Δικηγορικό Γραφείο Ευγενίας Α. Φωτοπούλου
Βασιλίσσης Σοφίας 6 Αθήνα 106 74
Τηλέφωνο: 210 36 24 769, 211 7 80 80 80
210 30 09 019
Email: info@efotopoulou.gr

Το υποβληθέν αίτημα για τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης εξεταζόμενο στα πλαίσια του ενάτου αναιρετικού λόγου άρθρου 559 ΚΠολΔ

Σύμφωνα με τη ρητή διάταξη του άρθρου 559 αριθμός 9 ΚΠολΔ, καθίσταται αναιρετέα η απόφαση όταν το Δικαστήριο, ενώπιον του οποίου άγεται προς κρίση συγκεκριμένο αίτημα παροχής δικαστικής προστασίας, επιδίκασε κάτι που δεν ζητήθηκε ή επιδίκασε περισσότερα από όσα ζητήθηκαν ή άφησε αίτηση αδίκαστη. Το σύνολο των διαδικασιών που εκτυλίσσονται στα πλαίσια της πολιτικής δίκης διαπνέεται από την αρχή της διαθέσεως, υπό την αποδιδόμενη σε αυτήν ενόψει του άρθρου 106 ΚΠολΔ έννοια αφενός της ενέργειας του Δικαστηρίου μόνον ύστερα από αίτηση του ενδιαφερόμενου διαδίκου, αφετέρου του σχηματισμού δικανικής πεποιθήσεως βάσει μόνο των πραγματικών ισχυρισμών, οι οποίοι προτείνονται και αποδεικνύονται από τους διαδίκους, και επί των συγκεκριμένων υποβληθέντων από τους ίδιους αιτημάτων (εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά). Οι δε αιτήσεις αυτές πρέπει να είναι ορισμένες, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 216,παρ. 1, περ. γ΄ και 262, παρ. 1, υποβάλλονται εγκαίρως κατ’ άρθρο 223 ΚΠολΔ και οριοθετούν το διατακτικό της εκδοθησομένης απόφασης κατ’ α. 324 ΚΠολΔ. Κάθε, λοιπόν, υπέρβαση ή αγνόηση του προσδιορισθέντος από του διαδίκους πλαισίου του αντικειμένου της δίκης, όπως αυτό οριοθετείται από τις αιτήσεις τους, αποτελεί παράβαση της αρχής της διάθεσης και θεμελιώνει το υπ’ αριθμ. 9 αναιρετικό λόγο του άρθρου 559 ΚΠολΔ.  (βλ. Κωνσταντίνος Φ. Καλαβρός, Η αναίρεση κατά τον ΚΠολΔ, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα – Θεσσαλονίκη, 2009, σελ. 218).

Στην έννοια του αιτήματος, η υπέρβαση ή αγνόηση του οποίου θεμελιώνει την ανωτέρω αναιρετική πλημμέλεια, υπάγονται όχι μόνο η αίτηση προς παροχή συγκεκριμένης μορφής δικαστικής προστασίας, αλλά και το αίτημα διάγνωσης ορισμένης έννομης συνέπειας. Υπό ευρύτερη έποψη, εντός του εννοιολογικού περιεχόμενο της αίτησης  κατ’ άρθρο 559, αριθμ. 9 εμπίπτει κάθε αυτοτελής αίτηση των διαδίκων, δια της οποίας σκοπείται η παροχή δικαστικής προστασίας οιασδήποτε μορφής. Συνακόλουθα, καθίσταται ευκρινές ότι συνιστά αίτηση υπό την ανωτέρω εκτεθείσα έννοια η αίτηση που εμπεριέχεται και προβάλλεται δια της αγωγής, της ανταγωγής, της κύριας παρέμβασης, της αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης, των ενδίκων μέσων, των ανακοπών, της τριτανακοπής, όχι όμως και οι ενστάσεις, με τη σημαντική εξαίρεση εκείνης του συμψηφισμού απαιτήσεως, υπό την έποψη ότι όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 221, παρ. 2, 222 παρ. 2 και 322 η τελευταία (ένσταση συμψηφισμού) εισάγει στη δίκη αυτοτελές αντικείμενο προς εκτίμηση και αυτοτελή αίτηση παροχής δικαστικής προστασίας. Επιπροσθέτως, στην ίδια ως άνω έννοια υπάγονται και οι διαδικαστικές αιτήσεις, υπό την προϋπόθεση ότι το αντικείμενό τους δεν υπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου, δηλαδή δικονομικές αιτήσεις, οι οποίες έχουν διαδικαστική αυτοτέλεια, αποτελούν δηλαδή ουσιώδη προϋπόθεση για την παροχή δικαστικής προστασίας ή ασκούν άμεση επίδραση στην παραδοχή ή στην απόρριψη της αίτησης αυτής, όπως είναι παραδείγματος χάριν η αίτηση επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση κατ’ άρθρο 152, παρ. 1 ΚΠολΔ και η κατ’ άρθρο 451 ΚΠολΔ αίτηση επίδειξης εγγράφων.

Κατά πάγια νομολογία του Αρείου Πάγου και εν αντιθέσει με τις ανωτέρω περιπτώσεις, η αίτηση για διεξαγωγή πραγματογνωμοσύνης δεν εμπίπτει στο εννοιολογικό περιεχόμενο της αίτησης κατ’ άρθρο 559, αρ. 9 ΚΠολΔ και συνεπώς η αγνόηση σχετικού αιτήματος από το Δικαστήριο, υποβαλλόμενου νομίμως από τον εκάστοτε ενδιαφερόμενο διάδικο, δεν δύναται να στοιχειοθετήσει τη συγκεκριμένη αναιρετική πλημμέλεια. Η δικαιολογητική βάση της παραδοχής αυτής συνίσταται ακριβώς στο γεγονός ότι αναφορικά με υποβληθέν αίτημα διενέργειας πραγματογνωμοσύνης η αποδοχή ή απόρριψη του σχετικού αιτήματος υπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου, η δε σχετική κρίση επ’ αυτού κείται εκτός αναιρετικού ελέγχου. Συνάγεται εκ των ανωτέρω ότι ακόμη και σε περίπτωση πλήρους σιωπής και αγνόησης  του σχετικού αιτήματος από το Δικαστήριο δεν θεμελιώνεται ο ως άνω αναιρετικός λόγος. Προς επίρρωση των προρρηθέντων επισημαίνεται στα πλαίσια της υπ’ αριθμ. 912/2020 ΑΠ (ΤΝΠ NOMOS) ότι: «…Κατά το άρθρο 559 αριθ. 9 περ. γ`  ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο άφησε αδίκαστη αίτηση. Ως “αίτηση” κατά την έννοια της εν λόγω διάταξης νοείται κάθε αυτοτελής αίτηση των διαδίκων, δηλαδή κάθε αίτηση με την οποία ζητείται η παροχή έννομης προστασίας υπό οποιαδήποτε νόμιμη μορφή αυτής και η οποία δημιουργεί αντίστοιχη εκκρεμότητα δίκης, τέτοια δε αίτηση είναι ιδίως εκείνη της αγωγής, της ανταγωγής, της κυρίας παρέμβασης, της αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης, των ενδίκων μέσων της έφεσης, της ανακοπής και τριτανακοπής, όχι όμως εκείνη της ένστασης ή αντένστασης ή του λόγου της έφεσης, όπως επίσης και το αίτημα για διενέργεια πραγματογνωμοσύνης, γιατί υπόκειται στην κυριαρχική εξουσία του δικαστηρίου της ουσίας (ΑΠ 1597/2018). Επομένως ο έκτος λόγος αναίρεσης, με τον οποίο προβάλλεται ότι το Εφετείο δεν εξέφρασε δικανική κρίση επί του αιτήματος των αναιρεσειόντων για διεξαγωγή πραγματογνωμοσύνης αναφορικά με το πότε θεωρείται σοβαρή πάθηση η αρτηριακή υπέρταση και η δυσλιπιδαιμία και άφησε έτσι αδίκαστη αίτηση, είναι απαράδεκτος, διότι η ανάγκη για διεξαγωγή πραγματογνωμοσύνης υπάγεται στην κυριαρχική κρίση του δικαστηρίου και δεν χρειαζόταν να διαλάβει ρητή διάταξη για την απόρριψή του…».

Κλείνοντας, η ανωτέρω παγιωθείσα θέση της νομολογίας έχει αμφισβητηθεί από μέρος της θεωρίας για την ορθότητά της. Πιο συγκεκριμένα, αμφισβητείται η ορθότητά της καθ’ ο μέρος το ανέλεγκτο της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου συγχέεται με την παράλειψή του να δικάσει (αποφανθεί) για ορισμένη αίτηση. Η πρώτη κρίση είναι ανέλεγκτη αναιρετικώς, αφού ως υποκειμενική αποκλείει το ενδεχόμενο σφάλματος σε σχέση με το συμπέρασμα του δικανικού συλλογισμού. Αντίθετα, η παράλειψη του Δικαστηρίου της ουσίας, να αποφανθεί επί ορισμένης αίτησης, συνιστά σφάλμα της απόφασης, παραβιάζει τη διάταξη του άρθρου 106 ΚΠολΔ και αυτό είναι ανεξάρτητο από το γεγονός, ότι η τυχόν απόφανση του Δικαστηρίου της ουσίας (θετική ή αρνητική επί της αίτησης) δεν ελέγχεται αναιρετικώς ως κατά διακριτική εξουσία κρίση. (βλ. Κωνσταντίνος Φ. Καλαβρός, οπ.π. , σελ. 220).

Γιάννης Μπάλλιας, δικηγόρος

e-mail: info@efotopoulou.gr

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ

Το email σας δεν θα δημοσιευτεί