Ορισμένο αγωγής κτηματολογίου – υποχρεωτική η προσάρτηση τοπογραφικού σε περίπτωση αγωγής/αίτησης με την οποία ζητούνται και γεωμετρικές μεταβολές
Σύμφωνα με το άρθρο 6 §§ 2 και 3 του Ν. 2664/1998 «Εθνικό Κτηματολόγιο», όπως ισχύει κατά τον χρόνο δημοσίευσης της εκκαλουμένης, σε περίπτωση ανακριβούς πρώτης εγγραφής ως προς τον δικαιούχο εμπράγματου δικαιώματος στα κτηματολογικά βιβλία, δηλαδή όταν στο κτηματολογικά φύλλο και δη στις πρώτες εγγραφές αναγράφεται ως δικαιούχος κυριότητας διαφορετικό πρόσωπο από τον πραγματικό κύριο ή «άγνωστος», μπορεί, όποιος έχει έννομο συμφέρον -επομένως, πέραν του πραγματικού κυρίου και ο καθολικός ή ο ειδικός διάδοχος του πραγματικού δικαιούχου, ο δανειστής κλπ. (ενάγων)-, στρεφόμενος κατά του αναγραφόμενου στο κτηματολογικά φύλλο ως κυρίου ή των καθολικών του διαδόχων και σε περίπτωση που εχώρησε μεταβίβαση και κατά του ειδικού διαδόχου (εναγόμενος), να ζητήσει την αναγνώριση του προσβαλλόμενου με την ανακριβή εγγραφή δικαιώματος και τη διόρθωση της πρώτης εγγραφής. Ειδικά στην περίπτωση που αναγράφεται «άγνωστος» ως δικαιούχος κυριότητας και η επικαλούμενη αιτία κτήσης από τον ενάγοντα είναι η έκτακτη χρησικτησία, η εν λόγω αγωγή στρέφεται κατά του Ελληνικού Δημοσίου. Επομένως, η επί αγωγής του άρθρου 6 § 2 του Ν. 2664/1998 απόφαση έχει πρωτίστως αναγνωριστικό χαρακτήρα-ενίοτε καταψηφιστικό (σε περίπτωση που ζητείται και απόδοση), ενώ η διάταξη περί διόρθωσης των κτηματολογικών εγγραφών έχει παρακολουθηματικό διαπλαστικό χαρακτήρα και γι’ αυτό απαιτείται ο αυξημένος βαθμός ωριμότητας του αμετάκλητου αυτής, ώστε να επέλθει η διόρθωση με την ταυτόχρονη δημιουργία κατ’ άρθρο 7 του Ν. 2664/1998 του αμάχητου τεκμηρίου ακρίβειας της κτηματολογικής πρώτης εγγραφής (ΜονΕφΠατρ 398/2022, ΜονΕφΠατρ 143/2022, ΜονΕφΠατρ 175/2021, ΜονΕφΠειρ 459/2020 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ – ΜονΕφΑθ 2375/2016 ΕλλΔνη 2017.140. Η εν λόγω αγωγή του άρθρου 6 § 2 του Ν. 2664/1998 απευθύνεται ενώπιον του αρμοδίου καθ’ ύλην και κατά τόπο (Μονομελούς ή Πολυμελούς) Πρωτοδικείου, το οποίο συγκροτείται από τον Κτηματολογικά Δικαστή (άρθρο 17 § 4 του Ν. 2664/1998) δικάζοντος κατά την τακτική διαδικασία.
Για το ορισμένο της εν λόγω αγωγής θα πρέπει, πέραν των στοιχείων που απαιτεί το άρθρο 216 του ΚΠολΔ, να αναφέρεται στο εισαγωγικό δικόγραφο: α) Ότι ο πραγματικός δικαιούχος απέκτησε την κυριότητα του επιδίκου ακινήτου με κάποιο νόμιμο τρόπο, ήτοι παράγωγο (πχ σύμβαση, κληρονομική διαδοχή) ή πρωτότυπο (τακτική ή έκτακτη χρησικτησία) ή με οποιοδήποτε άλλο προβλεπόμενο από το νόμο (πχ. παραχώρηση από το Ελληνικό Δημόσιο κατά τις διατάξεις του Αγροτικού Κώδικα ή με την προσφυγική νομοθεσία, με αναδασμό, με πράξη εφαρμογής κ.λπ.) κατά το χρονικό διάστημα πριν την έναρξη λειτουργίας του Εθνικού Κτηματολογίου σε μία περιοχή και είχε ταύτη (κυριότητα) στο συγκεκριμένο χρονικό σημείο(έναρξη λειτουργίας του Ε.Κ.). Εάν ο επικαλούμενος τρόπος κτήσης κυριότητας είναι η έκτακτη χρησικτησία κατ’ άρθρο 1045 του ΑΚ, τότε ο ενάγων πρέπει να επικαλεσθεί την εικοσαετή νομή (974 του ΑΚ) και να καθορίσει συνάμα και τις μερικότερες υλικές πράξεις αυτής, από τις οποίες, αν αποδεχθούν, θα συναχθεί η πραγμάτωση της θέλησης του κατόχου να κατέχει το πράγμα σαν δικό του. Τέτοιες δε εμφανείς πράξεις, που προσιδιάζουν στη φύση και τον προορισμό του ακινήτου και κατά την αντικειμενική συναλλακτική αντίληψη είναι δηλωτικές εξουσίασης αυτού, κατά τρόπο διαρκή και σταθερό, με διάνοια κυρίου, είναι και η εποπτεία, η επίβλεψη, η επίσκεψη, η καλλιέργεια, η παραχώρηση σε τρίτον με ή χωρίς αντάλλαγμα, η φύλαξη, η οριοθέτηση και η καταμέτρηση των διαστάσεων του, η περιτοίχιση και η ανοικοδόμηση, χωρίς να απαιτείται και ο ημερολογιακός προσδιορισμός των επί μέρους πράξεων μέσα στο χρόνο της χρησικτησίας (ΑΠ 80/2015, ΑΠ 27/2015, ΑΠ 26/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), β) Ο Κωδικός Αριθμός Εθνικού Κτηματολογίου (Κ.Α.Ε.Κ.) του επιδίκου ακινήτου, ο οποίος είναι ο 12ψήφιος μοναδικός αριθμός για κάθε ακίνητο και προσδιορίζει κατά τρόπο αναμφισβήτητο και σαφή, τη θέση, την έκταση και τα όρια αυτού (άρθρο 4 § 1 του Ν. 2664/1998). Πρόκειται για μία ειδική ενάριθμη ταυτότητα ακινήτου, κωδικοποιημένη σε επίπεδο επικράτειας, η κτήση της οποίας γίνεται με κτηματολογική πράξη και έτσι επιτυγχάνεται η εύκολη, ασφαλής και γρήγορη αναζήτηση στη βάση δεδομένων του Εθνικού Κτηματολογίου. Η σύνδεση του ακινήτου με τον ΚΑΕΚ διαρκεί μέχρις ότου ο τελευταίος καταργηθεί ή τροποποιηθεί σύμφωνα με το κτηματολογικό δίκαιο (άρθρου 11 § 3 του Ν. 2664/1998). Ο ΚΑΕΚ συνιστά συγχρόνως θεμελιώδη εφαρμογή της αρχής της ειδικότητας και της ουσιαστικής δημοσιότητας στο σύστημα του Εθνικού Κτηματολογίου (βλ. Δ. Παπαστερίου, «Κτηματολογικό Δίκαιο», εκδ. 2013, σελ. 687). Κάθε ένα από τα ψηφία που τον αποτελούν προσδιορίζει συγκεκριμένη πληροφορία και συγκεκριμένα τα δύο πρώτα ψηφία το Νομό στον οποίο βρίσκεται το γεωτεμάχιο, τα επόμενα τρία ψηφία το Δήμο ή Δημοτικό Διαμέρισμα κ.λπ., τα αμέσως επόμενα δύο ψηφία τον «κτηματολογικό τομέα»(πχ. συνοικία), το δύο προτελευταία δύο ψηφία την «κτηματολογική ενότητα»(πχ. οικοδομικό τετράγωνο) και τέλος τα τελευταία τρία ψηφία τον αύξοντα αριθμό του γεωτεμαχίου εντός της ενότητας (πχ. οικόπεδο ή αγροτεμάχιο). Ο αριθμός μετά την πρώτη κάθετο δηλώνει τον αριθμό της καθέτου ιδιοκτησίας, αν έχει συσταθεί επί των κτισμάτων του γεωτεμαχίου και ο αριθμός μετά την δεύτερη κάθετο προσδιορίζει τον αριθμό της οριζόντιας ιδιοκτησίας, εφόσον έχει συσταθεί τοιαύτη. Για το ορισμένο της αγωγής, εφόσον αντικείμενο της δίκης είναι όλο το ακίνητο-γεωτεμάχιο, όπως αποτυπώθηκε στο κτηματολογικό διάγραμμα, το οποίο και επισυνάπτεται στην αγωγή και όχι τμήμα του, αρκεί η αναφορά του ΚΑΕΚ, χωρίς να απαιτείται θέση, σύνορα, εμβαδόν, πλευρικές διαστάσεις ή τυχόν επισύναψη τοπογραφικού διαγράμματος, όπως απαιτείται στις λοιπές εμπράγματες αγωγές για τον προσδιορισμό της ταυτότητας του επιδίκου, καθόσον ελλοχεύει ο κίνδυνος όπως η περιγραφή του ακινήτου να μην ταυτίζεται με το γεωτεμάχιο που αντιστοιχεί στο συγκεκριμένο ΚΑΕΚ, με συνέπεια να εμφτλοχωρήσουν ασάφειες και αντιφάσεις στην αγωγή. Εάν βέβαια, το επίδικο αποτελεί τμήμα ενός μείζονος γεωτεμαχίου, οπότε σε περίπτωση αποδοχής της αγωγής θα επέλθουν χωρικές μεταβολές, τότε η περιγραφή του επιδίκου τμήματος πρέπει να γίνει με λεπτομερή περιγραφή κατά θέση, όρια, πλευρικές διαστάσεις και συντεταγμένες κορυφών σύμφωνα με το σύστημα ΕΓΣΑ 87, η οποία θα πρέπει να ταυτίζεται με το τοπογραφικό διάγραμμα γεωμετρικών μεταβολών, που επί ποινή απαραδέκτου θα πρέπει να προσκομισθεί κατά τη συζήτηση, σύμφωνα με την τροποποίηση με το Ν. 4164/2013 και γ) Την ανακριβή εγγραφή, που περιέχεται στο κτηματολογικό φύλλο και ενδεχομένως και στο κτηματολογικό διάγραμμα και της οποίας ζητείται η διόρθωση (ΜονΕφΑθ 2375/2016 ΕλλΔνη 2017.140). Εξάλλου με το άρθρο 216 § 1 γ` ΚΠολΔ ορίζεται ότι η αγωγή πρέπει να περιέχει, εκτός άλλων στοιχείων όπως στη διάταξη αυτή, και ορισμένο αίτημα, το αίτημα όμως της αγωγής, αφού από το νόμο δεν επιβάλλεται η σε ορισμένη θέση ή σειρά παράθεση του στο δικόγραφο, μπορεί να περιέχεται οπουδήποτε στο δικόγραφο ακόμη και στο ιστορικό (ΟλΑΠ 849/1981 ΝοΒ 1982.441), αρκεί να είναι πλήρως ορισμένο ώστε να μην υπάρχει αντικειμενική αδυναμία του δικαστηρίου να εκδώσει σαφή και επιδεκτική εκτέλεσης απόφαση (ΑΠ 941/2017, ΑΠ 403/2002 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ- ΑΠ 1786/2002 ΝοΒ 2003.1235- ΕφΑθ 516/2013, ΕφΑθ 4863/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ- ΜονΕφΘεσ 958/2020 Αρμ 2020.1862), σε κάθε περίπτωση ο δικαστής εκτιμά το συνολικό ιστορικό του δικογράφου, με γνώμονα δε το πνεύμα της αγωγής, ερμηνεύει το είδος και την έκταση της αιτούμενης έννομης προστασίας (ΕφΔυτΜακ 11/2020 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ- Κ. Μακρίδου «Η αόριστη αγωγή και οι δυνατότητες θεραπείας της», εκδ. 2006, σελ. 61-65, Εφετείο Πατρών 206/2023 -ΝΟΜΟΣ).
Να σημειωθεί ότι με το παλαιό νομοθετικό καθεστώς, στις αγωγές/αιτήσεις του άρθρου 6 του ν. 2664/1998, σε περίπτωση που το αίτημα της αγωγής ή της αίτησης διόρθωσης αφορούσε σε αλλαγές και στα κτηματολογικά διαγράμματα, κατά τη συζήτηση της αγωγής ή της αίτησης και με ποινή απαραδέκτου, αντί του αποσπάσματος του κτηματολογικού διαγράμματος προσκομιζόταν τοπογραφικό διάγραμμα γεωμετρικών μεταβολών, στο οποίο αποτυπωνόταν η όποια γεωμετρική μεταβολή επερχόταν με την αιτούμενη διόρθωση. Στην τελευταία περίπτωση απαιτείτο η προσκόμιση, με ποινή απαραδέκτου, και η εισήγηση του Κτηματολογικού Γραφείου ή, εάν αυτό δεν έχει συσταθεί, της εταιρείας «ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ», για τη συνδρομή των τεχνικών προϋποθέσεων της απεικόνισης της γεωμετρικής μεταβολής που επερχόταν με την αιτούμενη διόρθωση στα κτηματολογικά διαγράμματα.
Πλέον, με το άρθρο 57 του ν. 4602/2019, αντί της προσκόμισης του τοπογραφικού διαγράμματος γεωμετρικών μεταβολών και της εισήγησης για τη συνδρομή των τεχνικών προϋποθέσεων της απεικόνισης της γεωμετρικής μεταβολής της περίπτωσης ε`, προσαρτάται, με ποινή απαραδέκτου, στο δικόγραφο της αγωγής, της αίτησης ή της προσφυγής που ασκείται και κατατίθεται ενώπιον δικαστηρίου, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις παραγράφους 2 και 3 του άρθρου 6, στην παράγραφο 2 του άρθρου 18 και στην παράγραφο 2 του άρθρου 19, τοπογραφικό διάγραμμα γεωμετρικών μεταβολών, όπου αποτυπώνεται η επερχόμενη με την αιτούμενη διόρθωση γεωμετρική μεταβολή και ο συντάκτης μηχανικός υποχρεούται να δηλώνει, εάν η απεικόνιση στο ίδιο διάγραμμα της γεωμετρικής μεταβολής, είναι τεχνικά εφαρμόσιμη και δεκτική εισαγωγής στην τηρούμενη κτηματολογική βάση. Για το τοπογραφικό διάγραμμα γεωμετρικών μεταβολών του προηγούμενου εδαφίου διενεργείται, υποχρεωτικά, ηλεκτρονική υποβολή από τον συντάκτη μηχανικό στον ψηφιακό υποδοχέα που λειτουργεί στη βάση δεδομένων του Φορέα “Ελληνικό Κτηματολόγιο”, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 40 του ν. 4409/2016 (Α`136) και των κανονιστικών πράξεων που έχουν εκδοθεί κατ` εξουσιοδότηση αυτού. Το εκδιδόμενο από την ηλεκτρονική εφαρμογή αποδεικτικό υποβολής του ιδίου άρθρου προσαρτάται με ποινή απαραδέκτου στο οικείο δικόγραφο.
Με τις νέες αυτές ρυθµίσεις εισάγεται η υποχρέωση προσάρτησης, στο δικόγραφο αγωγής που ασκείται είτε µε βάση τις διατάξεις του άρθρου 6 είτε τις διατάξεις του άρθρου 13 του ν. 2664/1998, τοπογραφικού διαγράµµατος γεωµετρικών µεταβολών, συνοδευόµενο από δήλωση του συντάκτη µηχανικού σχετικά µε το εάν η απεικόνιση της γεωµετρικής µεταβολής, είναι τεχνικά εφαρµόσιµη και δεκτική εισαγωγής στην τηρούµενη κτηµατολογική βάση. Προς ολοκλήρωση του συστήµατος αυτού, προβλέπεται και η δηµιουργία συστήµατος ηλεκτρονικής υποβολής. Οι νέες ρυθµίσεις αποσκοπούν στην ταχύτερη και αποτελεσµατικότερη διασφάλιση της ακρίβειας των αιτούµενων µεταβολών, και συνεπώς, συντείνουν στην ευδοκίµηση των σχετικών δικαστικών διαδικασιών στις οποίες εµπλέκεται ο ενδιαφερόµενος πολίτης (από την αιτιολογική έκθεση του ν. 4602/2019).
Αγγελική Λιγοψυχάκη, δικηγόρος
info@efotopoulou.gr