατά πάντα χρόνο, χωρίς να δεσμεύεται από χρονικούς ή άλλους περιορισμούς, καθώς επίσης και να καταγγείλει τη σύμβαση χωρίς επίκληση λόγου ή προθεσμίας. Δεν αποκλείεται πάντως, λόγω του ενδοτικού χαρακτήρα της διάταξης, να συμφωνήσουν οι συμβληθέντες (άρθρο 361 ΑΚ), ότι η καταγγελία της σύμβασης θα γίνεται με χρονική προθεσμία. Λόγω της φύσης της σύμβασης εντολής ως σχέσης εμπιστοσύνης, η ανάκληση ή η καταγγελία της, και αν ακόμα είναι καταχρηστική, δεν είναι ποτέ άκυρη, χορηγεί, όμως, στον εντολοδόχο διανομέα το δικαίωμα να ζητήσει την αποκατάσταση κάθε θετικής και αποθετικής ζημίας, κατά τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα, την οποία υπέστη από την ανάκληση ή την καταγγελία της εντολής. Το ίδιο δικαίωμα έχει ο εντολοδόχος διανομέας (άρθρο 723 ΑΚ), αν υπάρχουν περιστατικά αναγόμενα στη σφαίρα ευθύνης του εντολέα, ιδιαίτερα δε όταν η καταγγελία είναι άκαιρη και έγινε χωρίς σπουδαίο λόγο (ΑΠ 881/2010, ΑΠ 390/2004). Ο διανομέας δεν έχει δικαίωμα να αξιώσει την αναγνώριση της ακυρότητας της καταγγελίας και την εκπλήρωση της σύμβασης, καθόσον εκλείπουν οι προϋποθέσεις της σχέσης εμπιστοσύνης που αξιώνει η άνω διάταξη (ΑΠ 163/2011). Έτσι, η καταγγελία λύνει τη σύμβαση και ο διανομέας δεν μπορεί να θεμελιώσει δικαίωμα διαφυγόντων κερδών για το χρόνο μετά τη λύση αυτής. Μόνο εάν με τη σύμβαση ορίστηκε προθεσμία για την καταγγελία και δεν την τήρησε ο εντολέας, μπορεί να αξιώσει ο διανομέας αποζημίωση, υπό την προϋπόθεση ότι υπήρξε αντισυμβατική συμπεριφορά του εντολέα η οποία του προκάλεσε ζημία και μόνο για το χρονικό διάστημα της προθεσμίας που ορίστηκε και έπρεπε να τηρηθεί για την καταγγελία. Έτσι, στην περίπτωση που η ζημία του διανομέα προήλθε από τον περιορισμό της επαγγελματικής του δραστηριότητας, λόγω υπαίτιας συμπεριφοράς του εντολέα, αποκαθίσταται η ζημία του με την παροχή αποζημίωσης που να καλύπτει ό,τι αυτός θα είχε αν δεν μεσολαβούσε η υπαίτια ζημιογόνος συμπεριφορά και η σύμβαση εξακολουθούσε και κατά το χρονικό διάστημα της προθεσμίας που είχε οριστεί και όχι πέραν αυτού. Τούτο διότι η αποθετική ζημία του διανομέα, επειδή η σύμβαση λύνεται ελεύθερα, κατά πάντα χρόνο, με την τήρηση απλώς της προθεσμίας, είτε στηρίζεται στην ενδοσυμβατική του ευθύνη, είτε σε άλλες διατάξεις, δεν μπορεί να συμπεριλαμβάνει και τα διαφυγόντα κέρδη, τα οποία αυτός θα αποκόμιζε μετά τη λήξη της πιο πάνω προθεσμίας, από την εξακολούθηση της σύμβασης και πέραν αυτής της προθεσμίας για όσο διάστημα επιθυμεί αυτός, αφού η καταγγελία ακόμη και αν είναι καταχρηστική ή έγινε με σκοπό αθέμιτου ανταγωνισμού ή κατά κατάχρηση της δεσπόζουσας θέσης του εντολέα ή με εκμετάλλευση της σχέσης εξάρτησης του διανομέα από αυτόν, δεν είναι άκυρη και ως εκ τούτου, επιφέρει σε κάθε περίπτωση τη λύση της σύμβασης. Έτσι, τυχόν αξίωση του διανομέα για διαφυγόντα κέρδη από τη συνέχιση της σύμβασης και μετά την πάροδο της πιο πάνω προθεσμίας, στηρίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση και δεν είναι νόμιμη. Συγκεκριμένα, στηρίζεται στην επικαλούμενη από αυτόν απλή προσδοκία για συνέχιση της αορίστου χρόνου σύμβασης και πέραν των αποτελεσμάτων της καταγγελίας, η οποία, όμως, δεν δικαιολογείται, αφού ο αντισυμβαλλόμενος δεν έχει ούτε νομική ούτε συμβατική υποχρέωση για την περαιτέρω συνέχισή της, αλλά δικαιούται να καταγγείλει και να λύσει την σύμβαση ελεύθερα και οποτεδήποτε, και χωρίς να δεσμεύεται από οποιαδήποτε άλλη, πέραν της ως άνω προθεσμίας. Περαιτέρω, κατά τις διατάξεις των άρθρων 297-298 ΑΚ ο υπόχρεος σε αποζημίωση οφείλει να την παράσχει σε χρήμα, η αποζημίωση δε αυτή περιλαμβάνει τόσο την μείωση της περιουσίας του δανειστή (θετική ζημία), όσο και το διαφυγόν κέρδος, δηλαδή εκείνο που προσδοκά κανείς με πιθανότητα, σύμφωνα με τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις και ιδίως τα προπαρασκευαστικά μέτρα που έχουν ληφθεί, και το οποίο βρίσκεται σε σχέση αιτίου και αιτιατού προς την υπαίτια παράβαση της σύμβασης. Η προς ανόρθωση ζημία περιλαμβάνει τα διαφυγόντα κέρδη τα οποία, στην περίπτωση που αφορά την υπόθεση, θα αποκέρδαινε ο διανομέας από τις πωλήσεις των προϊόντων, τις κάθε φύσεως προμήθειες και αμοιβές που θα εισέπραττε, με πιθανότητα και κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων, μέχρι να συμπληρωθεί, κατά τα προαναφερόμενα, η προθεσμία που έπρεπε να τηρηθεί για την καταγγελία της σύμβασης (ΑΠ 4/2015). Η διάταξη αυτή είναι δικονομικού χαρακτήρα μόνο κατά το μέρος, προκειμένου περί διαφυγόντος κέρδους, που επιτρέπει στο δικαστήριο να αρκεσθεί μόνο στην πιθανολόγηση του κέρδους αυτού, κατά τα λοιπά όμως η διάταξη αυτή είναι ουσιαστικού περιεχομένου, λόγω του ότι καθορίζει τα στοιχεία, στα οποία στηρίζεται η αξίωση για το διαφυγόν κέρδος. Από την τελευταία αυτή διάταξη προκύπτει ότι τα περιστατικά που προσδιορίζουν την προσδοκία ορισμένου κέρδους, με βάση την κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων πιθανότητα, καθώς και οι ειδικές περιστάσεις και τα ληφθέντα προπαρασκευαστικά μέτρα, πρέπει κατά το άρθρο 216 παρ.1 ΚΠολΔ να εκτίθενται στην αγωγή (ΑΠ 615/2015).
Λαμπρινή Σταμέλου, δικηγόρος