Επικύρωση αντιγράφων για δικαστική χρήση
Το άρθρο 449 ΚΠολΔ ορίζει ότι «1. Αντίγραφα των οποίων η ακρίβεια βεβαιώνεται από τον αρμόδιο υπάλληλο έχουν αποδεικτική δύναμη ίση με το πρωτότυπο. 2. Φωτογραφίες ή φωτοτυπίες εγγράφων έχουν αποδεικτική δύναμη ίση με το πρωτότυπο, εφόσον η ακρίβειά τους βεβαιώνεται από πρόσωπο που είναι κατά το νόμο αρμόδιο να εκδίδει αντίγραφα».
Αντίγραφα καλούνται οι απλές μιμήσεις του πρωτοτύπου που δε φέρουν τα στοιχεία της καταστατικής πράξης[1]. Κατά τη διάταξη του άρθρου 449 ΚΠολΔ, αντίγραφο την ακρίβεια του οποίου βεβαιώνει αρμόδιος υπάλληλος, έχει αποδεικτική δύναμη ίση με το πρωτότυπο[2], εφόσον δεν προσβάλλεται ως πλαστό (438 ΚΠολΔ). Φωτογραφίες ή φωτοτυπίες εγγράφων έχουν αποδεικτική δύναμη ίση προς το πρωτότυπο, εφόσον η ακρίβειά τους βεβαιώνεται από πρόσωπο αρμόδιο για την έκδοση αντιγράφου[3]. Τέτοιο αρμόδιο πρόσωπο είναι και ο δικηγόρος, σύμφωνα με το άρθρο 36 παρ. 2 περ. β΄ του Κώδικα Δικηγόρων, για τα έγγραφα που έχει στην κατοχή του έστω και για ελάχιστο χρόνο, ακόμη και αν είναι ο ίδιος διάδικος ή ενεργεί ως πληρεξούσιος του διαδίκου[4]. Έμμεση βεβαίωση της προσωρινής κατοχής του εγγράφου μπορεί να ενέχει και ο χαρακτηρισμός του αντιγράφου ως αντιπεφωνημένου[5]. Ο δικηγόρος, όταν επικυρώνει αντίγραφο, θεωρείται ότι ασκεί δημόσια εξουσία[6].
Όσον αφορά, ειδικότερα, τη βεβαίωση από δικηγόρο, ο τελευταίος έχει το δικαίωμα να εκδίδει αντίγραφα του κάθε είδους εγγράφων που υπάρχουν σε αυτόν, τα οποία έχουν πλήρη ισχύ κυρωμένου αντιγράφου. Προς τούτο, πρέπει ο δικηγόρος να βεβαιώνει την ακρίβεια του αντιγράφου από το πρωτότυπο ή κυρωμένο αντίγραφο, την ύπαρξη αυτού σε αυτόν και να υπογράφει, αλλιώς δεν έχει την αποδεικτική δύναμη του πρωτοτύπου. Εφόσον φέρει τα αναγκαία για το κύρος του αντιγράφου στοιχεία το εκδιδόμενο από το δικηγόρο αντίγραφο, δεν είναι δυνατή η αμφισβήτησή του, εκτός αν προσβληθεί κατά το 438 ΚΠολΔ ως πλαστό[7]. Για το κύρος της επικύρωσης φωτοτυπίας, με βεβαίωση από δικηγόρο της ακρίβειάς της, ήτοι βεβαίωση ότι αυτή αποδίδει το πρωτότυπο, δεν είναι, σε περίπτωση προσωρινής κατοχής του πρωτοτύπου, αναγκαία η πανηγυρική διατύπωση αυτού του γεγονότος στη σχετική έγγραφη βεβαιωτική πράξη του δικηγόρου, αλλά αρκεί να συνάγεται βεβαίωση και του γεγονότος αυτού από την όλη διατύπωση της πράξης. Τέτοια δε έμμεση βεβαίωση προσωρινής κατοχής του εγγράφου από το δικηγόρο μπορεί να ενέχει και ο χαρακτηρισμός του επικυρούμενου φωτοτυπικού αντιγράφου ως αντιπεφωνημένου, αφού ο χαρακτηρισμός αυτός λογικά προϋποθέτει την ολική ενέργεια παραβολής του φωτοαντιγράφου προς το πρωτότυπο και τη διαπίστωση της συμφωνίας προς αυτό, όπερ σημαίνει την έστω και βραχύχρονη κατοχή του πρωτοτύπου από το δικηγόρο, ο οποίος το παραβάλλει προς το φωτοαντίγραφο που επικυρώνει[8]. Αν το πρωτότυπο δε βρίσκεται στην κατοχή του δικηγόρου κατά το χρόνο έκδοσης του αντιγράφου (ήτοι της υπογραφής του), αλλά στην κατοχή άλλου φυσικού ή νομικού προσώπου, δεν υφίσταται δικαίωμα του δικηγόρου έκδοσης κυρωμένων αντιγράφων με πλήρη ισχύ πρωτοτύπου[9].
Η έκδοση κυρωμένου αντιγράφου, η οποία γίνεται από το πρωτότυπο ή κυρωμένο αντίγραφο, προϋποθέτει α) αρμοδιότητα του υπαλλήλου που εκδίδει αυτό, β) κατοχή του πρωτοτύπου ή του κυρωμένου αντιγράφου από τον εκδότη του αντιγράφου δημόσιο υπάλληλο, η οποία μπορεί να είναι και προσωρινή, γ) βεβαίωση του ίδιου υπαλλήλου για την ακρίβεια αυτού προς το πρωτότυπο ή το κυρωμένο αντίγραφο και υπογραφή του ίδιου προσώπου ιδιόχειρη ή του αναπληρωτή αυτού, εφόσον και αυτός έχει την προς τούτο εξουσία. Η έκδοση του αντιγράφου πρέπει, για να έχει κύρος, να εκδίδεται μετά την υπογραφή του πρωτοτύπου, άλλως, αν εκδοθεί πριν από αυτή, είναι άκυρο.
Έχει κριθεί ότι η επίδοση αντιγράφου οριστικής αποφάσεως, του οποίου δε βεβαιώνεται η ακρίβεια σε σχέση με το πρωτότυπο από το δικηγόρο που το εξέδωσε, ισούται με παράλειψη επιδόσεως και δεν κινεί την προθεσμία του ενδίκου μέσου[10]. Τα μη επικυρωμένα αντίγραφα, αν προσκομίζονται με νόμιμη χαρτοσήμανση και η γνησιότητά τους δεν αμφισβητείται, ή εάν αμφισβητηθεί αποδειχθεί η γνησιότητά τους, μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως τεκμήρια[11]. Εάν το Δικαστήριο κρίνει απαραίτητη την προσαγωγή του πρωτοτύπου εγγράφου και δεν αρκείται στο επικυρωμένο αντίγραφο, τότε το αντίγραφο δε θα ληφθεί υπόψη προς απόδειξη του αμφισβητούμενου ισχυρισμού[12].
Μάλιστα, σημειούται ότι, καίτοι δυνάμει του άρθρου 1 του Ν. 4250/2014 καταργήθηκε η υποχρέωση επικύρωσης αντιγράφων πρωτοτύπων εγγράφων, όπως διευκρινίστηκε δυνάμει της υπ’ Αριθμ. Πρωτ.ΔΙΑΔΙΠΥΔ/ΤΣΠΕΑΔ/φ.15/οικ.13033/05-05-2016 Εγκυκλίου του Υπουργείου Εσωτερικών & Διοικητικής Ανασυγκρότησης «τα έγγραφα που προσκομίζονται για δικαστική χρήση δεν εμπίπτουν στις διατάξεις του άρθρου 1 του ν. 4250/2014. Συνεπώς, τα έγγραφα αυτά υποβάλλονται σε πρωτότυπη μορφή ή σε επικυρωμένα αντίγραφα».
Εμμανουέλα Μανωλιδάκη, δικηγόρος
info@efotopoulou.gr
[1] Βλ. Χ. Απαλαγάκη, Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 3η έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, 2013, σελ. 902 επ. (υπό άρθρο 449).
[2] Βλ. ΕφΑθ 10172/2002, ΕλλΔνη 46, σελ. 208, ΕφΑθ 13547/1995, ΠοινΧρ 1996, σελ. 105.
[3] Βλ. ΑΠ 1579/2005, ΕλλΔνη 2008, σελ. 752, ΕφΘρακ 79/2003, ΕλλΔνη 47, σελ. 1105.
[4] Βλ. ΕφΛαρ 361/2007, Δικογρ 2007, σελ. 330, ΑΠ 902/2006, ΕΕμπΔ 2007, σελ. 60, ΑΠ 195/2001, ΕλλΔνη 42, σελ. 732, ΕφΛαρ 389/1995, Αρμ 1996, σελ. 493, ΑΠ 87/1991, ΕλλΔνη 1992, σελ. 1454, ΑΠ 54/1990, ΕλλΔνη 1991, σελ. 62, ΑΠ 767/1988, ΕλλΔνη 1989, σελ. 564.
[5] Βλ. ΑΠ 54/1990, ΕλλΔνη 1991, σελ. 62.
[6] Βλ. ΑΠ 1450/1993, ΠοινΧρ 1993, σελ. 1268.
[7] Βλ. ΕφΘρ 79/2003, ΕλλΔνη 47, σελ. 1105, ΕφΑθ 4404/1991, ΝοΒ 39,σελ. 1396, ΑΠ 504/1978, ΝοΒ 27, σελ. 373.
[8] Βλ. ΑΠ 27/2010, ΕλλΔνη 2011, σελ. 71, ΑΠ 1957/2009, ΕλλΔνη 2011, σελ. 109.
[9] Βλ. ΑΠ 1447/1988, ΕλλΔνη 31, σελ. 104, ΑΠ 259/1986, ΝοΒ 35, σελ. 527, ΑΠ 407/1978, ΝοΒ 27, σελ. 185, ΠολΠρΑγρ 231/1990, ΕλλΔνη 32, σελ. 213.
[10] Βλ. ΑΠ 2/1993, ΕλλΔνη 1995, σελ. 1084.
[11] Βλ. ΑΠ 1286, ΕλλΔνη 46, σελ. 406, ΑΠ 1064/1987, ΕΕΝ 1988, σελ. 525, ΑΠ 158/1995, ΕΕΝ 1996, σελ. 163.
[12] Βλ. ΜΠΑ 1664/2007, ΕΤρΑξΧρΔ 2008, σελ. 766.