Λόγος αναίρεσης συνιστάμενος στην παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, κατ’ άρθρο 559 αριθμ. 1 ΚΠολΔ, συνδυαστικά με αριθμ. 19 του ίδιου άρθρου. Στοιχεία ορισμένου του σχετικού αναιρετικού λόγου
Ο αναιρετικός λόγος από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ ιδρύεται, όταν κανόνας ουσιαστικού δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις για την εφαρμογή του ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή, με εσφαλμένη υπαγωγή (Ολ.Α.Π. 10/2011, Ολ.Α.Π. 7/2006, Α.Π. 341/2021, Α.Π. 1527/2017). Εάν το δικαστήριο έκρινε κατ’ ουσίαν, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται, με βάση τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία, ανελέγκτως, δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το Δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο, αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν φανερή την παραβίαση. Τούτο συμβαίνει, όταν το Δικαστήριο εφάρμοσε συγκεκριμένο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, παρότι τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή δεν εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε, αρκούσαν για την εφαρμογή του καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των περιστατικών στη διάταξη, στο πραγματικό της οποίας δεν υπάγονται.
Στους κανόνες δε του ουσιαστικού δικαίου, η παραβίαση των οποίων ιδρύει τον προβλεπόμενο από τη διάταξη αυτή αναιρετικό λόγο, περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των άρθρων 173 και 200 του Α.Κ., με τους οποίους αίρονται οι ασάφειες ή καλύπτονται τα κενά που διαπιστώνονται στις δικαιοπρακτικές δηλώσεις βουλήσεως των μερών. Οι ερμηνευτικοί αυτοί κανόνες εφαρμόζονται, όταν το Δικαστήριο της ουσίας διαπιστώνει ότι υφίσταται κενό στη σύμβαση ή ότι γεννιέται αμφιβολία για την έννοια των δηλώσεων βουλήσεως. Με την εφαρμογή των διατάξεων αυτών θα ανευρεθεί και θα κατανοηθεί το πραγματικό περιεχόμενο μιας δικαιοπραξίας, κατά τρόπο, ώστε τούτο να ανταποκρίνεται στην πραγματική θέληση των δικαιοπρακτούντων (Α.Π. 1324/2018). Οι ανωτέρω διατάξεις αποσκοπούν στην ερμηνεία της δήλωσης βούλησης και καθεμία από αυτές συμπληρώνει την άλλη. Η πρώτη εξαίρει το υποκειμενικό στοιχείο της δήλωσης, δηλαδή, την άποψη του δηλούντος και απαιτεί η ερμηνεία να μην προσκολλάται στις λέξεις της δήλωσης, αλλά να αναζητεί την αληθινή βούληση του δηλούντος, η δε δεύτερη εξαίρει το αντικειμενικό στοιχείο, δηλαδή, την άποψη των συναλλαγών και επιβάλλει η δήλωση να ερμηνεύεται, όπως απαιτεί η καλή πίστη, για τον προσδιορισμό της οποίας και μόνο θα πρέπει να ληφθούν υπόψη τα συναλλακτικά ήθη. Καλή πίστη είναι η συμπεριφορά που επιβάλλεται στις συναλλαγές, κατά την κρίση χρηστού και εχέφρονος ανθρώπου και νοείται αντικειμενικά, ενώ συναλλακτικά ήθη είναι οι συνηθισμένοι στις συναλλαγές τρόποι ενέργειας. Για τη διαμόρφωση της σχετικής κρίσης, το Δικαστήριο της ουσίας λαμβάνει υπόψη και σταθμίζει, με διαφορετική, κατά περίπτωση, βαρύτητα, πλην άλλων, τα συμφέροντα των μερών και, κυρίως, εκείνου από αυτά, το οποίο αποβλέπει να προστατεύσει ο ερμηνευόμενος όρος (Α.Π. 737/2000, Α.Π. 337/2000), το δικαιοπρακτικό σκοπό, τις συνήθειες και τις λοιπές τοπικές, χρονικές και άλλες συνήθειες, υπό τις οποίες έγιναν οι δηλώσεις βουλήσεως των συμβαλλομένων, τη φύση της σύμβασης, τις διαπραγματεύσεις που είχαν προηγηθεί, καθώς και την προηγούμενη συμπεριφορά των μερών (Α.Π. 1360/2017, Α.Π. 220/2016, Α.Π. 934/2014).
Η διαπίστωση αυτή του Δικαστηρίου της ουσίας για την ύπαρξη κενού ή αμφιβολίας στη δήλωση βουλήσεως μπορεί είτε να αναφέρεται στην απόφαση ρητά, είτε να προκύπτει από αυτήν έμμεσα, όταν, παρά τη μη ρητή αναφορά της, ή ακόμη και παρά τη ρητή διαβεβαίωση της ανυπαρξίας της, από το περιεχόμενο της απόφασης προκύπτει ότι το Δικαστήριο, αναζητώντας την αληθινή βούληση των συμβαλλομένων, προβαίνει σε ερμηνεία της σύμβασης, η οποία (ερμηνεία) αποκαλύπτει ότι το δικαστήριο βρέθηκε μπροστά σε κενό ή αμφιβολία, σχετικά με τη δήλωση της βούλησης των συμβαλλομένων, τα οποία ακριβώς δημιούργησαν την ανάγκη να καταφύγει τελικά στους ερμηνευτικούς κανόνες των άρθρων 173 και 200 του Α.Κ. (Α.Π. 1431/2022, Α.Π. 1531/2017, Α.Π. 25/2016, Α.Π. 441/2015). Έμμεση διαπίστωση υπάρχει και όταν το Δικαστήριο προβαίνει σε ερμηνεία της σύμβασης, στο συσχετισμό των όρων της, καταφεύγοντας, για το σχηματισμό της κρίσης του, για τη μορφή και το περιεχόμενο της, σε έγγραφα και λοιπά στοιχεία εκτός αυτής ή αντλεί επιχειρήματα από το σκοπό της (Α.Π. 252/2016, Α.Π. 44172015). Το Δικαστήριο, όταν ερμηνεύει, κατά τα άνω, τη δήλωση βούλησης, δεν είναι ανάγκη να αναλύσει και να εξειδικεύσει τις αρχές αυτές, δεν δεσμεύεται από τους ισχυρισμούς των διαδίκων (Α.Π. 934/2014, Α.Π. 211/2011) και δεν είναι υποχρεωμένο να αρκεστεί μόνο στο περιεχόμενο της σύμβασης, αλλά μπορεί να αρυστεί και στοιχεία εκτός της σύμβασης, που θα προταθούν από τους διαδίκους (Α.Π. 315/2016, Α.Π. 934/2014, Α.Π. 737/2001). Η κρίση του Δικαστηρίου για την ύπαρξη ή μη κενού ή αμφιβολίας στη δήλωση βούλησης ή ασάφειας στη διατύπωσή της, έστω και έμμεσα εκφερόμενη, ανάγεται στην ουσία και δεν υπόκειται στον αναιρετικό έλεγχο (Α.Π. 738/2018, Α.Π. 1597/2017), εκτός αν, από όσα το Δικαστήριο της ουσίας δέχεται, δεν διευκρινίζεται η θέση του στο ζήτημα, αν υπάρχει ή όχι κενό ή ασάφεια στη δήλωση βούλησης, αφού από την καταφατική ή αποφατική απάντηση στο ζήτημα αυτό, εξαρτάται αν θα εφαρμοστούν ή όχι οι παραπάνω ερμηνευτικές διατάξεις. Όταν η ελεγχόμενη δήλωση βούλησης είναι πλήρης και σαφής και δεν καταλείπει αμφιβολία για το περιεχόμενο της, τότε δεν υφίσταται περίπτωση προσφυγής στους προαναφερόμενους κανόνες (Α.Π. 45/2019, Α.Π. 366/2018, Α.Π. 1420/2013).
Για να είναι ορισμένος ο σχετικός λόγος αναίρεσης, πρέπει ο αναιρεσείων να επικαλείται ότι το Δικαστήριο διαπίστωσε ευθέως ή εμμέσως την ύπαρξη κενού ή αμφιβολίας στη δικαιοπρακτική δήλωση των συμβαλλομένων, να αναφέρεται στο αναιρετήριο το περιεχόμενο της δήλωσης, που δεν ερμηνεύθηκε ή εσφαλμένα ερμηνεύθηκε, το περιεχόμενο που έπρεπε να προσδώσει σ’ αυτή, με σωστή ερμηνεία, η απόφαση και σε τι συνίσταται το σφάλμα της, ως προς την παραβίαση των ερμηνευτικών κανόνων (Α.Π. 396/2018, Α.Π. 738/2018, Α.Π. 939/2015), ώστε να διακριβώνεται σε ποιας μορφής παραβίαση των ερμηνευτικών κανόνων υπέπεσε το δικαστήριο της ουσίας.
Κατά δε τη διάταξη του αριθμού 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, ο λόγος αυτός ιδρύεται, αποκλειστικώς και μόνο, στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού της προσβαλλόμενης απόφασης, σχετικώς με ορισμένο ουσιώδη πραγματικό ισχυρισμό, δηλαδή, ισχυρισμό, που έχει αυτοτελή ύπαρξη και τείνει στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του δικαιώματος που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο. Ο λόγος αυτός ανάγεται στη δομή του νομικού συλλογισμού, όταν δεν εκτίθενται παντάπασι πραγματικά περιστατικά (παντελής έλλειψη αιτιολογίας). Ιδρύεται, επίσης, όταν τα εκτιθέμενα πραγματικά περιστατικά δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία του πραγματικού του κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της (ανεπαρκής αιτιολογία, με την οποία ισοδυναμεί εννοιολογικώς και η ενδοιαστική αιτιολογία), όταν, δηλαδή, το δικαστήριο της ουσίας δεν διατυπώνει στην ελάσσονα πρόταση του δικανικού του συλλογισμού σαφή δικανική πεποίθηση, με συνέπεια το αποδεικτικό πόρισμα να μην είναι αναμφισβήτητο και όταν τα περιστατικά αντιφάσκουν μεταξύ τους. (Ολ.Α.Π. 15/2006, Ολ.Α.Π 1/1999, Ολ.Α.Π. 24/1992, Α.Π. 998/2020, Α.Π. 287/2019, Α.Π. 502/2018, Α.Π. 724/2016, Α.Π. 1420/2013, Α.Π. 1703/2009, Α.Π. 1202/2008). Δεν συνιστούν, συνεπώς, “ζητήματα”, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, τα νομικά ή πραγματικά επιχειρήματα του Δικαστηρίου, που συνέχονται με την αξιολόγηση των αποδείξεων, για τα οποία η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας δεν ιδρύει λόγο αναίρεσης (Ολ.Α.Π. 24/1992, Α.Π. 1186/2021, Α.Π. 68/2021, Α.Π. 302/2020), κατά μείζονα δε λόγο, δεν μπορεί να θεμελιωθεί ο λόγος αυτός σε επιχειρήματα των διαδίκων, νομικά ή πραγματικά. Συνακόλουθα, ελλείψεις αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες. Δηλαδή, μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε (Ολ.Α.Π. 18/2008, Ολ.Α.Π. 15/2006, Α.Π. 53/2021, Α.Π. 37/2021). Ενόψει των ανωτέρω, προϋπόθεση ιδρύσεως του λόγου αυτού είναι ότι το δικαστήριο της ουσίας ερεύνησε τον κρίσιμο ισχυρισμό κατ’ ουσίαν και δεν τον απέρριψε ως απαράδεκτο ή μη νόμιμο (Ολ. Α.Π.25/2003, Ολ.Α.Π. 3/1997, Ολ.Α.Π.12/1991, Α.Π. 38/2021, Α.Π. 15/2021, ΑΠ 46/2023).
Άννα Ρεγκούτα, Δικηγόρος
e-mail: info@efotopoulou.gr