Ψευδορκία μάρτυρα – προϋποθέσεις για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος
Κατά τη διάταξη του άρθ. 224§ 1, ισχύοντος από 1-7-2019 ΠΚ (Ν. 4619/2019), όποιος, ενώ εξετάζεται ως διάδικος ή μάρτυρας σε δικαστήριο ή ενώπιον αρχής αρμόδιας να ενεργεί εξέταση για την κρινόμενη υπόθεση, εν γνώσει του καταθέτει ψευδή στοιχεία σχετικά με την υπόθεση αυτή ή αρνείται ή αποκρύπτει την αλήθεια, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών έως τρία έτη και χρηματική ποινή.
Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ψευδορκίας μάρτυρα (ήδη ψευδούς κατάθεσης) απαιτείται: α) ο υπαίτιος να εξετάζεται ως μάρτυρας σε δικαστήριο ή ενώπιον αρχής, η οποία είναι αρμόδια για την εξέτασή του στην υπόθεση αυτή, β) τα πραγματικά περιστατικά τα οποία κατέθεσε να είναι ψευδή, στην έννοια δε αυτή υπάγονται και οι κρίσεις, γνώμες ή πεποιθήσεις οι οποίες είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένες με τα γεγονότα που κατέθεσε και γ) να υφίσταται άμεσος δόλος του, που συνίσταται στη γνώση αυτού, ότι αυτά που κατέθεσε είναι ψευδή ή ότι έχει γνώση των αληθινών, αλλά σκοπίμως τα αποκρύπτει ή αρνείται να τα καταθέσει. Προϋπόθεση για την τέλεση του εγκλήματος, που πλέον αναφέρεται ρητά στη νέα ως άνω διάταξη, αποτελεί και το ότι τα κατατεθέντα περιστατικά πρέπει να αναφέρονται σε γεγονότα, ήτοι σε συγκεκριμένα και ειδικώς προσδιορισμένα κατά χρόνο και τόπο και αναγόμενα στο παρελθόν ή το παρόν συμβάντα ή καταστάσεις, που έχουν σχέση με την υπόθεση, ή σε άλλα περιστατικά συνδεόμενα αναποσπάστως με τα γεγονότα αυτά, στερείται σημασίας, όμως, το αν είναι ουσιώδη ή επουσιώδη για την έκβαση της δίκης και ανεξάρτητα από το αν επηρέασαν το αποτέλεσμα στη συγκεκριμένη υπόθεση (ΑΠ 230/2020, ΑΠ 126/2020).
Περαιτέρω, ως αρμόδια για την κατάθεση αρχή, θεωρείται η αρχή, ενώπιον της οποίας είναι δυνατό κατά διάταξη νόμου να γίνει η κατάθεση κάποιου, η οποία (κατάθεση) να μπορεί στη συνέχεια να ληφθεί υπόψη ως έγκυρο αποδεικτικό μέσο στη συγκεκριμένη υπόθεση. Οι συμβολαιογράφοι είναι αρμόδιοι για τη λήψη ενόρκων βεβαιώσεων μαρτύρων, κατά τον Κώδικα συμβολαιογράφων (άρθ. 1 εδ. ε` Ν. 2830/2000), εφόσον στη συγκεκριμένη περίπτωση επιτρέπεται η χρησιμοποίηση αυτών (ένορκων βεβαιώσεων), οπότε, αν τα βεβαιούμενα σ` αυτές είναι ψευδή, πραγματώνεται η αντικειμενική υπόσταση του ανωτέρω εγκλήματος, πρέπει, όμως, για να μπορούν οι ένορκες βεβαιώσεις μαρτύρων να ληφθούν υπόψη ως νόμιμο αποδεικτικό μέσο, να έχει προηγηθεί νόμιμη κλήτευση του αντιδίκου του διαδίκου, όπου αυτό προβλέπεται – άρθ. 270 παρ. 2, 650 παρ. I, 671 παρ. 1 και 681Β Κ.Πολ.Δ, ήδη άρθ. 421 Κ.Πολ.Δ. [1]
Άννα Ρεγκούτα, Δικηγόρος
e-mail: info@efotopoulou.gr
[1] ΑΠ 454/2019, ΑΠ 18/2018, ΑΠ 73/2021 δημοσιευμένες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ