Ανακοπή Ερημοδικίας – Ανωτέρα βία – Περιστατικά που κατά τη νομολογία δεν συνιστούν περιπτώσεις ανωτέρας βίας, ώστε να δικαιολογείται η άσκηση ανακοπής ερημοδικίας
Κατά τη διάταξη του άρθ. 501 παρ. 1 ΚΠολΔ ανακοπή κατά αποφάσεως που έχει εκδοθεί ερήμην του ανακόπτοντος επιτρέπεται, αν εκείνος που δικάστηκε ερήμην δεν κλητεύθηκε καθόλου ή δεν κλητεύθηκε νόμιμα ή εμπρόθεσμα ή αν συντρέχει λόγος ανώτερης βίας. Ως ανώτερη βία νοείται κάθε απρόβλεπτο και εξαιρετικό γεγονός, είτε αντικειμενικό είτε σχετικό με το πρόσωπο του διαδίκου που ερημοδικάστηκε ή του πληρεξουσίου του δικηγόρου, το οποίο στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν μπορούσε να αποτραπεί ούτε με μέτρα εξαιρετικής επιμέλειας και σύνεσης.
Ενόψει τούτων, έχουν κρισιολογηθεί τα κάτωθι:
- ΠΠρΑθ 2655/2013 – ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ: «Ανακοπή κατά της αποφάσεως που έχει εκδοθεί ερήμην επιτρέπεται ν’ ασκήσει ο διάδικος που δικάσθηκε ερήμην, αν δεν κλητεύθηκε καθόλου ή νόμιμα ή εμπρόθεσμα ή αν συντρέχει λόγος ανώτερης βίας (άρθρο 501 όπως αντικ. με το ν. 2145/1993 ΚΠολΔ). […] Η έννοια της ανώτερης βίας, ως λόγος ανακοπής ερημοδικίας, συμπίπτει με εκείνη του άρθρου 152 του ΚΠολΔ και νοείται οποιοδήποτε ανυπαίτιο γεγονός εξαιρετικής φύσεως, που δεν αναμενόταν και δεν ήταν δυνατό να αποτραπεί από το διάδικο ούτε με μέτρα άκρας επιμέλειας συνετού ανθρώπου, επομένως και το αιφνίδιο και απρόβλεπτο κώλυμα του πληρεξουσίου δικηγόρου του διαδίκου, εξαιτίας του οποίου αυτός δεν μπόρεσε να ενεργήσει δικαστική ή εξώδικη πράξη ή να προβεί στις δέουσες ενέργειες για την ανάθεση σ` άλλο δικηγόρο της εκτέλεσης της εν λόγω πράξεως […]. Το πταίσμα όμως του δικαστικού πληρεξουσίου εξισούται με το πταίσμα του διαδίκου, συνεπώς δεν αποτελεί λόγο ανωτέρας βίας, καθόσον η δραστηριότητα του δικαστικού πληρεξουσίου του διαδίκου δεν θα πρέπει να αποβαίνει εις βάρος του αντιδίκου του […]. Με το μοναδικό λόγο της υπό κρίση ανακοπής ο ανακόπτων ισχυρίζεται ότι με την ανακοπτόμενη υπ’ αριθ. 3430/2010 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, δικάστηκε ερήμην εκ λόγων ανωτέρας βίας, καθόσον ο πληρεξούσιος δικηγόρος του, παρόλο που είχε λάβει από τον ίδιο εντολή παράστασης στο Δικαστήριο και παρέστη για την υποβολή αιτήματος αναβολής, μετά την απόρριψη αυτού απεχώρησε πριν τη συζήτηση της υπόθεσης, με αποτέλεσμα ο ανακόπτων, ο οποίος ήταν παρών στο ακροατήριο, να μην μπορέσει να εκπροσωπηθεί από δικηγόρο και να δικαστεί ερήμην. Ειδικότερα ο ανακόπτων ισχυρίζεται ότι ο πληρεξούσιος δικηγόρος του είχε αναφέρει ότι βρίσκεται σε συνεννόηση με την πληρεξούσια δικηγόρο της καθ’ ης για να ζητήσουν αναβολή, προκειμένου οι διάδικοι να υποβάλουν αίτηση συναινετικού διαζυγίου, πλην όμως στη συνέχεια προχώρησε η αντιδικία και δεν κατέστη δυνατή η έκδοση συναινετικού διαζυγίου, επειδή η καθ’ ης προέβαλε ότι δήθεν ο ανακόπτων δεν συμφωνούσε να αποδεχθεί την υπαιτιότητα και ότι μετά ταύτα ο ανακόπτων σχημάτισε τη γνώμη ότι η καθ’ ης με πρόθεση οδήγησε με την υπόσχεση της αναβολής τον πληρεξούσιο δικηγόρο του στο ακροατήριο και στη συνέχεια αρνήθηκε να συναινέσει στην αναβολή, προκειμένου ο ανακόπτων να βρεθεί απροετοίμαστος και χωρίς υπεράσπιση και να εκδοθεί απόφαση διαζυγίου χωρίς αντίλογο και λαμβάνοντας υπόψη μόνον τους ψευδείς ισχυρισμούς της καθ’ ης. Με τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά ο μοναδικός λόγος της ανακοπής, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, είναι μη νόμιμος. Τούτο δε διότι τα περιστατικά αυτά και αληθή υποτιθέμενα, δεν στοιχειοθετούν ανώτερα βία, δηλαδή γεγονός απρόβλεπτο και αναπότρεπτο, το οποίο δεν είναι δυνατόν να προβλεφθεί με μέτρα άκρας επιμέλειας συνετού ανθρώπου. Τέτοιο γεγονός δεν μπορεί να θεωρηθεί το ότι, όπως ο ανακόπτων ισχυρίζεται, ο πληρεξούσιος δικηγόρος του «παραπείσθηκε» από την καθ’ ης ότι θα αναβληθεί η συζήτηση της υπόθεσης, με αποτέλεσμα να αποχωρήσει πριν τη συζήτηση, μετά την απόρριψη του αιτήματος αναβολής που υπέβαλε και στη συνέχεια ο ίδιος (ο ανακόπτων) να βρεθεί απροετοίμαστος και χωρίς πληρεξούσιο δικηγόρο, καθόσον σύμφωνα και με τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη που προηγήθηκε, ως γεγονός ανωτέρας βίας δεν δύναται να θεωρηθεί ούτε η αδιαφορία, ολιγωρία ή και η αμελής ή πλημμελής εκτέλεση των καθηκόντων του πληρεξούσιου δικηγόρου, δεδομένου ότι ο ανακόπτων θα μπορούσε, αν έδειχνε ο πληρεξούσιος δικηγόρος του συνήθη επιμέλεια (πολύ περισσότερο άκρα επιμέλεια) να είχε αποτρέψει την ερημοδικία του. Ειδικότερα, αν αυτός έδειχνε την συνήθη επιμέλεια, δεν θα έπρεπε να εφησυχάσει και να παραστεί κατά τη συζήτηση της αγωγής μόνον για την υποβολή αιτήματος αναβολής, αλλά αντιθέτως, έπρεπε να προετοιμαστεί για να συμμετάσχει στη συζήτηση της υποθέσεως, ενόψει, μάλιστα και του γεγονότος, ότι για την αποδοχή ή μη του αιτήματος αναβολής, αποφαίνεται το Δικαστήριο, το οποίο και κρίνει εάν συντρέχει λόγος αναβολής και όχι η αντίδικος του ανακόπτοντος. Επομένως η υπό κρίση ανακοπή πρέπει να απορριφθεί […].».
- ΠΠρΑθ 3046/2013 – ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ: «Η έννοια της ανώτερης βίας, ως λόγος ανακοπής ερημοδικίας, συμπίπτει με εκείνη του άρθρου 152 του ΚΠολΔ και νοείται οποιοδήποτε ανυπαίτιο γεγονός εξαιρετικής φύσεως που δεν αναμενόταν και δεν ήταν δυνατό να αποτραπεί από το διάδικο ούτε με μέτρα άκρας επιμέλειας συνετού ανθρώπου […]. Το πταίσμα όμως του δικαστικού πληρεξουσίου εξισούται με το πταίσμα του διαδίκου, συνεπώς δεν αποτελεί λόγο ανωτέρας βίας, καθόσον η δραστηριότητα του δικαστικού πληρεξουσίου του διαδίκου δεν θα πρέπει να αποβαίνει εις βάρος του αντιδίκου του […]. Με το μοναδικό λόγο της υπό κρίση ανακοπής, η ανακόπτουσα ισχυρίζεται ότι με την ανακοπτόμενη υπ’ αριθ. 4020/2011 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, δικάστηκε ερήμην εκ λόγων ανωτέρας βίας, καθόσον κατά τη συζήτηση της υπόθεσης εμφανίστηκε η συνεργάτιδα του πληρεξουσίου δικηγόρου της […], λόγω του ότι ο ως άνω πληρεξούσιος δικηγόρος της ανακόπτουσας βρισκόταν σε δικαστήριο στη […], η οποία και παρέστη για την υποβολή αιτήματος αναβολής, μετά την απόρριψη του οποίου απεχώρησε πριν τη συζήτηση της υπόθεσης, με αποτέλεσμα η ανακόπτουσα να μην μπορέσει να εκπροσωπηθεί από δικηγόρο και να δικαστεί ερήμην. Ειδικότερα, η ανακόπτουσα ισχυρίζεται ότι ο πληρεξούσιος δικηγόρος της που υπογράφει την υπό κρίση ανακοπή ερημοδικίας […], απουσίαζε στη Μυτιλήνη λόγω εκδίκασης άλλης υπόθεσης, γεγονός που η ίδια είχε πληροφορηθεί από τον ίδιο ήδη μία εβδομάδα πριν την ως άνω δικάσιμο, ενώ και η ίδια αντιμετώπιζε επί δεκαήμερο (και δη τόσο πριν την ως άνω δικάσιμο και ειδικότερα από τις 10- 2-2011 αλλά και μετά από αυτήν μέχρι τις 20-2-2011) σοβαρά καρδιολογικά προβλήματα, εξαιτίας των οποίων δεν μπορούσε να επιμεληθεί την εξεύρεση άλλου δικηγόρου και εν γένει να προετοιμαστεί για την αντίκρουση της εκδικαζομένης αγωγής του ήδη καθ’ ού η ανακοπή. Με τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά ο μοναδικός λόγος της ανακοπής, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, είναι μη νόμιμος. Τούτο δε διότι τα περιστατικά αυτά, και αληθή υποτιθέμενα, δεν στοιχειοθετούν ανωτέρα βία, δηλαδή γεγονός απρόβλεπτο και αναπότρεπτο, το οποίο δεν είναι δυνατόν να προβλεφθεί με μέτρα άκρας επιμέλειας συνετού ανθρώπου. Τέτοιο γεγονός δεν μπορεί να θεωρηθεί το ότι, όπως η ανακόπτουσα ισχυρίζεται, ο πληρεξούσιος δικηγόρος της απουσίαζε σε άλλο δικαστήριο εκτός Αθηνών και ότι η ίδια (ανακόπτουσα) αδυνατούσε να επιμεληθεί της υπόθεσής της και να εξεύρει άλλο δικηγόρο ή μάρτυρες κατά τη συγκεκριμένη δικάσιμο λόγω σοβαρών προβλημάτων υγείας που αντιμετώπιζε, δεδομένου ότι και τα δύο αυτά κωλύματα δεν τυγχάνουν απρόβλεπτα και αναπότρεπτα, εφόσον είχαν προκύψει και ήταν γνωστά ήδη το μεν πρώτο προ δεκαημέρου από τη δικάσιμο της υπόθεσης, το δε δεύτερο τέσσερις ημέρες πριν από αυτήν, ο δε ως άνω πληρεξούσιος δικηγόρος της ανακόπτουσας έστειλε τη συνεργάτιδά του, επίσης Δικηγόρο, […] προκειμένου να υποβάλει αίτημα περί αναβολής της υπόθεσης, η οποία αποχώρησε πριν τη συζήτηση, μετά την απόρριψη του αιτήματος αναβολής που υπέβαλε, ενώ ο ίδιος (πληρεξούσιος δικηγόρος της ανακόπτουσας) είχε τη δυνατότητα, εφόσον ο λόγος της αναβολής ήταν ήδη γνωστός στην ανακόπτουσα αλλά και σ’ αυτόν αρκετό καιρό πριν, ήτοι τουλάχιστον μία εβδομάδα πριν τη δικάσιμο επί της οποίας εκδόθηκε η ανακοπτόμενη απόφαση, να προετοιμάσει και ενημερώσει την ως άνω δικηγόρο – συνεργάτιδά του – προκειμένου να εκπροσωπήσει την ανακόπτουσα στην ως άνω δίκη και να αντικρούσει τους αγωγικούς ισχυρισμούς του ήδη καθ’ ού η ανακοπή. Συνεπώς, σύμφωνα και με τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη που προηγήθηκε, ως γεγονός ανωτέρας βίας δεν δύναται να θεωρηθεί ούτε η αδιαφορία, ολιγωρία ή και η αμελής ή πλημμελής εκτέλεση των καθηκόντων του πληρεξούσιου δικηγόρου, δεδομένου ότι η ανακόπτουσα θα μπορούσε, αν έδειχνε ο πληρεξούσιος δικηγόρος της συνήθη επιμέλεια (πολύ περισσότερο άκρα επιμέλεια) να είχε αποτρέψει την ερημοδικία της. Ειδικότερα, αν αυτός έδειχνε την συνήθη επιμέλεια, δεν θα έπρεπε να εφησυχάσει και να στείλει τη συνεργάτιδά του, Δικηγόρο […], να παραστεί κατά τη συζήτηση της αγωγής μόνον για την υποβολή αιτήματος αναβολής, αλλά αντιθέτως, εφόσον γνώριζε πριν από αρκετά ικανό χρονικό διάστημα ότι είχε άλλο δικαστήριο εκτός Αθηνών, να προετοιμάσει την συνεργάτιδά του […], για να συμμετάσχει στη συζήτηση της υποθέσεως, ενόψει, μάλιστα και του γεγονότος, ότι για την αποδοχή ή μη του αιτήματος αναβολής, αποφαίνεται το Δικαστήριο, το οποίο και κρίνει εάν συντρέχει λόγος αναβολής και όχι ο αντίδικος της ανακόπτουσας, ανεξαρτήτως αν – όπως ισχυρίζεται η ανακόπτουσα – είχε ενημερωθεί ο πληρεξούσιος δικηγόρος του τελευταίου περί του ότι θα υποβάλλετο αίτημα αναβολής από την ανακόπτουσα. Επομένως η υπό κρίση ανακοπή πρέπει να απορριφθεί […].».
- ΕφΠειρ 552/2015 – ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ: «Κατά τη διάταξη του άρθρου 501 ΚΠολΔ, ανακοπή κατ’ αποφάσεως, που έχει εκδοθεί ερήμην, επιτρέπεται και αν συντρέχει λόγος ανώτερης βίας. Ως ανώτερη βία, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, η συνδρομή της οποίας θεμελιώνει λόγο ανακοπής ερημοδικίας και κατ΄ αποφάσεων του εφετείου, που εκδίδονται ερήμην (άρθρο 502 παρ 1 ΚΠολΔ), νοείται κάθε τυχαίο και ανυπαίτιο γεγονός παρακωλυτικό της εμφανίσεως του διαδίκου στο δικαστήριο και της συμμετοχής του στην εκδίκαση της υποθέσεως, το οποίο ήταν εξαιρετικό και απρόβλεπτο και δεν μπορούσε στη συγκεκριμένη περίπτωση να αποτραπεί από αυτόν με μέτρα άκρας επιμέλειας και συνέσεως. […] Στην προκειμένη περίπτωση η ανακόπτουσα με το μοναδικό λόγο της ανακοπής της ισχυρίζεται ότι κατά τη δικάσιμο της 6.2.2014, κατά την οποία συζητήθηκε η έφεσή της κατά της 154/2012 οριστικής αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (διαδικασίας γαμικών διαφορών), παρά το γεγονός ότι παραστάθηκε για λογαριασμό της η δικηγόρος […], και ζήτησε αναβολή λόγω ανωτέρας βίας που συνέτρεχε στο πρόσωπο του πληρεξούσιου δικηγόρου της […], ο οποίος ήταν κλινήρης από 5.2.2014 έως 7.2.2014, πάσχων από οξεία εμπύρετο βρογχίτιδα και αναιμία και αδυνατούσε να την εκπροσωπήσει και να καταθέσει προτάσεις, απέρριψε το αίτημα της παραπάνω εμφανισθείσας δικηγόρου, η οποία μετά ταύτα αποχώρησε και έτσι αυτή (τότε εκκαλούσα και ήδη ανακόπτουσα) δικάστηκε ερήμην. […] Η παραπάνω ασθένεια όμως δεν συνιστά κατά την κρίση του Δικαστηρίου περιστατικό ανωτέρας βίας με την έννοια που προεκτέθηκε, καθόσον δεν πιθανολογήθηκε ότι ο προαναφερόμενος δικηγόρος εξαιτίας της ασθένειας αυτής αδυνατούσε να συντάξει προτάσεις και να αναθέσει την εκπροσώπηση της εκκαλούσας στη συνεργάτιδά του […], η οποία είχε καταθέσει την έφεση, λαμβανομένου υπόψη και του βαθμού ευκολίας της ένδικης διαφοράς. Ας σημειωθεί εξάλλου ότι η παραπάνω έφεση προσδιορίστηκε αρχικά για τη δικάσιμο της 25ης Οκτωβρίου 2012 και μετά από δύο αναβολές για τη δικάσιμο της 6.2.2014. Συνεπώς ο παραπάνω δικηγόρος γνώριζε από πενταμήνου περίπου τη μετ’ αναβολή δικάσιμο και είχε όλα τα περιθώρια να προετοιμαστεί για τη δικάσιμο αυτή και να μη αναμένει την τελευταία ημέρα για να συντάξει προτάσεις. Την παραπάνω κρίση του δικαστηρίου ενισχύει και η προεπιδειχθείσα δικονομική συμπεριφορά του ως άνω δικηγόρου, ο οποίος αρκέστηκε μόνο στην κατάθεση της έφεσης, χωρίς να την προσδιορίσει ο ίδιος προς συζήτηση, επιδιώκοντας την παρέλκυση και διαιώνιση της δικαστικής εκκρεμότητας. Συνεπώς εφόσον δεν αποδείχθηκε ότι είναι βάσιμος ο λόγος της ανακοπής, πρέπει να απορριφθεί η ένδικη ανακοπή ερημοδικίας ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη […].».
- ΕφΔυτΣτΕλλ 4/2020 – ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ: «Στην προκειμένη περίπτωση, από τα διαδικαστικά έγγραφα της δικογραφίας προκύπτουν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Κατά τη δικάσιμο της 12ης Οκτωβρίου 2015 επρόκειτο να συζητηθεί στο ακροατήριο του ΠΠρΑγρινίου […] η από 2.9.2014 και με αριθμ. εκθ. κατ. ../2014 αγωγή του εφεσίβλητου κατά των ήδη εκκαλούντων με αντικείμενο τη διάρρηξη της αναφερόμενης απαλλοτριωτικής δικαιοπραξίας ως καταδολιευτικής. Κατά την συζήτηση της άνω αγωγής για λογαριασμό των εναγόμενων εμφανίστηκε στο ακροατήριο ο δικηγόρος Αγρίνιου […] ο οποίος μη έχοντας καταθέσει εμπροθέσμως προτάσεις, ήτοι 20 ημέρες πριν την συζήτηση, κατ’ άρθρ. 237 ΚΠολΔ, όπως ίσχυε κατά το χρόνο συζήτησης της αγωγής, ζήτησε την αναβολή της συζήτησης, μετ’ απόρριψη δε του σχετικού αιτήματος, αποχώρησε και δεν έλαβε μέρος στην συζήτηση. Μετά ταύτα, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο προχώρησε στην συζήτηση της υπόθεσης, ερήμην των εναγόμενων, ως δε εκ της συναγόμενης ομολογίας των πραγματικών ισχυρισμών λόγω της ερημοδικίας των εναγόμενων, δέχθηκε την αγωγή και με την 56/2015 οριστική του απόφαση απάγγειλε τη διάρρηξη της προσβαλλόμενης δικαιοπραξίας. Κατά της απόφασης αυτής οι εναγόμενοι άσκησαν νομότυπα και εμπρόθεσμα την από 23.5.2016 (αρ. έκθ. κατ. 14/2016) ανακοπή ερημοδικίας, με την οποία οι ανακόπτοντες προς θεμελίωση λόγου ανώτερης βίας για την ακύρωση της ανακοπτόμενης απόφασης, προέβαλαν τον ισχυρισμό ότι ως εναγόμενοι δικάστηκαν ερήμην κατά τη δικάσιμο της 12.10.2015, επικαλούμενοι ανώτερη βία του πληρεξουσίου δικηγόρου τους για την εμπρόθεσμη κατάθεση των προτάσεων, συνισταμένη αφενός μεν στην πρόωρη διενέργεια βουλευτικών εκλογών της 20ης Σεπτεμβρίου 2015 και την συναφή με αυτές αναστολή των εργασιών των Δικαστηρίων, αφετέρου δε οι ίδιοι (ανακόπτοντες) απουσίαζαν στο εξωτερικό κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα, ήτοι από τα τέλη Αυγούστου μέχρι και τα μέσα Σεπτεμβρίου 2015, για σοβαρούς οικογενειακούς λόγους, αδυνατούντες ως εκ τούτου να ανακρούσουν την σε βάρος τους αγωγή. Επί της ανακοπής αυτής εκδόθηκε η, παραδεκτούς, κατά τα ανωτέρω (υπό στ. 1), εκκαλούμενη απόφαση (40/2017) του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, με την οποία ο μεν πρώτος λόγος απορρίφθηκε ως μη νόμιμος, ο δε δεύτερος ω λόγω αοριστίας των εκτιθέμενων πραγματικών περιστατικών, και τελικά απορρίφθηκε στο σύνολό της η ανακοπή […]. Με τον μοναδικό λόγο της ένδικης έφεσης επαναφέρεται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου οι λόγοι της ανακοπής και υπό τα δύο προαναφερόμενα σκέλη του. Ωστόσο, από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν πιθανολογείται η επικαλούμενη ανώτερη βία του πληρεξουσίου δικηγόρου των ανακοπτόντων, καθώς οι μεν βουλευτικές εκλογές της 20.9.2015 προκηρύχθηκαν δυνάμει του πδ 66/2015, το οποίο δημοσιεύθηκε στην ΕτΚ στις 28.8.2015, η δε άμεσα συνεχόμενη με αυτές αναστολή εργασιών των δικαστηρίων της Χώρας, η οποία εκτεινόταν για το χρονικό διάστημα από 16.9.2015 έως και 25.9.2015, κοινοποιήθηκε με την με αριθμ πρωτ. 64655/2.9.2015 εγκύκλιο του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Ως εκ τούτου, παρά το γεγονός ότι η τελευταία ημέρα εμπρόθεσμης κατάθεσης των προτάσεων για τη δικάσιμο της 12.10.2015 συνέπιπτε εντός του χρόνου αναστολής των εργασιών των δικαστηρίων, ήτοι την 23.9.2015, ωστόσο το γεγονός αυτό δεν εμπόδιζε την κατάθεση των προτάσεων σε προγενέστερο χρόνο και δη από το χρόνο προκήρυξης των εκλογών μέχρι και την αναστολή των εργασιών, που είναι γεγονός σε όλους γνωστό, ότι επέρχεται με την προκήρυξή της εκλογικής διαδικασίας. Ας σημειωθεί εξάλλου ότι η παραπάνω αγωγή προσδιορίστηκε αρχικά για τη δικάσιμο της 12ης Ιανουάριου 2015 και μετά από αίτημα αναβολής που υποβλήθηκε από τον ίδιο πληρεξούσιο δικηγόρο των ανακοπτόντων, αναβλήθηκε για τη δικάσιμο της 12.10.2015. Συνεπώς ο παραπάνω δικηγόρος γνώριζε τουλάχιστον από δεκαμήνου περίπου τη μετ’ αναβολή δικάσιμο και είχε όλα τα περιθώρια να προετοιμαστεί για τη δικάσιμο αυτή και να μη αναμένει την τελευταία ημέρα για να συντάξει προτάσεις. Με τα δεδομένα αυτά η μη νομότυπη παράσταση του πληρεξουσίου δικηγόρου των ανακοπτόντων στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, κατά τη δικάσιμο της 12.10.2015, κατά την οποία συζητήθηκε η ως άνω αγωγή του εφεσίβλητου, δεν μπορεί να αποδοθεί σε ανώτερη βία, δηλαδή σε ανυπαίτιο γεγονός εξαιρετικής φύσης, που δεν αναμενόταν και δεν ήταν δυνατόν να αποτραπεί ούτε με μέτρα άκρας επιμέλειας συνετού ανθρώπου, αφού παρά την αναστολή των εργασιών των δικαστηρίων, υπήρχε ικανός χρόνος για την προετοιμασία και κατάθεση εμπρόθεσμων προτάσεων. Περαιτέρω, ο ίδιος λόγος ανακοπής, κατά το δεύτερο σκέλος του […] σε κάθε περίπτωση είναι απορριπτέος ως αλυσιτελώς προβαλλόμενος, καθώς η φυσική παρουσία των ανακοπτόντων δεν ήταν απαραίτητη για την νόμιμη παράσταση και εκπροσώπησή τους κατά τη δίκη. Συνεπώς εφόσον δεν πιθανολογήθηκε η βασιμότητα του λόγου της ανακοπής, η ανακοπή ερημοδικίας ήταν απορριπτέα ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλούμενη απόφασή του δέχθηκε τα ίδια και απέρριψε την ανακοπή ερημοδικίας ορθώς το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε και συνεπώς τα αντίθετα υποστηριζόμενα με το μοναδικό λόγο της έφεσης είναι απορριπτέα, όπως και η έφεση στο σύνολό της.».
- ΑΠ 294/2023 – ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ: «Στην προκειμένη περίπτωση το Μονομελές Εφετείο Θεσσαλονίκης με την προσβαλλόμενη με αριθμ. 556/2020 απόφασή του δέχθηκε κατά το ενδιαφέρον τον αναιρετικό έλεγχο μέρος τα εξής : “…Στην υπό κρίση περίπτωση, ο ανακόπτων (ήδη αναιρεσείων) ισχυρίζεται ότι, κατά τη συζήτηση της προαναφερόμενης έφεσής του, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, […] εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του […], μόνο για την υποβολή αιτήματος αναβολής της δίκης, λόγω εκκρεμούσης ποινικής δίκης κατά των αντιδίκων του εφεσιβλήτων-καθ` ων η ανακοπή (ήδη αναιρεσιβλήτων), μετά την απόρριψη του οποίου εκείνος (πληρεξούσιος δικηγόρος) αποχώρησε από το ακροατήριο και δεν παραστάθηκε κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, η οποία, μετά ταύτα, διεξήχθη ερήμην του (άρθρο 280 § 2 ΚΠολΔ). Ότι, η απόρριψη του εν λόγω αιτήματος του αναβολής για σπουδαίο λόγο, ενόψει του γεγονότος ότι η υπόθεση ήταν πρωτοείσακτη ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, έλαβε χώρα, αφενός, κατά παράβαση του άρθρου 241 §§1, 2 του ΚΠολΔ, δοθέντος ότι το Δικαστήριο έπρεπε να αναβάλει τη συζήτηση της έφεσης σε άλλη δικάσιμο, αφού ο “σπουδαίος λόγος” συνίστατο στο γεγονός ότι αυτός είχε ήδη καταθέσει ενώπιον του Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Σερρών την, από 31.08.2016 […] μήνυσή του, δυνάμει της οποίας είχε κινηθεί η ποινική δίωξη των αντιδίκων του για τα αποδιδόμενα σε αυτούς αδικήματα […], αφετέρου δε, κατά παράβαση του άρθρου 250 ΚΠολΔ, εφόσον είναι εκκρεμής η άνω ποινική δίκη, η οποία σχετίζεται άμεσα με την ασκηθείσα έφεσή του. Με το παραπάνω περιεχόμενο, αμφότεροι οι λόγοι της ανακοπής πρέπει να απορριφθούν, προεχόντως, ως αβάσιμοι, εφόσον δεν συνιστούν νόμιμους λόγους ανακοπής ερημοδικίας, κατ’ άρθρο 501 ΚΠολΔ […], αφού δεν προτείνονται περιστατικά τα οποία να αφορούν είτε την παντελή απουσία ή την έλλειψη νόμιμης ή εμπρόθεσμης κλήτευσης του ανακόπτοντος ή τη συνδρομή ανώτερης βίας για τη μη παράστασή του κατά τη συζήτηση της έφεσής του. Να σημειωθεί, παρεμπιπτόντως, πως η κρίση του Δικαστηρίου […] ουδόλως δεσμεύεται να χορηγήσει αναβολή για το λόγο ότι η υπόθεση τυγχάνει πρωτοείσακτη. Συνακόλουθα της απόρριψης όλων των λόγων της ανακοπής πρέπει και αυτή να απορριφθεί ως αβάσιμη κατ’ ουσία΄΄. […] Ο ως άνω δεύτερος εκ του αριθμού 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Και τούτο διότι το Μονομελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την προσβαλλόμενη απόφασή του (556/2020), με το να κρίνει ότι οι λόγοι ανακοπής ερημοδικίας του […] ήδη αναιρεσείοντος κατά της απόφασης του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου που απέρριψε την έφεσή του ως ανυποστήρικτη […] δεν παραβίασε, αλλά ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τη διάταξη του άρθρου 501 του ΚΠολΔ, εφόσον τα ως άνω περιστατικά που εκτίθενται στους λόγους της ανακοπής και ήδη στο αναιρετήριο δεν συνιστούν περίπτωση ανώτερης βίας, κατά την έννοια που προεκτέθηκε στη νομική σκέψη που προηγήθηκε. Συνεπώς, ορθά η προσβαλλόμενη απόφαση απέρριψε την ανακοπή ερημοδικίας του ανακόπτοντος και ήδη αναιρεσείοντος, εφόσον οι λόγοι αυτής δεν συνιστούν νόμιμους λόγους ανακοπής ερημοδικίας […].».
Αγγελική Πολυδώρου, Δικηγόρος
e-mail: info@efotopoulou.gr