Ζητήματα σχετικά με το νομότυπο της κλήτευσης- Κήρυξη ακυρότητας αυτής και παραγραφή της αξίωσης
Σύμφωνα, με τη διάταξη τoυ άρθρoυ 126 παρ.1δ΄ ΚΠoλΔ, επί voμικώv πρoσώπωv ή άλλωv ενώσεωv πρoσώπωv η επίδoση γίvεται πρoς τov κατά τov νόμo ή τo καταστατικό εκπρόσωπό τoυς, ως τoιoύτoυ vooυμέvoυ τoυ φυσικoύ πρoσώπoυ εις τo oπoίo o νόμoς ή τo καταστατικό έχει αναθέσει τη διoίκησή τoυς (ΑΠ 938/1976 ΝoΒ 25.356, ΑΠ 716/1973 ΝoΒ 22.202, ΑΠ 881/1973 ΝoΒ 22.559), στην περίπτωση που κάποιο νομικό πρόσωπο εμφανίζεται μεν ότι εδρεύει στο εξωτερικό, αλλά πραγματικά η διοίκηση του ασκείται από την Ελλάδα, τότε ως έδρα του θεωρείται ο τόπος που πραγματικά εδρεύει και συνεπώς δωσιδικεί στα ελληνικά δικαστήρια, στην περιφέρεια των οποίων και επιδίδονται σύμφωνα με τα άρθρα 122επ. ΚΠολΔ τα προς αυτό απευθυνόμενα δικόγραφα (βλ. Μαριδάκη, Ιδ.Δ.Δ., τεύχος α, παρ.29, σελ.378, Τούση, Γεν.Αρχαί παρ.13, σημ.8, ΑΠ 178/1991 ΕλλΔνη 32.1240, Εφ Αθ 6336/1975 ΝοΒ 24.203). Η επίδοση για τα νομικά πρόσωπα ή άλλες ενώσεις προσώπων γίνεται στον εκπρόσωπο τους, σύμφωνα με τον νόμο ή το καταστατικό, ήτοι στο φυσικό πρόσωπο που τα εκπροσωπεί (ΑΠ 915/1981 ΕΕΝ 43.300), συνακόλουθα, παραλήπτης του εγγράφου που επιδίδεται είναι μεν το ίδιο το νομικό πρόσωπο στο οποίο το έγγραφο απευθύνεται, το οποίο (νομικό πρόσωπο) αναφέρεται ως παραλήπτης και στην παραγγελία προς επίδοση, απλώς η εγχείριση του εγγράφου γίνεται στο φυσικό πρόσωπο που το εκπροσωπεί σύμφωνα με τον νόμο ή το καταστατικό (βλ. Κεραμέα/Κονδύλη/ Νίκα (-Ορφανίδη), Ερμηνεία ΚΠολΔ, άρθρο 126, σημ.4, σελ.288). Περαιτέρω, από τον συνδυασμό της άνω διάταξης με εκείνες των άρθρων 96, 142, 143 ΚΠολΔ συνάγεται ότι όταν εναγόμενο είναι νομικό πρόσωπο, η επίδοση του δικογράφου μπορεί να γίνει είτε στον εκπρόσωπό του, σύμφωνα με τον νόμο ή το καταστατικό, είτε στον αντίκλητο που διορίσθηκε με σχετική δήλωση στη γραμματεία του αρμόδιου πρωτοδικείου, είτε με ρήτρα σε σύμβαση είτε στο διορισθέντα πληρεξούσιο δικηγόρο, ο οποίος είναι αυτοδικαίως και αντίκλητος για όλες τις επιδόσεις που αναφέρονται στη δίκη, στην οποία είναι πληρεξούσιος, έως και την έκδοση αμετάκλητης απόφασης. Επίδοση αγωγής σε τρίτο πρόσωπο για τον εναγόμενο μόνον κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται, όταν τούτο προβλέπεται από ειδική διάταξη νόμου που το καθιστά αντίκλητο του εναγόμενου (ΑΠ 1207/2000 ΧρΙΔ 2001.351). Κατά δε το άρθρο 142 παρ.1 ΚΠολΔ, κάθε διάδικος ή άλλος ενδιαφερόμενος μπορεί να διορίσει αντίκλητο για να παραλαμβάνει τα έγγραφα που του κοινοποιούνται, ο δε διορισμός που γίνεται, όπως ορίζει η παραπάνω διάταξη, καθώς και η παρ.4 του ίδιου άρθρου και κατ’ άρθρα 143 παρ.1 και 96, αφορά όλες ή ορισμένες από τις δικαστικές ή εξώδικες επιδόσεις που απευθύνονται στον διορίσαντα και μια ή περισσότερες ή όλες τις υποθέσεις του (ΕφΠειρ 1641/1987 ΕΝΔ 18.127, ΕφΠειρ 1306/1986 ΕΝΔ 17.177). Μόνος ο χαρακτηρισμός ορισμένου φυσικού ή νομικού προσώπου ως γενικού αντιπροσώπου ενός των διαδίκων, εφόσον γίνεται από τον αντίδικο του που του κοινοποιεί και το δικόγραφο, δεν αρκεί για να του προσδώσει την εξουσία να παραλαμβάνει δικόγραφα, αν ο διορισμός του ως αντικλήτου δεν αποδεικνύεται σύμφωνα με το άρθρο 142 παρ.1 και 4 ΚΠολΔ (ΑΠ 1036/1978 ΕΝΔ 7.297). Την ύπαρξη τέτοιας εξουσίας του αντιπροσώπου πρέπει να αποδεικνύει ο επισπεύδων διάδικος που επιδίδει την κλήση με την απόδειξη κατά νόμιμο τρόπο του διορισμού του αντιπροσώπου ως αντικλήτου, πράγμα το οποίο ερευνάται και αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο βάσει των προσκομιζομένων εγγράφων (ΕφΑθ 450/1981 ΕΕμπΔ ΑΓ195). Αν ο φερόμενος ως αντιπρόσωπος του διαδίκου δεν μπορεί να είναι και ο παραλήπτης του εγγράφου που του επιδόθηκε, η επίδοση είναι ανυπόστατη και όχι απλώς άκυρη (βλ. σχετ. Κ.Μπέη, ΠολΔικ, τομ.1Β, σελ.645, ΑΠ 160/1985 ΝοΒ 34.555, ΕφΠειρ 1641/1987 όπ.π.). Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 139 παρ.1 περ.β’ ΚΠολΔ συνάγεται ότι η έκθεση που συντάσσεται για την επίδοση πρέπει να περιέχει -μεταξύ άλλων- σαφή καθορισμό του εγγράφου που επιδόθηκε και των προσώπων που αφορά. Κατά δε το άρθρο 134 παρ.1 εδ. α’ΚΠολΔ, αν το πρόσωπο στο οποίο γίνεται η επίδοση, διαμένει ή έχει την έδρα του στο εξωτερικό, η επίδοση γίνεται στον εισαγγελέα του δικαστηρίου, στο οποίο εκκρεμεί ή πρόκειται να εισαχθεί η δίκη ή σ’ αυτό που εξέδωσε την επιδιδόμενη απόφαση και για δίκες στο ειρηνοδικείο, στον εισαγγελέα του πρωτοδικείου, στην περιφέρεια του οποίου υπάγεται το ειρηνοδικείο, ενώ κατά την παρ.2 του ίδιου άρθρου, στις περιπτώσεις της παρ.1 η παραγγελία για επίδοση πρέπει να περιέχει με ακρίβεια τον τόπο και τη διεύθυνση του παραλήπτη της επίδοσης. Η πρώτη ως άνω διάταξη, με την οποία καθιερώνεται νόμιμη πλασματική κλήτευση του διαδίκου, με πραγματική επίδοση του εγγράφου στον εισαγγελέα, όταν εκείνος προς τον οποίο γίνεται η επίδοση έχει γνωστή διεύθυνση στο εξωτερικό, εφαρμόζεται όταν πρόκειται για πρόσωπα με διαμονή ή έδρα σε χώρα, η οποία δεν έχει προσχωρήσει σε διεθνή σύμβαση (διμερή ή πολυμερή) που έχει κυρώσει η χώρα και είναι εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στις περιπτώσεις αυτές η επίδοση γίνεται στον εισαγγελέα του δικαστηρίου στο οποίο εκκρεμεί ή πρόκειται να εισαχθεί η δίκη ή σ’ αυτό που εξέδωσε την επιδιδόμενη απόφαση, εκτός εάν πρόκειται για δίκες στο ειρηνοδικείο, οπότε η επίδοση γίνεται στον εισαγγελέα του πρωτοδικείου, στην περιφέρεια του οποίου υπάγεται το ειρηνοδικείο, και αν πρόκειται για έγγραφα που αφορούν την εκτέλεση, στον εισαγγελέα πρωτοδικών στην περιφέρεια του οποίου γίνεται η εκτέλεση. Ο αρμόδιος κατά τα παραπάνω εισαγγελέας οφείλει να αποστείλει το έγγραφο χωρίς υπαίτια καθυστέρηση στον υπουργό εξωτερικών, ο οποίος έχει την υποχρέωση να το διαβιβάσει στον αποδέκτη της επίδοσης. Από τον συνδυασμό της άνω διάταξης με εκείνη του άρθρου 136 παρ.1 ΚΠολΔ συνάγεται ότι όταν πρόκειται για επίδοση στην αλλοδαπή σε πρόσωπα που διαμένουν ή εδρεύουν σε χώρα που δεν έχει προσχωρήσει σε διεθνή σύμβαση (διμερή ή πολυμερή) που έχει κυρώσει η χώρα και είναι εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης, αυτή (επίδοση) θεωρείται ότι συντελείται με την επίδοση στον εισαγγελέα. Οι παραπάνω διατάξεις, με τις οποίες καθιερώνεται νόμιμη πλασματική κλήτευση του διαδίκου, με πραγματική επίδοση του εγγράφου στον εισαγγελέα, όταν ο αποδέκτης της επίδοσης έχει γνωστή διαμονή ή έδρα στο εξωτερικό, εξακολουθούν να ισχύουν και μετά την κύρωση με τον Ν.1334/1983 της από 15 Νοεμβρίου 1965 Διεθνούς Σύμβασης της Χάγης σχετικά με την επίδοση και κοινοποίηση στο εξωτερικό δικαστικών και εξώδικων πράξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις. Περαιτέρω, από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 106, 159 παρ.3 και 160 παρ.1 ΚΠολΔ προκύπτει ότι η παράβαση διάταξης, που ρυθμίζει την διαδικασία, κατ’ιδίως τον τύπο κάποιας διαδικαστικής πράξης, συνεπάγεται την ακυρότητα της, την οποία πάντοτε απαγγέλει το δικαστήριο, μόνο στην περίπτωση κατά την οποία αυτό, χωρίς να διατάξει αποδείξεις, αλλά ακολουθώντας τους κανόνες της ελεύθερης απόδειξης κρίνει ότι η παράβαση προκάλεσε βλάβη στον προτείνοντα διάδικο, που δεν μπορεί να αποκατασταθεί διαφορετικά παρά με κήρυξη της ακυρότητας.
Κατά το άρθρο 261 ΑΚ την παραγραφή διακόπτει η έγερση της αγωγής και η παραγραφή που διακόπηκε με τον τρόπο αυτό αρχίζει και πάλι από την τελευταία διαδικαστική πράξη των διαδίκων ή του δικαστηρίου. Η ακυρότητα κάθε διαδικαστικής πράξης άρα και της επίδοσης της αγωγής, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 159 και 160 ΚΠολΔ δεν επέρχεται αυτοδικαίως, αλλά πρέπει να απαγγέλλεται από το δικαστήριο κατά πρόταση του διαδίκου, εκτός αν ο νόμος παρέχει στο δικαστήριο την εξουσία να εξετάσει αυτεπαγγέλτως αν τηρήθηκε η διάταξη κατά παράβαση της οποίας διενεργήθηκε η διαδικαστική πράξη. Η ελαττωματική επίδοση είναι ισχυρή μέχρις ότου ακυρωθεί δικαστικώς, καθίσταται δε απρόσβλητη αν δεν προσβληθεί κατά την πρώτη, ύστερα από αυτή, διαδικαστική πράξη, η οποία, προκειμένου περί επίδοσης αγωγής, είναι η συζήτηση αυτής (ΑΠ 954/2003 ΤΝΠ Νόμος). Εξάλλου, η ακυρότητα κάθε διαδικαστικής πράξης, άρα και της επίδοσης της αγωγής, εφόσον προβάλλεται νομίμως, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 159 και 160 ΚΠολΔ και αποδεικνύεται η βασιμότητά της από τον προτείνοντα την ακυρότητα, δεν επιφέρει διακοπή της παραγραφής (ΑΠ 1908/2008 ΤΝΠ Νόμος). Κατά δε τα άρθρα 251 και 253 ΑΚ, η παραγραφή αρχίζει από τότε που γεννήθηκε η αξίωση και είναι δυνατή η δικαστική επιδίωξή της, κατά το άρθρο 252 ΑΚ, αν για την απαίτηση της παροχής απαιτείται η παρέλευση προθεσμίας, η παραγραφή αρχίζει από τότε που πέρασε η προθεσμία, στις περιπτώσεις, όμως, των αξιώσεων που αναφέρονται στο άρθρο 250 ΑΚ η παραγραφή αρχίζει μόλις λήξει το έτος μέσα στο οποίο συμπίπτει η πιο πάνω, από το άρθρο 251, οριζόμενη αφετηρία αυτής. Τέλος, σύμφωνα με τα άρθρα 261 και 270 παρ.1 ΑΚ, η παραγραφή διακόπτεται με την έγερση της αγωγής, αρχίζει δε και πάλι από την τελευταία διαδικαστική πράξη των διαδίκων ή του δικαστηρίου, χωρίς να υπολογίζεται ο χρόνος που πέρασε ως τη διακοπή, από το τέλος της οποίας αρχίζει νέα παραγραφή (2813/2020 Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς).
Λαμπρινή Σταμέλου, δικηγόρος