Η ελεύθερη εκτίμηση της αξίας του αντικειμένου της διαφοράς από το Δικαστήριο και οι συνέπειες στην περίπτωση διαπίστωσης καθ’ ύλην αναρμοδιότητάς του
Από τις διατάξεις των άρθρων 7,8,9,10,11,14 και 18 ΚΠολΔ συνάγεται ότι η καθ’ ύλην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου για εκδίκαση ορισμένης υπόθεσης καθορίζεται από την αξία του αντικειμένου της διαφοράς κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής. Ο καθορισμός γίνεται από το Δικαστήριο με ελεύθερη κρίση, για τη διαμόρφωση της οποίας λαμβάνεται υπόψη το αίτημα της αγωγής. Έτσι, ναι μεν για τον προσδιορισμό της αξίας του αντικειμένου της διαφοράς απαιτείται πλήρης δικανική πεποίθηση, το Δικαστήριο, όμως, δεν δεσμεύεται από κανόνες της αποδεικτικής διαδικασίας, είναι δε ελεύθερο να διατάξει ή όχι απόδειξη και να επιλέξει τα αποδεικτικά μέσα, με τη δυνατότητα χρησιμοποίησης και άλλων εκτός από αυτά που ο νόμος (άρθρο 339 ΑΚ) ορίζει ή και να αρκεστεί στην εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών που τίθενται υπό την κρίση του, βασιζόμενο κατ’ αρχήν στην αποτίμηση του ενάγοντος και αν αμφισβητηθεί η τελευταία κρίνεται ελευθέρως από το Δικαστήριο, το οποίο δύναται και να στηριχθεί στους εκατέρωθεν ισχυρισμούς των διαδίκων (ΑΠ 1535/2018 ΤΝΠ NOMOS).
Στα πλαίσια δε του άρθρου 46 ΚΠολΔ ορίζεται ρητά ότι το Δικαστήριο, αν διαπιστώσει καθ’ ύλην ή κατά τόπον αναρμοδιότητά του, ζήτημα για το οποίο αποφαίνεται αυτεπαγγέλτως, προσδιορίζει το αρμόδιο προς εκδίκαση Δικαστήριο και παραπέμπει σε αυτό την υπό κρίση υπόθεση. Ωστόσο, επισημαίνεται ότι ο δικαστής αναρμόδιου Δικαστηρίου, ακόμα και κατώτερου εν σχέσει με το καθ΄ ύλην αρμόδιο Δικαστήριο, έχει την ευχέρεια για λόγους οικονομίας της δίκης να απορρίψει το εισαγωγικό ένδικο βοήθημα, εφόσον κρίνει ότι για κάποιον τυπικό λόγο είναι απαράδεκτο ή νομικά αβάσιμο, αντί να το παραπέμψει προς εκδίκαση στο εκάστοτε καθ’ ύλην αρμόδιο Δικαστήριο. Πράγματι, υπό την έποψη της αρχής της οικονομίας της δίκης, από την οποία διαπνέεται ο κώδικας πολιτικής δικονομίας, «επιβάλλεται» αν η αγωγή (ή το εκάστοτε ένδικο βοήθημα με το οποίο άγεται προς κρίση αίτημα προς παροχή δικαστικής προστασίας) είναι απαράδεκτη, ως προδήλως αόριστη, νομικά αβάσιμη, αλλά και γενικώς αν υπάρχει πρόδηλη έλλειψη κάποιας προϋπόθεσης, από αυτές που εξετάζονται σε μεταγενέστερο στάδιο και εν προκειμένω μετά την παραπομπή στο αρμόδιο Δικαστήριο, η άμεση απόρριψή της και όχι η παραπομπή της στο εκάστοτε αρμόδιο Δικαστήριο ώστε να απορριφθεί από εκείνο για τον ίδιο λόγο (ΜΠΡ ΑΘ 853/2017, ΠΠρΘηβ 75/2004 ΤΝΠ NOMOS).
Τέλος, υπογραμμίζεται ότι εάν το Δικαστήριο, ενώπιον του οποίου άγεται προς δικαστική εκτίμηση και κρίση αγωγή, κρίνοντας εαυτό ως καθ’ ύλην αναρμόδιο την απορρίψει εξ αυτού ακριβώς του λόγου αντί να την παραπέμψει στο καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο, δεν στοιχειοθετείται περίπτωση αξιοποίησης της ανωτέρω περιγραφείσας ευχέρειας στα πλαίσια της αρχής οικονομίας της δίκης, αλλά διολίσθησή του (δικάσαντος Δικαστηρίου) σε νομική πλημμέλεια και δη στην εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου.
Ιωάννης Μπάλλιας, δικηγόρος
e-mail: info@efotopoulou.gr