Κοινωνικοασφαλιστικές διαφορές – Αρμοδιότητα Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου όταν οι διαφορές συνδέονται μεν με οικονομικές συνέπειες αλλά δεν έχουν αμιγώς χρηματικό αντικείμενο
Η αρχή του φυσικού δικαστή που κατοχυρώνεται στο άρθρο 8 του Συντάγματος ως ατομικό δικαίωμα αποτελεί θεμελιώδη δικονομική αρχή της δικαστικής οργάνωσης και της δικαιοδοτικής λειτουργίας. Σύμφωνα με τη δικονομική αυτή αρχή η καθ’ ύλην αρμοδιότητα που έχει καθοριστεί εκ των προτέρων να ασκείται από ένα δικαστήριο δεν επιτρέπεται να ασκηθεί από άλλο, εκτός αν υπάρχει αντίθετη περί τούτου νομοθετική ρύθμιση. Ως καθ’ ύλην δε αρμοδιότητα του δικαστηρίου νοείται η εξουσία του να δικάζει υποθέσεις με συγκεκριμένο αντικείμενο. Οι κανόνες με τους οποίους καθορίζεται η καθ’ ύλην αρμοδιότητα των δικαστηρίων είναι κανόνες δημόσιας τάξης και, ως εκ τούτου, η τήρησή τους ελέγχεται αυτεπαγγέλτως από τα διοικητικά δικαστήρια σε κάθε στάση της δίκης, καθώς και για πρώτη φορά στην κατ’ αναίρεση δίκη ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας (βλ. ΣτΕ 4323/2013, 266/2002, 994/2001, 1053/1998, πρβ. ΑΠ 1408/2012, 1389/2010). Περαιτέρω, κατά τα οριζόμενα στην περίπτ. α της παρ. 1 του άρθρου 56 του π.δ. 18/1989, το Συμβούλιο της Επικρατείας, δικάζοντας κατ’ αναίρεση, εξετάζει αυτεπαγγέλτως όχι μόνο την καθ’ ύλην αρμοδιότητα του δικαστηρίου που εξέδωσε την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση αλλά και την εκ μέρους του δικαστηρίου αυτού υπέρβαση της εξουσίας που του έχει απονεμηθεί από τον νόμο να επιληφθεί της κύριας υπόθεσης που συνιστά το ουσιαστικό αντικείμενο της δίκης, πρωτοβάθμιας ή δευτεροβάθμιας (βλ. ΣτΕ 800/2021 Ολομ., 1360 – 1361/2021 Ολομ., 677/2021, 1762/2020 7μ., 1768/2020 7μ., 1770/2020 7μ., 1370/2020, 4323/2013, 3778/2015, 902/2012, 1091/2010, 3873/2009, 1180/2003, 3398/1990, 57/1993, 2049/1986 7μ., 3778/1984 7μ.), τούτο δε ανεξαρτήτως της συνδρομής των προϋποθέσεων των παρ. 3 και 4 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989, όπως οι παράγραφοι αυτές αντικαταστάθηκαν με την παρ. 1 του άρθρου 12 του ν. 3900/2010 (Α΄ 213, βλ. ΣτΕ 800, 1360 – 1361/2021 Ολομ., 677/2021, 1762/2020 7μ., 1768, 1770/2020 7μ., 374/2020).
Επειδή στην παρ. 1 του άρθρου 7 του ν. 702/1977 (Α΄ 268) ορίζεται ότι: «Εις την αρμοδιότητα του τριμελούς διοικητικού πρωτοδικείου υπάγονται αι διοικητικαί διαφοραί ουσίας, αι αναφυόμεναι εκ της αναγνωρίσεως, παραχωρήσεως ή απονομής δικαιώματος ή ευεργετήματος ή οιασδήποτε άλλης παροχής της αρνήσεως ικανοποιήσεως, εν όλω ή εν μέρει, τοιούτου αιτήματος, ως και της μεταβολής δημιουργηθείσης, διά διοικητικής πράξεως καταστάσεως κατά την εφαρμογήν της νομοθεσίας: α) Περί κοινωνικής ασφαλίσεως, καθ’ όσον αφορά εις τας εν γένει ασφαλιστικάς σχέσεις μεταξύ των φορέων και των ησφαλισμένων ή των εργοδοτών των, ιδία δε αι διαφοραί περί την υπαγωγήν εις την ασφάλισιν και την διάρκειαν ταύτης, τας καταβλητέας εισφοράς υπό εργοδοτών και ησφαλισμένων και τας πάσης φύσεως παροχάς υπό του φορέως. β) …». Εξάλλου, στο άρθρο 6 του ΚΔΔ, όπως αυτό ισχύει μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο 47 παρ. 1 του ν. 4055/2012 (Α΄ 51/12.3.2012) και μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 18 παρ. 1 του ν. 4446/2016 (Α΄ 24), ορίζονται, μεταξύ άλλων, τα εξής: «1. Η, σε πρώτο βαθμό, εκδίκαση των διοικητικών διαφορών ουσίας ανήκει στο τριμελές πρωτοδικείο. 2. Η εκδίκαση: α. Των διαφορών από «δημόσιες» συμβάσεις ανήκει, σε πρώτο και τελευταίο βαθμό, στο εφετείο, β. … γ. Των χρηματικών διαφορών, των οποίων το αντικείμενο δεν υπερβαίνει το ποσό των εξήντα χιλιάδων (60.000) ευρώ, ανήκει στο μονομελές πρωτοδικείο … 6. Η σε δεύτερο βαθμό εκδίκαση των διοικητικών διαφορών ουσίας ανήκει στο τριμελές εφετείο. Κατ’ εξαίρεση, στις περιπτώσεις που η πρωτόδικη απόφαση εκδίδεται από το μονομελές πρωτοδικείο, η εκδίκαση της διαφοράς σε δεύτερο βαθμό ανήκει στο μονομελές εφετείο».
Επειδή από τις διατάξεις των άρθρων 7 παρ. 1 του ν. 702/1977 και 6 παρ. 1 του ΚΔΔ συνάγεται ότι οι διοικητικές διαφορές ουσίας υπάγονται κατά κανόνα στην καθ’ ύλην αρμοδιότητα του τριμελούς διοικητικού πρωτοδικείου και κατ’ εξαίρεση στην αρμοδιότητα διοικητικού δικαστηρίου άλλου βαθμού ή ίδιου βαθμού αλλά διαφορετικής σύνθεσης, εφόσον τούτο ορίζεται ρητώς με διάταξη νόμου. Όσον αφορά τις διαφορές που ανακύπτουν κατά την εφαρμογή της νομοθεσίας περί κοινωνικής ασφάλισης, από τις ίδιες διατάξεις συνάγεται ότι στην εξαιρετική καθ’ ύλην αρμοδιότητα του μονομελούς διοικητικού πρωτοδικείου και ακολούθως του μονομελούς διοικητικού εφετείου υπάγονται μόνο οι κοινωνικοασφαλιστικές διαφορές οι οποίες έχουν αμιγώς χρηματικό αντικείμενο υπολειπόμενο των 60.000 ευρώ. Για τις λοιπές κοινωνικοασφαλιστικές διαφορές, οι οποίες συνδέονται μεν με οικονομικές συνέπειες αλλά δεν έχουν αμιγώς χρηματικό αντικείμενο, διατηρείται ο κανόνας της γενικής καθ’ ύλην αρμοδιότητας του τριμελούς διοικητικού πρωτοδικείου σε πρώτο βαθμό και ακολούθως του τριμελούς διοικητικού εφετείου σε δεύτερο βαθμό. Τέτοιες είναι οι διαφορές που ανακύπτουν κατόπιν άσκησης προσφυγής ουσίας κατά πράξης ασφαλιστικού φορέα περί υπαγωγής ή μη ασφαλισμένου στην ασφάλιση του φορέα ή περί κατάταξης του ασφαλισμένου σε ορισμένη ασφαλιστική κατηγορία με παρεπόμενη συνέπεια τον καταλογισμό ή την επιστροφή των αναλογουσών στην ασφάλιση αυτή εισφορών (πρβ. ΣτΕ 1256 – 1269/2021, 149, 150, 1949/2020, 3290/2017, 2017/2022 ΣΤΕ).
Ναταλία Κ. Νεραντζάκη, δικηγόρος
Info@efotopoulou.gr