Δικηγορικό Γραφείο Ευγενίας Α. Φωτοπούλου
Βασιλίσσης Σοφίας 6 Αθήνα 106 74
Τηλέφωνο: 210 36 24 769, 211 7 80 80 80
210 30 09 019
Email: info@efotopoulou.gr

Υπό ποιες προϋποθέσεις επιτρέπεται η άσκηση δεύτερης αγωγής κατά τον Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας

Στον Κ.Δ.Δ. ορίζεται στο άρθρο 76, όπως ισχύει μετά την αναρίθμηση της παραγράφου 2 σε παράγραφο 3 και την προσθήκη παραγράφου 2 με το άρθρο 8 παρ. 1 του ν. 3659/2008, ότι: «1. Είναι απαράδεκτη η άσκηση δεύτερης αγωγής, με το αυτό αντικείμενο από τον ίδιο ενάγοντα. 2. Κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται η άσκηση δεύτερης αγωγής όταν η πρώτη έχει απορριφθεί τελεσιδίκως για λόγους τυπικούς. Η αγωγή αυτή ασκείται εντός προθεσμίας εξήντα (60) ημερών από την κοινοποίηση της τελεσίδικης απόφασης και τα αποτελέσματα της άσκησής της ανατρέχουν στο χρόνο άσκησης της πρώτης. 3. Αγωγή, από το δικόγραφο της οποίας παραιτήθηκε ο ενάγων, θεωρείται ότι δεν ασκήθηκε».

Κατ’ εξαίρεση του απαραδέκτου της άσκησης δεύτερης αγωγής από τον ίδιο ενάγοντα κατά του ίδιου εναγόμενου με το ίδιο αντικείμενο, που θεσπίζεται με την παρ.1 του ως άνω άρθρου 76 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, με την παρ.2 του ίδιου άρθρου -που προστέθηκε με το άρθρο 8 παρ.1 του ν.3659/2008 – καθιερώνεται η παραδεκτή άσκηση δεύτερης αγωγής, εφόσον έχει εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση επί της πρώτης αγωγής, με την οποία αυτή απορρίφθηκε για τυπικούς λόγους, δηλαδή για λόγους που δεν αναφέρονται στο υποστατό ή στο βάσιμο της αξιώσεως αλλά σε έλλειψη δικονομικών προϋποθέσεων που συνεπάγονται ακυρότητα ή απαράδεκτο της αγωγής (π.χ. αοριστία δικογράφου, μη καταβολή δικαστικού ενσήμου, μη νομιμοποίηση του υπογράφοντος το δικόγραφο δικηγόρου κ.λπ.)[1]. Η ρύθμιση αυτή ισχύει εφόσον συντρέχουν οι εξαιρετικές προϋποθέσεις που ορίζει η παραπάνω διάταξη, δηλαδή στην περίπτωση που υπάρχει ταυτότητα των διαδίκων και του αντικειμένου των δύο αγωγών, άλλως ταυτότητα διαφοράς, υπό την έννοια της σύμπτωσης του δικαιώματος για την ικανοποίηση του οποίου ασκούνται οι αγωγές, του αιτήματος, της ιστορικής και νομικής βάσης αυτών (βλ. Σ.τ.Ε. 3840/2009 Ολομ., 3137/2013, 2892/2014, 3032/2014). Μεταξύ άλλων, δε, υπάρχει ταυτότητα διαφοράς όταν η πρώτη αγωγή που απορρίφθηκε είχε καταψηφιστικό αίτημα και στη συνέχεια ασκείται η ίδια αγωγή με αναγνωριστικό αίτημα (βλ. ως άνω Σ.τ.Ε. 2365/2016). Περαιτέρω, προβλέπεται συγκεκριμένη αποκλειστική προθεσμία εντός της οποίας πρέπει να ασκηθεί η δεύτερη αγωγή, η οποία είναι εξήντα ημερών και εκκινεί από την κοινοποίηση της τελεσίδικης απόφασης. Σε περίπτωση, δε, συνδρομής των ανωτέρω προϋποθέσεων, τα αποτελέσματα της άσκησης της δεύτερης αγωγής, μεταξύ των οποίων και η διακοπή της παραγραφής της σχετικής αξίωσης, ανατρέχουν στον χρόνο άσκησης της πρώτης αγωγής[2].

Έχει κριθεί δε, στην περίπτωση που η αρχική αγωγή δεν απορρίφθηκε για τυπικό λόγο, ήτοι λόγω ελλείψεως δικονομικής προϋπόθεσης που συνεπάγεται την ακυρότητα του δικογράφου ή το απαράδεκτο της αγωγής, που, κατά βασική δικονομική αρχή, ερευνάται πριν από την αξιολόγηση της ύπαρξης και του περιεχομένου της αξίωσης και της οποίας η θετική ή αρνητική συνδρομή παρεμποδίζει τη διάγνωση της αξίωσης, αλλά απορρίφθηκε για έλλειψη ενεργητικής νομιμοποίησης, ότι η απόρριψη της αγωγής λόγω έλλειψης ενεργητικής νομιμοποίησης ισοδυναμεί με απώλεια του δικαιώματος προς αποζημίωση κατ’ άρθρο 105-106 Εισ.Ν.Α.Κ και 932 του Α.Κ. και ως εκ τούτου ότι η δεύτερη αγωγή σε αυτή την περίπτωση ασκείται απαράδεκτα[3].

Περαιτέρω, οι αποφάσεις των διοικητικών δικαστηρίων καθίστανται αμέσως τελεσίδικες από την έκδοσή τους, αν είναι κατά το άρθρο 92 του Κ.Δ.Δ. ή σύμφωνα με το νόμο που προβλέπει την έκδοσή τους ανέκκλητες, ενώ, αν είναι εκκλητές, τελεσιδικούν είτε με την έκδοση της απόφασης του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου επί ασκηθείσας έφεσης, είτε με την πάροδο άπρακτης της κατά το άρθρο 94 παρ. 1 του Κ.Δ.Δ. αποκλειστικής προθεσμίας της έφεσης, ήτοι προθεσμίας εξήντα (60) ημερών από την κοινοποίηση της πρωτόδικης απόφασης, είτε δια της παραίτησης του διαδίκου από το ασκηθέν ένδικο μέσο της έφεσης (πρβλ. ΣτΕ 294/1996, 6251/1995).

Ωστόσο, στην περίπτωση που η αρχική αγωγή απορριφθεί ελλείψει νομιμοποίησης του υπογράφοντος το δικόγραφο αυτής δικηγόρου κατ’ άρθρο 28 του Κ.Δ.Δ., λόγω μη παράστασης του διαδίκου με δικαστικό πληρεξούσιο ή παράλειψης εμφάνισής του στο ακροατήριο για να εγκρίνει την άσκηση του ενδίκου βοηθήματος παρά τη νόμιμη προς τούτο κλήτευσή του, και κατά της απορριπτικής αυτής απόφασης ασκηθεί από τον ενάγοντα ανακοπή ερημοδικίας, με την οποία αυτός παραπονείται για τη νομιμότητα της κλήτευσής του ενώπιον του δικαστηρίου που εκδίκασε την αγωγή του, προβάλλοντας ότι εξαιτίας αυτής ή για λόγους ανωτέρας βίας δεν παραστάθηκε προς υποστήριξή της με πληρεξούσιο δικηγόρο, τότε, η απόφαση που εκδίδεται επί της ανωτέρω ανακοπής ερημοδικίας εφόσον είναι απορριπτική – και, συνεπώς, δεν προχωρεί στην εκδίκαση της διαφοράς, κρίση που, άλλωστε, προϋποθέτει την αποδοχή του λόγου της ανακοπής και την εξαφάνιση της ανακοπτόμενης απόφασης κατά το άρθρο 91 του Κ.Δ.Δ. – αποτελεί τελεσίδικη δικαστική απόφαση, σε σχέση με τις αιτιάσεις που αποτελούν αντικείμενο του ένδικου μέσου της ανακοπής ερημοδικίας, δηλαδή σε σχέση με τη μη κλήτευση ή τη μη νόμιμη κλήτευση του διαδίκου που δεν παρέστη κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ενώπιον του δικάσαντος την αγωγή δικαστηρίου, ή τη συνδρομή λόγων ανωτέρας βίας στους οποίους οφείλεται η μη παράστασή του (πρβλ. ΣτΕ 693/2014 Ολομέλειας, 698/2019, 1285/2018)[4].

Αγγελική Λιγοψυχάκη, δικηγόρος

info@efotopoulou.gr

[1] Βλ. 241/2021 ΔΠΡ ΡΟΔΟΥ, δημοσιευμένη σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ

[2] Βλ. 31/2019 ΔΠΡ ΝΑΥΠΛΙΟΥ, δημοσιευμένη σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ

[3] Βλ. 241/2021 ΔΠΡ ΡΟΔΟΥ, δημοσιευμένη σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ

[4] Βλ. 14113/2020 ΔΠΡ ΑΘΗΝΩΝ, δημοσιευμένη σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ

Το email σας δεν θα δημοσιευτεί