Το δικαίωμα παραίτησης των δημοσίων υπαλλήλων
Ένας από τους τρόπους λύσης της υπαλληλικής σχέσης είναι η παραίτηση του υπαλλήλου από την υπηρεσία του. Πρόκειται για δικαίωμα του υπαλλήλου, διότι η υπαλληλική σχέση δεν επιβάλλεται υποχρεωτικά, αλλά είναι εθελούσια (άρθρα 4 παρ. 4, 103 παρ.2 και 4 και 104 παρ. 1 του Συντάγματος, βλ. και Τάχος Α.-Συμεωνίδης Ι., ΕρμΥΚ, σελ.1536 επ.).
Η παραίτηση υποβάλλεται πάντοτε εγγράφως κατά τρόπο σαφή και αναμφισβήτητο, χωρίς να διατυπώνεται σε αυτήν αίρεση, όρος ή προθεσμία, τυχόν δε αναγραφή τους λογίζεται ως μη γεγγραμμένη.
Απλώς και μόνο η δήλωση παραίτησης του υπαλλήλου δεν αρκεί, αλλά πρέπει να υπάρξει και αποδοχή αυτής από τη διοίκηση εξαιτίας της δημοσίας φύσεως της σύμβασης αυτής εργασίας. Η αποχώρηση του υπαλλήλου από την υπηρεσία του πριν από την αποδοχή της παραίτησής του συνιστά το πειθαρικό παράπτωμα της αδικαιολόγητης αποχής από την υπηρεσία. Η πράξη αυτή αποδοχής της παραίτησης από το εκάστοτε αρμόδιο διοικητικό όργανο (υπηρεσιακό συμβούλιο) δημοσιεύεται σε περίληψη στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως που συνιστά συστατικό τύπο αυτής και στη συνέχεια κοινοποιείται στον υπάλληλο. Μέχρι την αποδοχή της ο υπάλληλος μπορεί ελευθέρως να την ανακαλέσει εγγράφως εντός όμως προθεσμίας ενός μηνός από την υποβολή της. Επειδή όμως η δήλωση παραίτησης του υπαλλήλου δεν παύει να συνιστά δήλωση βούλησης που πρέπει να είναι απαλλαγμένη από ελαττώματα, δηλαδή να είναι σαφής ως προς την αληθινή βούληση για οριστική αποχώρηση από την υπηρεσία, είναι ανακλητέα (και από τον υπάλληλο και από τη διοίκηση) η παραίτηση ακόμη και μετά την αποδοχή της από τη διοίκηση, αν και τέτοια ανάκληση δεν προβλέπεται από τον ΥπΚωδ (ΣτΕ 2873/2006, ΔεφΑθ 1333/2011, ΣτΕ 1393/1970, ΣτΕ 4300/1983). Συγκεκριμένα, η πράξη αποδοχής της παραίτησης είναι μη νόμιμη και συνεπώς ανακλητέα (ΣτΕ 272/1986), γιατί στηρίχθηκε σε ελαττωματική δήλωση βούλησης, εφόσον η παραίτηση του υπαλλήλου οφείλεται σε ουσιώδη πλάνη αυτού.
Σύμφωνα με τους ορισμούς του άρθρου 148 του Υπαλληλικού Κώδικα Δημοσίων Υπαλλήλων (ν. 3528/2007), για να είναι επιτρεπτή η παραίτηση πρέπει αφενός να μην εκκρεμεί ποινική δίωξη για κακούργημα ή για τα πλημμέλημα του άρθρου 8 παρ.1 α΄ του ίδιου κώδικα, καθώς και να μην εκκρεμεί πειθαρχική δίωξη για υπηρεσιακά παραπτώματα που επισύρουν την ποινή της οριστικής παύσης και αφετέρου να μην ασκηθεί η ως άνω ποινική ή πειθαρχική δίωξη εντός δύο μηνών από την υποβολή της παραίτησης και πριν γίνει αυτή αποδεκτή.
Εν γένει για τους πολιτικούς δημόσιους υπαλλήλους η δήλωση παραίτησής τους δεν γίνεται δεκτή πριν από την πάροδο 15 ημερών από την υποβολή της στο αρμόδιο όργανο, που σημαίνει ότι η διοίκηση υποχρεούται σε αδράνεια εντός αυτού του χρονικού διαστήματος και τυχόν αποδοχή πριν την πάροδο του αρχικού 15νθημέρου θα είναι παράνομη. Αν όμως εντός αποκλειστικής προθεσμίας 2 μηνών από την υποβολή της δήλωσης δεν έχει γίνει αποδεκτό το αίτημα ή δεν έχει εκδοθεί απορριπτική απόφαση, τότε κατά πλάσμα δικαίου θεωρείται ότι έχει γίνει δεκτή η αίτηση αυτή παραίτησης του υπαλλήλου και λύεται αυτοδικαίως η υπαλληλική σχέση από την ημέρα υποβολής της αίτησης παραίτησης, με έκδοση αντίστοιχης διαπιστωτικής πράξης που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και έχει δηλωτικό-διαπιστωτικό χαρακτήρα. Δεν απαιτείται δηλαδή κοινοποίηση στον υπάλληλο της κατά πλάσμα του νόμου αυτής αποδοχής για να επέλθει η λύση της υπαλληλικής σχέσης, όπως στην περίπτωση της έκδοσης πράξης αποδοχής της παραίτησης από το αρμόδιο όργανο.
Παρέχεται, επιπλέον, εκ του νόμου η δυνατότητα για τη συντόμευση της διαδικασίας και την ταχύτερη λύση της υπαλληλικής σχέσης (νωρίτερα από την πάροδο των 2 μηνών) μέσω υποβολής δεύτερης αίτησης παραίτησης εντός 15 ημερών από την πάροδο του αρχικού 15νθημέρου από την υποβολή της αίτησης παραίτησης (ήτοι εντός μηνός από την αρχική υποβολή), με την οποία ο υπάλληλος εμμένει στην παραίτησή του. Στην περίπτωση αυτή η δεύτερη παραίτηση γίνεται αυτοδικαίως αποδεκτή χωρίς έκδοση πράξης αποδοχής. Η λύση επέρχεται από την ημερομηνία υποβολής της δεύτερης αίτησης με έκδοση διαπιστωτικής πράξης δημοσιευτέας στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, χωρίς να απαιτείται δηλαδή κοινοποίηση για να επέλθει η λύση της υπαλληλικής σχέσης.
Οι ανωτέρω ρυθμίσεις ισχύουν για τους δημόσιους υπαλλήλους εν γένει, αλλά σε κάθε περίπτωση οι ειδικότερες ρυθμίσεις ανά υπηρεσία ή ανά κλάδο κατισχύουν των γενικών. Χαρακτηριστικά ενδεικτικά παραδείγματα αποτελούν: η παραίτηση εκπαιδευτικών που υποβάλλεται κατά τη διάρκεια του σχολικού έτους, η οποία δεν γίνεται δεκτή πάρα μόνο μετά τη λήξη του σχολικού έτους, εκτός αν συντρέχουν εξαιρετικοί λόγοι κατά την εκτίμηση του υπηρεσιακού συμβουλίου (αρ.13παρ.20 ν.3149/2003) καθώς και η παραίτηση των επαγγγελματιών οπλιτών (ΕΠ.ΟΠ.) των ενόπλων δυνάμεων διεπόμενη από το άρθρο 13 παρ.1 ζ΄ του ν.2936/2001, η οποία έχει ειδικές προϋποθέσεις (ελάχιστος χρόνος συμπλήρωσης πραγματικής υπηρεσίας), ενώ η αποκλειστική προθεσμία αποδοχής της από το αρμόδιο υπηρεσιακό συμβούλιο ορίζεται σε 3 μήνες από την υποβολή της αίτησης παραίτησης, αποκλίνοντας έτσι από τις γενικές ρυθμίσεις για τους πολιτικούς δημοσίους υπαλλήλους.
Θεώνη Κάδρα, Δικηγόρος
e-mail: info@efotopoulou.gr